Σε μία από τις τελευταίες ξεναγήσεις στο ΕΜΣΤ που κάναμε με τη σχολή μου, Καλών Τεχνών, θυμάμαι χαρακτηριστικά να μας λέει η κυρία που έκανε την ξενάγηση πως «..ο στόχος του ΕΜΣΤ για εμάς είναι να γίνει ένα κέντρο της σύγχρονης τέχνης, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για τον κόσμο, και κυρίως για τα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο γενικότερα». Αυτό το είδα να απλώνεται μπροστά μου τα τελευταία χρόνια, με τις επιλογές των καλλιτεχνών και των εκθέσεων, τα έργα που αγόραζε ή έρχονταν στην κατοχή του μουσείου, και μία γενικότερη “προτίμηση” στο παγκόσμιο και όχι απαραίτητα στο τοπικό.
Εδώ ανοίγει μία μεγάλη συζήτηση σχετικά με την έννοια του “Εθνικού Μουσείου” Σύγχρονης Τέχνης και την επιλογή του ΕΜΣΤ να ακολουθήσει έναν ανεξάρτητο και διεθνή, αν θέλετε, δρόμο. Οι απόψεις ποικίλλουν και οι συζητήσεις πληθαίνουν γύρω από το ζήτημα, και κυρίως γύρω από τη σύγχρονη τέχνη. Για μένα, ανεξαρτήτως της “πλευράς” που στέκεται κάποιος, το νόημα θα είναι πάντα η τέχνη. Οι συζητήσεις και οι απόψεις, όταν είναι παραγωγικές, μόνο αλλαγή – και μάλιστα θετική – μπορούν να φέρουν. Όπως προείπα, όμως, αυτή είναι μία μεγάλη συζήτηση, που ίσως κάποια στιγμή αξίζει να την κάνουμε, αλλά όχι τώρα.
Για τώρα θα ήθελα πολύ να σας μιλήσω για κάτι άλλο. Για το πώς αυτό το όραμα του ΕΜΣΤ να αποτελεί μέρος και μάλιστα κέντρο της γενικότερης συζήτησης της σύγχρονης τέχνης στα Βαλκάνια, τη Νότια Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο έρχεται να ανυψώσει, κατά κάποιο τρόπο, τον ολόφρεσκο περιοδικό για τη σύγχρονη τέχνη με τον έντονo και τρομερά brat (για να μιλήσω και λίγο με τη γλώσσα του internet) τίτλο «Χταπόδι» ή «Octopus».
Το «Χταπόδι» είναι ένα διαδικτυακό περιοδικό Ιστορίας και Θεωρίας της Σύγχρονης Τέχνης που θα κυκλοφορεί δύο φορές τον χρόνο, σε δύο γλώσσες: ελληνικά και αγγλικά. Τα εξαμηνιαία τεύχη του θα είναι θεματικά και θα περιλαμβάνουν έργα, κείμενα και, γενικότερα, τη δουλειά διαφόρων μορφών της καλλιτεχνικής κοινότητας που θα έχουν κάτι να πουν πάνω στο ζήτημα του εκάστοτε τεύχους.
Κάθε έκδοση του περιοδικού θα έχει έναν διαφορετικό guest αρχισυντάκτη, ενώ τόσο το περιεχόμενο όσο και οι «φωνές» που θα ακούγονται στις διαδικτυακές του σελίδες θα ποικίλουν. Από καλλιτέχνες, επιμελητές, ιστορικούς, συγγραφείς και ανθρώπους του πνεύματος, μέχρι θεωρητικούς από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Ωστόσο πάντα θα υπάρχει μία μικρή σύνδεση και σχέση τον θεματικών ή γενικά του περιοδικού με το ευρύτερο πρόγραμμα και τις εκθέσεις του Μουσείου.
Αυτή η ανάγκη για επιρροές και επίδραση εκτός των ορίων της χώρας μας φαίνεται να είναι εξαιρετικά σημαντική για το νεοσύστατο αυτό περιοδικό, αλλά και για το ίδιο το ΕΜΣΤ. Οι γεωπολιτικές συνθήκες της Μεσογείου, οι πολιτειακές και πολιτικές συνθήκες της Ευρώπης και του κόσμου γενικότερα, η απειλή που πλέον είναι εμφανής στην ελευθερία της έκφρασης, όπως και η ιστορία, το παρελθόν και το μέλλον του κόσμου – όχι μόνο της τέχνης – είναι μερικοί μόνο από τους λόγους που εγώ μπορώ να εντοπίσω και «δικαιολογούν» (αν και ίσως δεν είναι η σωστή λέξη) αυτή την επιλογή του ΕΜΣΤ. Η απόφαση του μουσείου να βγει από τα εθνικά όρια, να γίνει μέρος ενός ευρύτερου συνόλου και να είναι ενεργό μέλος στη συζήτηση για τη σύγχρονη τέχνη και την επίδραση που αυτή είχε και έχει στην απλή ζωή μας, είναι κάτι παραπάνω από καίρια.
