Την εβδομάδα που πέρασε πήγαμε θέατρο και σινεμά, κάναμε βόλτες στην πόλη, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και όσα κρατήσαμε θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Είδα το “Blue Train” στο Θέατρο ΆλμαΔύο μήνες πριν έκλεισα τα 30. Κακά τα ψέματα, η ηλικία αυτή αποτελεί μία ηλικία – σταθμό και όχι τόσο γιατί αρχίζεις να παρατηρείς τις πρώτες λευκές τρίχες, όσο γιατί συχνά δεν προλαβαίνεις να μετράς αβεβαιότητες. Από τη μία αισθάνεσαι ότι ο χρόνος κυλά γρηγορότερα – κάτι που σε κάνει συχνά να αναρωτιέσαι αν έχεις πετύχει όλα όσα ήθελες μέχρι σήμερα – ενώ από την άλλη οι προσδοκίες των άλλων (εννοείται και οι δικές σου), δημιουργούν μία αχρείαστη σίγουρα και, φυσικά, ψυχοφθόρα πίεση. Αυτό το συχνά επίπονο ταξίδι προς την ουσιαστική ενηλικίωση με τις άπειρες σκέψεις για το μέλλον και μια παράλληλη αναζήτηση του σκοπού της (δικής σου) ζωής, σε μια κομβική ηλικία που καλείσαι να πάρεις αποφάσεις γι’ αυτή μόνο και μόνο γιατί είσαι σε μια ηλικία που στερεοτυπικά θα έπρεπε να τις έχει ήδη πάρει, έρχεται να σου αφηγηθεί το “Blue Train”. Ένα απόλυτα σημερινό κείμενο γραμμένο με τρυφερότητα αλλά και χιούμορ από τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο. Ο κεντρικός του ήρως είναι ο Μιχάλης (Σπύρος Χατζηαγγελάκης), ο οποίος λίγο πριν τα 45α του γενέθλια βιώνει τη δική του υπαρξιακή κρίση με ένα «παιδί» παγιδευμένο μέσα του να αρνείται να μεγαλώσει αποδεχόμενο τις κοινωνικές συμβάσεις που φέρνει η ζωή σε αυτή την ηλικία. Από το νεφελώδες αυτό σύμπαν του ήρωα μπαινοβγαίνουν άνθρωποι του παρελθόντος αλλά και του παρόντος του, οι οποίοι θέλοντας ή μη τον φέρνουν όλο και περισσότερο αντιμέτωπο με την πραγματικότητα και τις ευθύνες του.
Το έργο, αν και queer drama, αφορά ουσιαστικά περισσότερο μια ολόκληρη γενιά (συχνά καταπιεσμένων) ανθρώπων που παλεύει να βρει τη δική της ισορροπία ανάμεσα σε «πρέπει» και «θέλω», που αναζητά την ευτυχία μέσα από την πολυπόθητη ψυχική ηρεμία και γαλήνη, συχνά πολεμώντας την μοναξιά που καμιά φορά φέρνουν οι κόντρα επιλογές. Αν είσαι μεταξύ 30-40 η ιστορία αυτή θα σε αφορά σίγουρα λίγο παραπάνω, αφού σίγουρα θα εντοπίσεις στοιχεία από τις δικές σου σκέψεις, αναζητήσεις, επιλογές στη ζωή. Και μην ανησυχείς, δεν θα «βουλιάξεις», αλλά θα (χαμο)γελάσεις με αυτά – και στην τελική, ας απενοχοποιήσουμε και κάποια πράγματα σε αυτή τη ζωή!
Να αναφέρω πως τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Γιώργος Σουλεϊμάν και πρωταγωνιστούν (στο πλευρό του Χατζηαγγελάκη) οι Γιώργος Μπένος, Αναστασία Στυλιανίδη, Γιάννης Τσουμαράκης και Μαρία Αλιφέρη – όλοι τους υπέροχοι εξυπηρετώντας έναν διαφορετικό ρόλο (κυριολεκτικά και μεταφορικά) στη ζωή του Μιχάλη και που λίγο-πολύ όλοι έχουν τα δίκια τους ο καθένας από την πλευρά του.
