Συν & Πλην: «Η Ορέστεια του Στρίντμπεργκ» στο θέατρο Άνεσις
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την «Ορέστεια του Στρίντμπεργκ» σε σκηνοθεσία Λένας Κιτσοπούλου που ανεβαίνει στο θέατρο ‘Ανεσις.
Τι ξέρουμε για τον Όγκουστ Στρίντμπεργκ, τον πολυγραφότατο Σουηδό δραματουργό του 19ου αιώνα; Ότι τα έργα του ήταν μελέτες της ανθρώπινης συμπεριφοράς; Ότι η διάθεση του να ανατέμνει την παταγώδη αποτυχία των ανθρώπων για να επικοινωνήσουν και να συνυπάρξουν μέσα σε διαπροσωπικά σχήματα είχε αναδειχθεί σε προσωπικό του εμμονή – λογικά ως συνακόλουθο της δυστυχίας που βίωνε στην προσωπική του ζωή; Ότι όλες οι φάσεις του έργου – από το νατουραλισμό μέχρι το μυθικό, μεταφυσικό και μυστικιστικό στοιχείο – έφεραν πάντα μια σκληρότητα για το (μη) νόημα της ανθρώπινης εμπειρίας;
Όλα αυτά που αποτελούν τις ακρογωνιαίες λίθους του έργου του Στρίντμπεργκ λειτουργούν ερεθιστικά για την Λένα Κιτσοπούλου – εννοείται μέσα στο απόλυτα ανορθολογικό πλαίσιο όπου συνηθίζει να τοποθετεί και να ερμηνεύει χαρακτήρες, καταστάσεις, συνθήκες και ιδεολογίες. Αντλώντας κάποιους ήρωες και ακροθιγώς κάποιες περιγραφές από τρία έργα του της νατουραλιστικής περιόδου – «Ο χορός του θανάτου», «Η πιο δυνατή», «Οι δανειστές» – κατασκευάζει μια, τρόπον τινά, τριλογία όπου ανθρωπότυποι με σκανδιναβικά ονόματα σαν τον Έντγκαρ, την Άλις (ένα παντρεμένο ζευγάρι μεσηλίκων που δείχνουν να μισιούνται θανάσιμα) και τον Κουρτ θέτουν μια οικουμενική απορία: «Αν όλες οι ζωές των ανθρώπων είναι ίδιες».
Στη νέα δραματουργία της Κιτσοπούλου το κλασικό κείμενο δεν αγνοείται, αλλά αποσυντίθεται: Σαν βιοδιασπόμενη σακούλα απορριμμάτων σε δεκάδες μικρά κομμάτια αδιάφορης και ασφυκτικής κοινής ζωής όπου, είναι αυτονόητο (τουλάχιστον στο μυαλό της Κιτσοπούλου), πως χωρούν τα πάντα: Από το Θανάση Βέγγο, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο και την Αλίκη Βουγιουκλάκη έως τη Χαρούλα Αλεξίου, τη Μαντώ και τα νησιώτικα σουξέ. Εκκινώντας από το αδιέξοδο του έγγαμου βίου (το οποίο ως θεματικό μοτίβο διέπει και τα τρία έργα του Στρίντεμπεργκ) η Λένα Κιτσοπούλου καταθέτει ένα αυθάδες σχόλιο για την υπαρξιακή πλήξη, τη χαμένη ερωτική επιθυμία, την καταπίεση, την τυραννική εξουσία, την ταξικότητα και εν γένει την αδυναμία του ατόμου να συναντήσει την ευτυχία όσες προσδοκίες και να πλάσει στο κεφάλι του. Φυσικά, στην κιτσοπούλεια γραφή όλα αυτά διατυπώνονται (και) μέσα σε σαχλά αστεία σχολικού επιπέδου, ευτέλειες και ανοησίες, εμμονικές φλυαρίες και ξεχειλώματα της αφήγησης· αλλά όπως ισχυρίζονται και οι ήρωες της, «πλάκα κάνω για να βγει η ζωή».
