Συν & Πλην: «Η Πύλη της Κόλασης» στο Θέατρο Νέου Κόσμου
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την «Πύλη της Κόλασης» σε σκηνοθεσία Γιάννη Καλαβριανού που ανεβαίνει στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.
Τα έργα που έχει εμπνεύσει και θα εμπνέει ο Δάντης, ο κορυφαίος Ιταλός ποιητής του 13ου αιώνα, όσο γυρίζει η γη, θα είναι μάλλον αμέτρητα. Ωστόσο, ανάμεσα σε αυτά μπορεί εσχάτως να συγκαταλέγεται και το τελευταίο κείμενο του Γιάννη Καλαβριανού «Η Πύλη της Κόλασης». Πρόκειται για δύο παράλληλες ερωτικές βιογραφίες, η πρώτη του 19ου αιώνα με φόντο το Παρίσι και ήρωες τους γλύπτες Ογκίστ Ροντέν και Καμίλ Κλοντέλ και η δεύτερη από τον μακρινό 13ο αιώνα στο Ρίμινι της Ιταλίας, ανάμεσα στην Φρανσέσκα ντε Ρίμινι και τον Πάολο Μαλατέστα. Ο Δάντης υπήρξε σύγχρονος του δεύτερου ζευγαριού, το τραγικό ειδύλλιο των οποίων αποτύπωσε στο «5ο άσμα της Κόλασης»: Η νεαρή Φρανσέσκα βρέθηκε στο επίκεντρο ενός γάμου συμφέροντος για τη διατήρηση εξουσίας από τη φατρία της στην περιοχή της Εμίλια Ρομάνα. Παντρεύτηκε τον Τζιοβάνι Μαλατέστα μα αγάπησε σφόδρα, το μικρότερο αδερφό του Πάολο.
Έξι αιώνες αργότερα, ο Δάντης θα τροφοδοτούσε ένα από τα σπουδαιότερα γλυπτικά έργα του 19ου αιώνα με την υπογραφή του Ροντέν. Όταν το Υπουργείο Καλών Τεχνών της Γαλλίας του ανέθεσε την δημιουργία της εισόδου για το Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών του Παρισιού το 1880, ο Ροντέν ξεκίνησε να συνθέτει μια τεράστια κατασκευή με 180 φιγούρες, μια αναφορά στην Κόλαση του Δάντη: Καθεμιά από αυτές θα ήταν κι ένας καταραμένος δραπέτης της Κόλασης. Ο Γάλλος γλύπτης αφιερώνει σχεδόν 40 χρόνια από τη ζωή του σε αυτό το έργο. Ανάμεσα στις δεκάδες φιγούρες του, δημιουργεί και το διάσημο «Φιλί» αφιερωμένο στην ιστορία της Φρανσέσκα και του Πάολο. Την ίδια εποχή, βιώνει μια θυελλώδη ερωτική ιστορία με την ανερχόμενη νεαρή γλύπτρια Καμίλ Κλωντέλ. Και ο δικός τους έρωτας έμελλε να είναι καταδικασμένος.
Ίχνη από τις ιστορίες όλων αυτών των προσώπων μπορεί κανείς αναπάντεχα να βρει στο Μουσείο Ορσέ του Παρισιού, όπου και εκτίθεται «Η Πύλη της Κόλασης» αλλά και ο πίνακας με θέμα το «Θάνατο της Φρανσέσκα ντε Ρίμινι και του Πάολο Μαλατέστα» από τον ζωγράφο Αλεξάντρ Καμπανέλ – και μάλιστα σύγχρονο του Ροντέν. Αυτά τα ίχνη ακολουθεί όχι μόνο με ιστορικό, αλλά πρωτίστως με ποιητικό, φιλοσοφικό και υπαρξιακό ενδιαφέρον ο Καλαβριανός, αναγνωρίζοντας σε βίους παράλληλους το τέλμα του μεγαλειώδους συναισθήματος που αποτελεί ο έρωτας και υψώνει τα πρόσωπα πάνω από εποχές, συνθήκες, πάνω από τα προφανή εμπόδια – ως μια κατάσταση που οδηγεί τον άνθρωπο στην υπέρβαση του. Όπως ακριβώς και η καλλιτεχνική δημιουργία.
Ο συγγραφέας Γιάννης Καλαβριανός κάνει ένα δώρο στον σκηνοθετικό εαυτό του: Ένα βαθιά ποιητικό, συναισθηματικά πλούσιο και έμπλεο συγκίνησης έργο – ύμνος στον έρωτα αλλά και στην καλλιτεχνική δημιουργία που, καθώς είναι βασισμένο σε πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα, αποκτά μια επιπλέον βαρύτητα. Άξιοι ερμηνευτές της σημαντικής αυτής συγγραφικής στιγμής του, ο Γιώργος Γλάστρας, η Χριστίνα Μαξούρη, η Λυγερή Μητροπούλου και ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος. Με βάση αυτό το υλικό ο Καλαβριανός παραδίδει την πιο, παραγωγική, αισθητικά σκηνοθεσία του.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Γιάννης Καλαβριανός καταπιάνεται συγγραφικά με έναν ανεπίδοτο έρωτα. Αρκεί να θυμίσουμε το κείμενο του «Αβελάρδος και Ελοϊζα» που έκανε πρεμιέρα το 2014 στο Φεστιβάλ Αθηνών – μια ακόμα υπέροχη ιστορία που ο ίδιος συνέλαβε στη διάρκεια (επίσης) μιας ταξιδιωτικής παρατήρησης· κατά σύμπτωση και πάλι στο Παρίσι. Δέκα χρόνια μετά θα έλεγε κανείς πως επιστρέφει στο νεότερο εαυτό του αλλά αυτή τη φορά με μια μεγαλύτερη συγγραφική, συνθετική και ποιητική ωριμότητα που καθιστά την «Πύλη της Κόλασης» το αρτιότερο, βαθύτερο και πιο συγκινητικό κείμενο που έχει, μέχρι σήμερα, γράψει.