Ευδοκία Βαζούκη
Για όσους δεν έχετε δει την πρώτη σεζόν να ξεκινήσετε οπωσδήποτε με αυτή. Θα απολαύσετε σε binge τη δεύτερη – και πολύ ανανεωμένη σεζόν- δυστοπικής φαντασίας βασισμένης στα βιβλία του Hugh Howey χωρίς να περιμένετε βασανιστικά κάθε επεισόδιο βδομάδα προς βδομάδα. Ο κόσμος των Silo, υπόγειων bunkers, είναι ένας από τους καλύτερους μυθοπλαστικούς κόσμους στην τηλεόραση αυτή τη στιγμή, αφού οι πληθυσμοί τους ζουν με διάφορους κανονισμούς για γενεές μέσα σε αυτά, πιστεύοντας ότι υπάρχουν για να τους προστατεύουν από τον τοξικό και κατεστραμμένο κόσμο στην επιφάνεια. Η Rebecca Ferguson στον δυναμικό ρόλο της Juliette Nichols αναλαμβάνει ένα πολύ δύσκολο έργο στη δεύτερη σεζόν, μαγεύει τη κάμερα και εξελίσσει την ηρωίδα, που περνάει τα πάνδεινα, όσο εξελίξεις στο κύριο Silo παίρνουν μια πολιτική χροιά με έντονο κοινωνικοπολιτικό σχόλιο υπό το πρίσμα της δυστοπίας. Ο Tim Robbins ως πρόεδρος του Silo απογειώνει τον ρόλο του στη δεύτερη σεζόν, τσαλακώνοντας τoν Bernard και δημιουργώντας μια φιγούρα πραγματικού ύπουλου villain. Στις πολύ θετικές εκπλήξεις της σεζόν, η προσθήκη του Steve Zahn ως Solo, που συγκινεί στο επεισόδιο 9 και 10. Μαζί με εκείνον, το μυστήριο του Lucas, του Avi Nash, δίνουν βάθος και δημιουργούν τον κόσμο και το λεξιλόγιό του. Η τρίτη και η τέταρτη σεζόν πήραν πράσινο φως, οπότε προβλέπεται χαμός. Αν δε σας πείθω, σε κάθε περίπτωση, μη χάσετε τα βιβλία του Hugh Howey, που εκτός από πολύ καλογραμμένα και τεράστια είναι εξαιρετικά λεπτομερή και εμβυθιστικά στον κόσμο, που πολλοί έχουν χαρακτηρίσει δεύτερα Hunger Games.
Λίνα Ρόκα
Λένε πως οι άνθρωποι που φεύγουν, εκείνοι που πεθαίνουν, θα μας στοιχειώνουν για πάντα. Τι κι αν συμβαίνει το αντίθετο; Τι κι αν η απώλεια και το πένθος μας είναι το μοναδικό πράγμα που στέκεται ανάμεσα στην κάθαρση – τη δική τους και τη δική μας; Τι κι αν η κόλαση και ο παράδεισος δεν διαφέρουν, και στο ενδιάμεσο η ζωή συνεχίζεται για όλους – κυρίως για εκείνους που πεθαίνουν;
Μόνο που εκείνοι είναι καταδικασμένοι να ζουν τις μνήμες μας, τα «θέλω» μας και τα ανεκπλήρωτά μας για πάντα, ό,τι κι αν σημαίνει το «για πάντα».
Είδα το «Arcadia» αυτή την εβδομάδα, την ταινία του Γιώργου Ζώη, που εκτός από εξαιρετική φωτογραφία, cast (μεταξύ άλλων Αγγελική Παπούλια, Βαγγέλης Μουρίκης, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, Έλενα Τοπαλίδου κ.α.) και μουσική επιμέλεια, μου έδωσε πολλά να σκεφτώ. Ή μάλλον, μου έδειξε κάτι που δεν ήξερα πως υπάρχει – μια ιδέα που δεν είχε κανείς πριν ή που εγώ δεν την είχα δει.
Αγάπησα πολύ τον κινηματογράφο το ’24, και το «Arcadia» συμπληρώνει όλους τους λόγους γιατί. Η ταινία βγαίνει στις αίθουσες στις 23/1 και σας προτείνω να πάτε να τη δείτε, γιατί τελικά, όντως, οι άνθρωποι μας που έφυγαν ζουν μέσα μας – για πάντα, μέχρι να τους αφήσουμε ελεύθερους.