Σε μια από τις καλές συγγραφικές στιγμές της των τελευταίων ετών, η Λένα Κιτσοπούλου μας βομβαρδίζει με μετα-αποδομητικό υλικό που θεματολογικά στοχεύει στους σταθερούς προβληματισμούς της: Την συναισθηματική διαφθορά μεταξύ των ανθρώπων, την πλήξη, το επικοινωνιακό χάος και τη βία που αυτό γεννά. Το ερμηνευτικό δυναμικό της – Ευδοκία Ρουμελιώτη, Χρήστος Σαπουντζής, Χρήστος Μαλάκης και Μαρία Μοσχούρη – ενδίδει και αλληλεπιδρά με μεγάλη προθυμία σε κάθε είδους σκηνοθετική… τρέλα και με τη σειρά του μας διασκεδάζει σχολιάζοντας την φαιδρότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Τα Συν (+) Το κείμενοΗ αδιαμφισβήτητη συνειρμική ευστροφία της Λένας Κιτσοπούλου ως δραματουργού είναι και αυτή που δημιουργεί ανεκδοτολογικές συνδέσεις μεταξύ ενός συγγραφέα σαν τον Στρίντμπεργκ, μιας περιοχής όπως η τραγωδία και μιας σύγχρονης μηδενιστικής σάτιρας. Αν και δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αναγνωρίζουμε τον Αισχύλο στο έργο της ενώ οριακά αναγνωρίζουμε τον Στρίντμπεργκ, εντούτοις καταφέρνει να φέρει στην επιφάνεια τις πιο γελοίες, μύχιες και απωθητικές πλευρές του εαυτού. Και παρότι, πολύ συχνά, παρασύρεται από αυτή τη συνειρμική συγγραφή – μέρος της οποίας σίγουρα προκύπτει μέσα στην πρόβα και τον αυτοσχεδιασμό – οδηγώντας μας τελικά στο άγνωστο (με βάρκα την ελπίδα), είναι εκεί που τελικά επαληθεύεται η αρχική της πρόθεση: Η ανθρώπινη εμπειρία δεν βγάζει νόημα.
Η σκηνοθεσίαΜε τα χρόνια, γίνεται ολοένα και πιο σαφές πως η Λένα Κιτσοπούλου είναι συνεπής σε κάτι ακόμα – εκτός από τις εμμονές της: Στην απόλυτη επικοινωνία του τρόπου που σκηνοθετεί και του τρόπου που γράφει. Η αρχική ιδέα ναι μεν υπάρχει, αλλά οργανώνεται με βασική αρχή το χάος. Κι έτσι, είναι μάλλον βέβαιο, ότι το θέατρο της δεν αποδομεί απλώς, αλλά λειτουργεί στο μετά της αποδόμησης. Γι’ αυτό και οι σκηνές της είναι φλύαρες, οι ατάκες βασανιστικά επαναλαμβανόμενες, οι κοιλιές στην αφήγηση σχεδόν επιτηδευμένες, οι προσωπικές αναφορές της οδηγούν σε παρεμβάσεις απρόσμενες (νησιώτικα στη Σουηδία και άλλα), το γελοίο δοκιμάζει συνεχώς τα όρια του, οι μεταμφιέσεις τσιτώνουν το γκροτέσκο, ο σουρεαλισμός είναι η μόνη βεβαιότητα για τη ζωή και την αναπαράσταση της. Και, εν τέλει, αυτό το καθεστώς διάλυσης δεν μπορεί παρά να συμφωνεί με την «έξω» κοινωνική διάλυση που, στην σκηνή μας προκαλεί γέλιο ή δυσθυμία (αναλόγως σε ποια πτέρυγα θεατρικού γούστου στέκεται κανείς), αλλά στην κανονική ζωή το ζούμε όλοι αδιαμαρτύρητα. Σημειωτέον, πως όλο αυτό επιχειρείται εντός ενός – τουλάχιστον μέχρι πρότινος – αστικού θεάτρου, καθιστώντας την προσπάθεια ακόμα πιο αυθάδικη και τολμηρή.