Στη διεύθυνση του περιοδικού βρίσκεται η διευθύντρια του ΕΜΣΤ, Κατερίνα Γρέγου, ενώ την αρχισυνταξία θα μοιράζεται, σε κάθε τεύχος, με έναν διαφορετικό εκλεκτό καλεσμένο, ο Θεόφιλος Τραμπούλης. Σύμβουλος έκδοσης είναι η Ιόλη Τζανετάκη. Οι Nowhere Design είναι υπεύθυνοι για τον συνολικό σχεδιασμό του περιοδικού. Όλοι οι υπόλοιποι ταλαντούχοι άνθρωποι που γίνονται συντάκτες και αρθρογράφοι δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο αν θα παραμείνουν μόνιμοι ή αν θα αλλάζουν σε κάθε τεύχος, ώστε να ακούγονται περισσότερες φωνές. Όπως και να έχει, όμως, θα είναι ενδιαφέρον να ακούς ανθρώπους που έχουν να πουν πολλά, είχαν πει πολλά και θα λένε πάντα κάτι που αξίζει να διαβάσεις – ασχέτως αν συμφωνείς μαζί τους ή όχι.
Στον αέρα το πρώτο τεύχος Χειμώνας 2024: «Πολιτιστική και πολιτική μνήμη του HIV» – guest Editor-in-Chief Juliet JacquesΓια τις πρώτες συστάσεις στο ευρύ κοινό, το «Χταπόδι» επέλεξε ως θέμα του να τιμήσει την επίδραση και το αποτύπωμα, αν θέλετε, πολιτιστικά και πολιτικά, που είχε ο ιός HIV στη ζωή και πώς αποτυπώθηκε στην τέχνη. Άλλωστε, αν κάποιος κοιτάξει τα έργα τέχνης, τα κινήματα και τους ανθρώπους-καλλιτέχνες μιας εποχής, θα εντοπίσει σχεδόν αμέσως το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι εκείνης της περιόδου. Η τέχνη είναι και εκείνη μία διαφορετική μορφή ιστορίας ή τουλάχιστον μπορεί να γίνει και αυτό.
Όπως και να έχει, η ομάδα του περιοδικού και του ΕΜΣΤ, έστρεψε το βλέμμα της στην προηγούμενη έκθεση που φιλοξενούνταν στους χώρους του μουσείου, “Modern Love” (Η αγάπη στα χρόνια της ψυχρής οικειότητας) – μία ωδή στον έρωτα και την αγάπη και πώς εκείνη έχει αλλάξει, μεταμορφωθεί ή δυσκολέψει λόγω του διαδικτύου, των social media και γενικά όλων των μέσων που μπαίνουν ανάμεσα στις σχέσεις των ανθρώπων, τόσο λόγω συνθηκών όσο και λόγω απόστασης – χιλιομετρικής αλλά και συναισθηματικής. Το ζήτημα του HIV ήταν από εκείνα που είχαν απασχολήσει κάποιους καλλιτέχνες της έκθεσης. Πώς θα γινόταν αλλιώς, άλλωστε; Ο ιός ήταν από τα πρώτα πράγματα που μπήκαν ανάμεσα στη “γυμνή” σχέση δύο ανθρώπων, και ίσως δημιουργήθηκε για πρώτη φορά ο φόβος για τον έρωτα – γνώριμο συναίσθημα πλέον. Είναι ένα σημαντικό ζήτημα, όχι μόνο για την queer κοινότητα αλλά για την ανθρώπινη. Παγκοσμίου φήμης εκθέσεις επανεξέταζαν, ή καλύτερα φώτιζαν ξανά, το ζήτημα του HIV και του AIDS την ίδια περίοδο με την έκθεση του ΕΜΣΤ (π.χ. Exposé·es στο Palais de Tokyo, σε επιμέλεια της Élisabeth Lebovici, 2023). Όποτε, στην αναζήτηση θέματος, η επιλογή ήταν μάλλον πετυχημένη – ίσως και εύκολη, αλλά αυτή η λέξη είναι λίγο αταίριαστη, γενικά για την τέχνη.