Μαρία Βαλτζάκη
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Και ναι, μπορούμε επιτέλους να το παινευτούμε, οι ευχές μας για μια ομορφότερη χρονιά και για ένα πιο «ειρηνικό 2025» φαίνεται πως αυτή τη φορά έπιασαν τόπο και δεν έμειναν απλά ως το κλασικό πρωτοχρονιάτικο κλισέ. Κρατάω βέβαια μικρό καλάθι, αλλά ποιος μπορεί να μείνει ασυγκίνητος στη θέα των μικρών παιδιών που πανηγυρίζουν στο άκουσμα της πολυπόθητης εκεχειρίας στη Γάζα; Αθώα παιδικά βλέμματα που στερήθηκαν τη ξεγνοιασιά και έζησαν τη φρίκη σε όλο της το μεγαλείο. Σε κάποια από αυτά οι συνέπειες του αιματηρού πολέμου είναι δυστυχώς μη αναστρέψιμες-μιλώντας για την απώλεια τον γονέων τους κυρίως, αλλά και για το μέγεθος των ψυχικών τραυμάτων που φέρει μια τέτοια σύρραξη-ωστόσο πλέον έχουμε την ευκαιρία να προσευχηθούμε όλες αυτές οι ψυχούλες που άντεξαν να έχουν μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή. Ουσιαστική, ειρηνική και πάνω από όλα Ανθρώπινη.
Αυτήν την εβδομάδα αποχαιρετίσαμε ακόμη μία εμβληματική καλλιτεχνική προσωπικότητα. Όπως βέβαια παρατηρήσατε, δεν κατατάσσω την είδηση στα (-), αλλά στα (+). Και αυτό γιατί διαβάζοντας τίτλους όπως «φτωχότερη η έβδομη τέχνη με την απώλεια του Ντέιβιντ Λιντς», θα επιλέξω να πω «πλουσιότερη η έβδομη τέχνη με την ύπαρξη του Ντέιβιντ Λιντς». Με την τύχη να έρθει σε αυτόν τον κόσμο και να μοιραστεί με όλους εμάς το μεγάλο χάρισμα που του έδωσε απλόχερα ο Θεός. Ευγνωμοσύνη λοιπόν για τη μεγάλη παρακαταθήκη που μας αφήνει, με την ελπίδα πως από ψηλά θα θαυμάζει όσα άφησε πίσω του…
Μιλένα Αργυροπούλου
Η μουσική του Λουκιανού Κηλαηδόνη είναι για εμένα τα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας. Τα τοπία που περνάνε από το παράθυρο του αυτοκινήτου των γονιών μου στον δρόμο για την παραλία. Την ίδια αυτή αίσθηση καλοκαιρινής ανεμελιάς μου έδωσε μέσα στον χειμώνα το live της Μαρίας Κηλαηδόνη στο θρυλικό «Πατάρι», τη μουσική σκηνή που δημιούργησε ο πατέρας της και που φέτος λειτουργεί ξανά, για πρώτη φορά μετά από 15 χρόνια. Το Σάββατο το βράδυ λοιπόν, όπως και κάθε Σάββατο, η υπέροχη Μαρία Κηλαηδόνη και οι ταλαντούχοι μουσικοί της έστησαν ένα μικρό πάρτι με τραγούδια του Johnny Cash και του Elvis, με Γιοκαρίνη, Καρβέλα και διάφορα 80’s hits ανακατεμένα με αγαπημένα κομμάτια του Λουκιανού και φυσικά της ίδιας της Μαρίας. Με μουσική υπόκρουση αυτό το απρόβλεπτο playlist γίναμε όλοι μια παρέα, γελάσαμε, χορέψαμε αλλά και συγκινηθήκαμε.
Η αίσθηση που αφήνει αυτό το πάρτι – οι στίχοι των τραγουδιών, οι ιστορίες που τα προλογίζουν, η συμπεριφορά και η φιλοσοφία των ανθρώπων του χώρου, από αυτούς που ανεβαίνουν στη σκηνή μέχρι αυτούς που σερβίρουν τα ποτά- είναι ένας ύμνος στην ξεγνοιασιά. Μια υπενθύμιση να μην παίρνουμε τα πράγματα πολύ στα σοβαρά, να σπάμε πλάκα με τις δυσκολίες, να λέμε «δεν πειράζει» και να προχωράμε παρακάτω. Και καλώς ή κακώς οι ζωές μας είναι γεμάτη στιγμές που αυτή την υπενθύμιση την έχουμε πολύ ανάγκη.
Ιωάννα Λυκουροπούλου