Η ανοικονόμητη λειτουργία της Λένας Κιτσοπούλου είναι μια, a priori, δοκιμασία για κάθε ηθοποιό που παίζει σε παράσταση της – πόσο μάλλον όταν εδώ έχουν να κάνουν και με το δεδομένο μιας τριλογίας. Κι έτσι εκτός από τις ενδιαφέρουσες εκπλήξεις για τους κρυμμένους εαυτούς που αποκαλύπτει η «τρελή» καθοδήγηση μιας τέτοιας σκηνοθέτριας, η συνθήκη της σκηνικής κόπωσης για τους ερμηνευτές είναι δεδομένη. Μάλλον, αυτή είναι και μια από τις προθέσεις της «ενοχλητικής» ματιάς της, να εξαντλήσει τους ηθοποιούς.
Από εκεί και πέρα, η «Ορέστεια» της γίνεται αφορμή για την Ευδοκία Ρουμελιώτη να επιβεβαιώσει την στενή συγγένεια της με το αλλόκοτο και να την σπρώξει με μεγαλύτερο σθένος προς αυτήν την κατεύθυνση. Όσο για το κωμικό της ταπεραμέντο – αυτό έχει ήδη λάμψει και σε προηγούμενες «πιο καθαρόαιμες» κωμικές παραστάσεις, όπως οι συνεργασίες της με τον Θωμά Μοσχόπουλο.
Αντίστοιχα, ο οντολογικός σαρκασμός είναι μια πολύ οικεία ζώνη για τον Χρήστο Μαλάκη και ο ρόλος του transgender Κουρτ του ταιριάζει γάντι ενώ η Μαρία Μοσχούρη είναι μια από τις πιο ελπιδοφόρες περιπτώσεις της γενιάς της στο ευρύτατο πεδίο της κωμωδίας – εδώ ερμηνεύοντας έναν επινοημένο ρόλο από την συγγραφέα. Τέλος, ο Χρήστος Σαπουντζής στο ρόλο του Έντγκαρ πετυχαίνει κάτι πολύ ενδιαφέρον: Να είναι μέσα στο Στρίντμπεργκ και μέσα στην Κιτσοπούλου μαζί, προφανώς επειδή είναι από καιρός διαθέσιμος στα θεατρικά είδη και τα ύφη.
Όσο πιο σουηδικό γίνεται. Το ψυχρό σκηνικό της Μαγδαληνής Αυγερινού – ένα σπίτι επενδυμένο με ξύλο απ’ άκρη σ’ άκρη λες και έχει αγοραστεί από μπροσούρα του Ikea – υπογραμμίζει την υπαρξιακή ανία που μόνο η βία μπορεί να ταράξει. Ωραία αντίστιξη στην γενική «μοντερνιά» και τα κοστούμια εποχής.
Τα Πλην (-)Ξεκινώντας από το τέλος, η κιτσοπουλική «Ορέστεια» μοιάζει να «ξεπετάει» το υλικό των «Δανειστών» σε μια εύκολη σκηνή φινάλε και να κλείνει βιαστικά την παράσταση· ενώ μέχρι εκείνη την ώρα έχει επενδύσει πολύ χρόνο και έχει αναπτύξει εξαντλητικά, άλλες σκηνές και μοτίβα.
Το άθροισμα (=)Μια καλή στιγμή, συγγραφικά και σκηνοθετικά, στην χαοτική θέαση της ζωής από την Λένα Κιτσοπούλου που απογειώνεται από τους απολαυστικούς ηθοποιούς της: Ρουμελιώτη, Σαπουντζής, Μαλάκης, Μοσχούρη.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
- COSMOTE TV: Το «1923» με Χάρισον Φορντ – Έλεν Μίρεν και «Yellowjackets» επιστρέφουν τον Φεβρουάριο
- Ένταση στη δίκη του Πέτρου Φιλιππίδη – Ζητήθηκε η αναπαράσταση της απόπειρας βιασμού
- Της Λυγερής το φόρεμα, της νύφης το φουστάνι: Ο παραδοσιακός γάμος μέσα από μια έκθεση αφηγηματικού κεντήματος στο Μουσείο «Αγγελική Χατζημιχάλη»