Ως πρώτη καλεσμένη για τη θέση του/της αρχισυντάκτη/-τριας, η ομάδα του ΕΜΣΤ έδωσε τις “σελίδες” του περιοδικού στα εξαιρετικά έμπειρα χέρια της τρανς συγγραφέως, δημοσιογράφου, καλλιτέχνιδας και ακτιβίστριας Juliet Jaques, η οποία συμμετείχε στην έκθεση “Modern Love” με ένα video art με τίτλο “You Will Be Free” (2017). Η προσωπική της εμπειρία, αλλά και η επαγγελματική κατάρτιση, καθώς και η “στενή σχέση” της και η κατανόηση του ζητήματος που είχε επιλέξει το ΕΜΣΤ για το πρώτο τεύχος του Χταποδιού, την καθιστούν μία εξαιρετική επιλογή. Η επιλογή της ήταν να διευρύνει γεωγραφικά, αλλά και με κάθε άλλο τρόπο, τη συζήτηση και την ιστορική αναδρομή γύρω από τον ιό και την ιστορία του. Για αυτό, μαζί με τους συντάκτες, τις ιστορίες και την τέχνη τους, μας ταξιδεύει από τη Βρετανία και το Παρίσι μέχρι το Βερολίνο και τη Νέα Υόρκη, ψηλαφώντας τις μνήμες και τις εμπειρίες που άφησαν οι στιγμές και οι επιλογές εκείνων των χρόνων σε κοινωνικοπολιτικό και καλλιτεχνικό επίπεδο.
Δεν θέλω να μαρτυρήσω πολλά για τη θεματολογία, τις επιλογές και τη μαεστρία, στην πραγματικότητα, των κειμένων του 1ου τεύχους – γιατί ο στόχος είναι να πάτε και να το διαβάσετε. Όμως, για να έχετε μία λίγο πιο ολοκληρωμένη ματιά και να καταλάβετε λίγο γιατί αυτή η ενέργεια είναι από τα καλύτερα πράγματα που συνέβησαν στον χώρο της σύγχρονης τέχνης και με αφορμή την τέχνη στη τωρινή Ελλάδα, θα σας δώσω μία γεύση του γιατί θέλετε να διαβάσετε τις “σελίδες” του πρώτου «OCTOPUS».
Στο “άτυπο” πρώτο μισό του περιεχομένου, κατά γενική ομολογία, βλέπουμε το AIDS με μια παγκόσμια οπτική, ενώ στο δεύτερο μισό εστιάζουμε λίγο περισσότερο στις ελληνικές του αποχρώσεις. Η αρχισυντάκτρια Juliet Jacques, στο ατομικό της κείμενο, μιλάει για την ιστορία του AIDS σε “συζήτηση” με την τρανς ιστορία των σύγχρονων ετών. Κάνει μια ανάλυση του έργου της «You Will Be Free» (2017) και, μ’ έναν εξαιρετικό τρόπο, προσφέρει μια θεσμική και πολιτική ανάλυση γύρω από τα τρανς άτομα και το θέμα του κοινωνικού φύλου, μέσα από τις κοινωνίες των ημερών μας, και κυρίως τη βρετανική. Σε ένα επόμενο κείμενο, συνομιλεί η ίδια με την Elizabeth Lebovici για την επίδραση των εκθέσεων και της τέχνης στην ίδια την ιστορία των ανθρώπων και του HIV. Συζητούν για τέχνη, ιστορία, μνήμες, εκθέσεις και εμπειρίες, καθώς και για το πώς «κάθε φορά που μια ντουλάπα ανοίγει, πολλές άλλες κλείνουν».
Ο Ben Miller ασχολείται, στο δικό του κομμάτι, με τους γκέι άντρες, το σεξ και το AIDS – κατανεμημένα με όποια σειρά φανταστείτε. Κυρίως, όμως, κάνει ένα αφιέρωμα στον “queer, ασεβή και ευτυχισμένο μέχρι το τέλος” Jürgen Baldiga. Ο Max Fox ρίχνει φως – για εμάς – στην κοινωνική, καλλιτεχνική, πολιτική και ιστορική φυσιογνωμία του Kiyoshi Kuromiya, με μια σχεδόν ημερολογιακή προσέγγιση. Η Ιόλη Τζανετάκη κλείνει την άτυπη ενότητα “εκτός συνόρων” με μια συνέντευξη της καλλιτέχνιδας Lola Flash και των χρωματικά επεξεργασμένων στον σκοτεινό θάλαμο παλιών φωτογραφιών της – και όχι μόνο.
