Ανεβαίνεις την Πανεπιστημίου, αμίλητη, με πρησμένα μάτια και κόκκινη μύτη. Αν δεν είχε τόσο κρύο, θα ήταν ξεκάθαρο για τους περαστικούς πως έκλαιγες για ώρα. Καμιά πρωτοτυπία. Οι περισσότεροι που βγαίνουν από το -1 του Rex στο Εθνικό Θέατρο, εμφανίζουν παρόμοια εικόνα με τη δική σου. Τα ρουθουνίσματα, το αυτοκόλλητο από τα χαρτομάντηλα που άνοιγε κάθε τόσο, οι λυγμοί που συντονίζονταν με τα λόγια των ηθοποιών ή διέκοπταν τις σιωπές τους είχαν ξεκινήσει από τα πρώτα λεπτά της παράστασης: «Μα Γκράν’μα» σε κείμενο και σκηνοθεσία του Δημήτρη Χαραλαμπόπουλου. Ένας φόρος τιμής στην εκλιπούσα γιαγιά του δημιουργού, αλλά και σε κάθε εκλιπούσα γιαγιά, σε κάθε προσωπική απώλεια, στο τραύμα κάθε αρρώστιας, στον πόνο καθενός που έχει επώδυνο, μοναχικό τέλος, στο πένθος για ο,τιδήποτε αγαπημένο χάνεται ή χάθηκε, για την αγάπη που δεν τελειώνει μαζί με το σώμα που πεθαίνει.
Χωρίς δάκρυαΑυτό δεν είναι ένα κείμενο που σκοπεύει να μιλήσει για τις εντυπώσεις μιας παράστασης. Άδικο, ίσως, για τον δημιουργό του Δημήτρη Χαραλαμπόπουλο που έγραψε και σκηνοθέτησε το πρώτο του έργο, τους πέντε ηθοποιούς του και τους καλούς συντελεστές του εγχειρήματος. Έτσι κι αλλιώς πιστεύω πως η περίπτωση του νεαρού σκηνοθέτη θα μας απασχολήσει στο μέλλον, για λόγους προοπτικής. Αυτό το κείμενο, ωστόσο, γράφεται για την σπάνια δυνατότητα του θεάτρου να ανακαλέσει μια συναισθηματική περιοχή που, στις μέρες μας, έχουμε λοβοτομήσει: Την αγνή συγκίνηση, ακριβέστερα το αγνό πένθος. Είμαστε γεμάτοι θλίψη, συχνά απελπιζόμαστε και ασφυκτιούμε, η καθημερινότητα εγχώρια και παγκόσμια, μας καταπιέζει αφόρητα – αλλά όχι, τα δάκρυα έχουν στερέψει. Και μάλλον, δεν είναι δικό μας προνόμιο.
Ειδικά στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, η θλίψη για έναν διάσημο θάνατο δεν είναι παρά υπόθεση ενός ημερήσιου scroll down, ενός τεθλιμμένου post. Οι περισσότεροι διεκδικούμε μια δημόσια σύνδεση με κάποιον που πεθαίνει (λιγότερο, αρκετά ή πολύ αναγνωρίσιμο) αλλά σπάνια εντρυφούμε σε μια προσωπική σύνδεση με το θρηνητικό συναίσθημα μιας ολόδικης μας απώλειας.
Εκείνο το βράδυ της Τετάρτης, στο υπόγειο της Πειραματικής Σκηνής, συνέβη μια παράδοξη ομοφωνία, λες και η παράσταση απελευθέρωνε μια κοινή μνήμη που περίμενε να την κλάψουμε όπως της άξιζε. Κι όπως έμαθα συνέβη κι άλλα βράδια πριν και μετά από αυτό. Ασφαλώς, η θεματική του «Μα Γκράν’μα» είναι ξεκάθαρα στοχευμένη. Δεν είναι τυχαίο πως ανάμεσα σε εκείνες κι εκείνους που πλάνταξαν στο κλάμα (κυριολεκτώ) ήταν θεατές όχι μεγαλύτεροι των 20-22 ετών και, φαντάζομαι πως, γι’ αυτούς η πρώτη απώλεια της ζωής τους ταυτίζεται με την παρουσία – απουσία μιας αγαπημένης γιαγιάς, ενός αγαπημένου παππού.
Κοινοτική εμπειρίαΠαρόλα αυτά, διαισθάνομαι ότι σε αυτό το συμβάν διακυβεύεται κάτι μεγαλύτερο, σπουδαιότερο. Το θέατρο, από τη φύση του, μας αναγκάζει να μείνουμε θεατές με την έννοια πως μας δεσμεύει για ένα εύλογο διάστημα στη θέση μας, αναγκάζοντας μας, με έναν τρόπο, να αντιμετωπίσουμε μια συνθήκη με συνέπεια. Στην προκειμένη περίπτωση, η θεατρική λειτουργία φανερώνεται ως ‘επιβεβλημένος’ χρόνος συνειδητοποίησης, μια πρακτική που φαίνεται πως έχουμε εγκαταλείψει στην ‘κανονική’ ζωή. Αναρωτηθείτε: Χωράει ο θρήνος σε μια πολυάσχολη μέρα που ξοδεύεται στο κυνηγητό της αποτελεσματικότητας, της αποδοτικότητας, της δυναμικής, του ατομισμού; Περισσεύουν τα «όχι». Αντίθετα, το θέατρο είναι μια κοινοτική κατάσταση – από τις ελάχιστες που έχουν απομείνει ανέπαφες μέσα στον σύγχρονο τρόπο ζωής. Και μαντέψτε: Το πένθος έχει ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά.
Κινώντας το συναίσθημαΟι αντιδράσεις του κοινού του «Μα Γκράν’μα» ήταν έντονες, αλλά προφανώς όχι μοναδικές. Η περσινή απόπειρα του Ηλία Κουνέλα να μεταφέρει την εμπειρία του από τους ασθενείς τελικού σταδίου που επισκεπτόταν για χρόνια στο πλαίσιο της θεατρικής δράσης «Επισκεπτήριο» εξελίχθηκε σε μια παράσταση σπάνιας ψυχικής έντασης, στο «Θα έχει τα μάτια σου». Τα «Ερωτευμένα άλογα» της Ελένης Ευθυμίου όπου άτομα με αναπηρία ομολογούσαν το δικαίωμα τους στην ερωτική επιθυμία προκάλεσε επίσης γερές δονήσεις στο κοινό της. Κι αν γυρίσουμε ακόμα πιο πίσω, η «Γκόλφω» του Νίκου Καραθάνου κατάφερνε να συνδυάσει το σπουδαίο θέατρο με το βαθύ λυγμό του.
Ούτε επιμελής καταγραφή, ούτε κοινωνικό σχόλιο επιχειρείται εδώ. Απλώς, με μάτια παρατηρητικά, ζώντας στην εποχή της αγοράς, της ταχύτητας, του πληθωρισμού, θύμα των οποίων είναι ξεκάθαρα και το θέατρο (αλήθεια, πόσες φορές έχουμε ακούσει φέτος για τα πολυλάλητα sold out;) οι παραστάσεις που καταφέρνουν να μας συγκινούν αληθινά έχουν, σίγουρα, μια παραπάνω αξία.