Η σκηνοθεσίαΗ ιδέα του Γιάννη Καλαβριανού να στήσει την παράσταση ως γλυπτική σύνθεση και να αντιμετωπίσει τους ήρωες του ως έργα τέχνης, ως φιγούρες που κάλλιστα θα μπορούσαν να συναποτελούν το ψηφιδωτό της «Πύλης της Κόλασης» του Ροντέν, είναι καθοριστική. Και όχι μόνο από αισθητικής άποψης, αλλά κυρίως γιατί η σκηνοθεσία έρχεται σε άριστη επικοινωνία με το κείμενο του και το ανάποδο. Με τη συνεργασία της Μαριάννας Καβαλλιεράτου στην κίνηση των ηθοποιών αλλά και την εικαστικότητα που αποπνέει η σκηνογραφία της Μαρίας Καραθάνου, το εγχείρημα ολοκληρώνεται ως κομψοτέχνημα.
Οι συνεργασίες του σκηνοθέτη με ένα συγκεκριμένο πυρήνα ηθοποιών ωριμάζουν, παράλληλα με τη δική του διαδρομή προς την ωριμότητα. Έτσι, η παρουσία του Γιώργου Γλάστρα και της Χριστίνας Μαξούρη (αλλοτινών Αβελάρδου και Ελοϊζας) σηματοδοτεί μια στερεή ερμηνευτική βάση προς το βάθος των ηρώων που συναντούν. Ο μεν Γλάστρας να αποτυπώνει έναν οραματικό και επηρμένο καλλιτέχνη όπως ο Ροντέν – και να εκστομίζει μια από τις πιο συγκινητικές φράσεις που έχουν γραφτεί σε σύγχρονο έργο: «Αγαπήθηκε κανείς εδώ; Η΄ έτσι πέρασαν τα χρόνια;». Η δε Μαξούρη με αυτή την πολύτιμη γήινη ποιότητα που τη διακατέχει να αποδίδει την ερωτευμένη Φρανσέσκα. Κοντά στη σκηνική τους χημεία έρχονται και οι νέες αξιοσημείωτες είσοδοι. Η Λυγερή Μητροπούλου να εντυπωσιάζει με τη βαθύτητα και την αλήθεια που ερμηνεύει την Καμίλ Κλωντέλ, ένα πλάσμα καταδικασμένο ανάμεσα στην τρέλα του έρωτα, της τέχνης και την τρέλα του νου. Αλλά και ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος στο ρόλο του Πάολο Μαλατέστα να αποκαλύπτει πως κι εδώ υπάρχει σοβαρό υλικό προς αξιοποίηση. Η σύντομη, και από οθόνης, παρουσία της Λυδίας Φωτοπούλου, ως μια φασματική, συμπαντική περσόνα, λάμπει δια της εμπειρίας της.
Η μουσικήΑγγίζει σχεδόν τα όρια της κλασικής δημιουργίας η υφολογία της μουσικής που υπογράφει ο Θοδωρής Οικονόμου για το νέο έργο του Γιάννη Καλαβριανού. Και πως αλλιώς όταν συνοδοιπορεί στην αφήγηση δύο «παλιών» ερωτικών ιστοριών, επιτυγχάνοντας να φορτίσει το συναίσθημα και τη συγκίνηση που φέρει ο λόγος και οι ερμηνείες της παράστασης.
Είναι συλειτουργία πολλών παραγόντων το αισθητικό αποτέλεσμα της παράστασης. Αφενός τα ολόλευκα κοστούμια εποχής της Βάνας Γιαννούλα – αναφορά στο γύψινο πρόπλασμα της «Πύλης της Κόλασης» – αφετέρου τα σκηνικά βάθρα της Μαρίας Καραθάνου, ο σχεδιασμός των βίντεο του Βασίλη Κοντούρη ως μια πιο οντολογική υπόμνηση, οι φωτισμοί της Εβίνας Βασιλακοπούλου που υπερτονίζουν το στοιχείο της λευκότητας. Και σε όλα αυτά προστίθεται η κινησιολογία (όπως προαναφέρθηκε) της Μαριάννας Καβαλλιεράτου όπου τα σώματα των ηθοποιών έχουν την καλαισθησία γλυπτών και ζωγραφικών έργων.
Ουδέν σχόλιο.
Το άθροισμα (=)Ο Γιάννης Καλαβριανός στην πιο παραγωγική συγγραφικά και σκηνοθετικά στιγμή του.