Ο Δημήτρης Παπανικολάου περνώντας σε πιο “εθνικό” mood (αστειευόμενη, φυσικά), μιλάει εκτενώς για το “ArcHIVing”, τη Θετική Φωνή και την αρχειοθέτηση “της σιωπής” ή αλλιώς της επιδημίας του HIV/AIDS στην Ελλάδα. Ο Γιώργος Σαμπατάκης δίνει χώρο για τη συζήτηση σχετικά με τη λογοτεχνία και το AIDS στην ελληνική σκηνή, με κείμενα που, όπως τα χαρακτήρισε εξαιρετικά, είναι για πολλούς – ίσως και για “όλους” – «αόρατα».
Η Μαρή Σπανουδάκη αναλύει τη σεξουαλική ελευθερία της έκφρασης την περίοδο που έκανε την εμφάνισή του ο ιός στην χώρα, στη ζωή και τα έργα τέχνης αυτής. Τέλος, ο Πάνος Φουρτουλάκης κλείνει το πρώτο τεύχος του «Χταποδιού» ίσως με τον καλύτερο τρόπο: με μία καταγραφή του μοναδικού έγκυρου τρόπου που έχει κάποιος νέος για να μάθει, να δει και ίσως να αγγίξει εκείνη την αποκομμένη περίοδο του AIDS/HIV στην Ελλάδα. Περιοδικά, φάνζιν και μνήμες ανθρώπων που έζησαν τη ζωή τότε – την Αθήνα τότε.
Επιπρόσθετα, το «Θαλάμι» ή «OCTOPUS Garden» είναι κάτι σαν ένα εξελιγμένο ένθετο εφημερίδας, αν και αυτός είναι ένας πολύ ελεύθερα δοσμένος ορισμός. Video talks, podcast και γενικά οτιδήποτε έξτρα θα βρίσκεται σε εκείνη την έξτρα ενότητα του περιοδικού με το γοητευτικό όνομα. Προς το παρόν, υπάρχει μία εικονογραφημένη ιστορία του Δημήτρη Παπαϊωάννου και του Αλέξη Μπίστικα με τίτλο «Οι κόκκινες κηλίδες στο δέρμα σου», καθώς και ένα βιογραφικό κείμενο των Μαρίας Κλωνάρη – Κατερίνας Θωμαδάκη.
Πολύ ειλικρινά, απλά πηγαίνετε να διαβάσετε το «Χταπόδι». Και αυτό δεν το λέω επειδή πρέπει να το πω – το λέω γιατί έχω καιρό να δω και να εκτιμήσω μία καλοφτιαγμένη ενέργεια με προσπάθεια, έρευνα, πολυπλευρικότητα και ενδιαφέρον για την τέχνη στην Ελλάδα. Συγγνώμη, για την σύγχρονη τέχνη στην Ελλάδα. Γενικά, η συγκεκριμένη ορολογία και κατηγορία έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που, από άποψη χρονική, και όχι μόνο, είναι τρομερά δύσκολο να την προσδιορίσεις (στην Καλών Τεχνών ακόμη ζοριζόμαστε). Όσο, όμως, περίπλοκη και ευρεία κι αν είναι η λέξη “σύγχρονη” μπροστά από το “τέχνη”, και όσο πιο περίπλοκα κάνει τα πράγματα ο χαρακτηρισμός “εθνικό” και η κατάληξη “μουσείο” σε αυτή τη “σύμπτυξη”, το «Χταπόδι» βγάζει όντως νόημα, έχει πράγματα να πει, και έναν έξυπνο τρόπο να τα μοιραστεί και μάλιστα δωρεάν, χωρίς συνδρομή και σε ηλεκτρονική μορφή. Και ναι, όσο και να αγαπώ το έντυπο τύπο όλα τα παραπάνω είναι προτερήματα. Εγώ, πάντως, θα περιμένω εναγωνίως το επόμενο του τεύχος, το οποίο – αν κρίνω από την έκθεση που ακόμα γεμίζει τους τοίχους του ΕΜΣΤ και την κατεύθυνση που έχει πάρει η συλλογή του – προβλέπεται τρομερά ενδιαφέρον, πληθωρικό, και γεμάτο σύγχρονη τέχνη.
Το «ΧΤΑΠΟΔΙ» ή «OCTOPUS» μπορείτε να το βρείτε εδώ.