Λωξάντρα, Αγγέλα Παπάζογλου, Ειρήνη από το «Βεραμάν Φόρεμα». Είναι κάτι σαν «σήμα κατατεθέν» για την ηθοποιό, συγγραφέα, σκηνοθέτιδα και θιασάρχισσα, Άννα Βαγενά, να φέρνει πάνω στη σκηνή ανεκτίμητες εμπειρίες σπουδαίων μέσα στην απλότητα τους γυναικών. Ηρωίδες με τεράστια αποθέματα ψυχικού πλούτου και μια δυνατή καρδιά που χτυπάει αγέρωχα σε κάθε γέλιο και δάκρυ της ζωής. Στις ομορφιές και τις δυσκολίες.
Οι γυναίκες αυτές -όπως και η ηθοποιός που τις ενσαρκώνει- κοιτάζουν κατάματα το κοινό και με διάθεση ειλικρινή και εξομολογητική μοιράζονται μαζί μας τις χαρές και τις πίκρες τους, τις σκέψεις και τα συναισθήματα τους. Εμπιστεύονται, με λίγα λόγια, στα χέρια μας ολόκληρο το «είναι» τους χωρίς φόβο και δισταγμό. Αν ψάξει κανείς προσεκτικά κάπου μέσα τους, πάντα θα βρίσκει κάτι από την ίδια την Άννα Βαγενά. Ίσως στον τρόπο που παρουσιάζονται ως ένας συνδυασμός δύναμης και ευθραυστότητας -με αυτά τα λόγια άλλωστε περιγράφει εκείνη τον εαυτό της. Καθώς όλες, η Λωξάντρα, η Αγγέλα, η Ειρήνη και η Άννα αγωνίζονται να διατηρήσουν τη θέση τους σε έναν αβέβαιο κόσμο που δίνει συνεχώς την εντύπωση πως είναι έτοιμος να «εκτροχιαστεί».
Και αν με το «Βεραμάν Φόρεμα» η Άννα Βαγενά έκανε ένα επιπλέον βήμα όσον αφορά την παρουσία του αυτοβιογραφικού στοιχείου μέσα στο έργο της, με τη νέα της παράσταση «Λουλού», μια θεατρική αφήγηση, βασισμένη στο νέο ομότιτλο βιβλίο της που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, η οποία κάνει πρεμιέρα, στο Θέατρο Μεταξουργείο, την Πέμπτη 30 Ιανουαρίου, τα παίζει όλα για όλα.
Ποια είναι λοιπόν η «Λουλού»;Όσοι έχετε περιπλανηθεί στο γεμάτο αναμνήσεις φουαγιέ του Θεάτρου «Μεταξουργείο» σίγουρα έχετε δει φωτογραφία της αξιαγάπητης σκυλίτσας που ακούει στο όνομα «Λουλού». Εγώ τη γνώρισα ένα χειμωνιάτικο βράδυ Παρασκευής, όταν μπαίνοντας από την παγωνιά της πόλης στη ζεστασιά του σπιτιού της ηθοποιού, την είδα να κάθεται αναπαυτικά ξαπλωμένη στον καναπέ -«εκεί που συνήθιζε να κάθεται και ο Λουκιανός», όπως με πληροφορήσανε. Ακινητοποιημένο, πλέον, από το Σύνδρομο Cushing, μια ορμονική διαταραχή που οφείλεται σε υψηλά επίπεδα κορτιζόλης στο αίμα, το γλυκό αυτό πλασματάκι, για όση ώρα ήμουν εκεί, πότε κοιμόταν, πότε ξυπνούσε, κοίταζε γύρω του και απολάμβανε τα χάδια και την απεριόριστη αγάπη της “μητέρας” του Άννας.
H υπέροχη αυτή τετράποδη σκυλίτσα γίνεται το κεντρικό πρόσωπο του έργου και μέσω της πένας και της σκηνικής παρουσίας της Άννας Βαγενά μάς αφηγείται την περιπετειώδη και ενδιαφέρουσα ζωή της. Από τη διάσωση της από μια τρανς γυναίκα, τη Βίκυ, η οποία τη βρήκε κακοποιημένη έξω από ένα μοναστήρι, έως την αναπάντεχη συνάντηση με την Άννα Βαγενά που της άνοιξε την αγκαλιά της και την πόρτα του σπιτιού της, κάνοντας την ισότιμο μέλος της οικογένειας της, φτάνοντας έως το σήμερα.
Παράλληλα, μέσω της αφήγησης της «Λούλού», ξετυλίγεται η ιστορία δύο γυναικών. Της Βίκυς και της Άννας. Δύο σκληρά αγωνιζόμενες γυναίκες, η κάθε μια από το δικό της μετερίζι, αποφασισμένες να μην το βάλουν ποτέ κάτω, όποιες και αν είναι οι προκλήσεις που θα συναντήσουν στο δρόμο τους.
Αναμφίβολα πρόκειται για την πιο προσωπική, μέχρι στιγμής, δουλειά της Άννας Βαγενά: «Με αυτή την παράσταση κάνω μια εξομολόγηση», παραδέχεται η ηθοποιός. Και πράγματι μέσα στο κείμενο συναντά κανείς στιγμές από την οικογενειακή της ζωή, τον Λουκιανό, τα παιδιά και τα εγγόνια της, καλλιτεχνικές χαρές, την αγάπη του κόσμου, χιουμοριστικά ευτράπελα, πολιτικές νίκες και ήττες, αλλά και την απώλεια, το πένθος καθώς και το αναπόφευκτο του θανάτου. Όλα αυτά μέσα από την αθώα και τρυφερή ματιά της Λουλούς που παρατηρεί τα πάντα με την άδολη αγάπη και την αφοσίωση που μόνο τα ζώα ξέρουν να χαρίζουν απλόχερα γύρω τους.
Στην περίπτωση της Λουλού, φυσικά, αυτή η τόση εγκαρδιότητα δεν μένει χωρίς ανταπόκριση. Και η Άννα Βαγενά λατρεύει τη Λουλού, το καταλαβαίνεις από το πρώτο λεπτό που τις βλέπεις και τις δύο μαζί, δίπλα δίπλα στον καναπέ, από τον τρόπο που χρωματίζεται η φωνή της ηθοποιού όταν μιλάει για εκείνη: «Αυτό το σκυλάκι δεν το αφηνά στιγμή από δίπλα μου. Το έπαιρνα μαζί μου σε περιοδείες, σε πολιτικές συναντήσεις με Νομάρχες και Δημάρχους». Αισθάνεσαι την αμφίδρομη σχέση λατρείας και εμπιστοσύνης που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα τους στα λόγια της.
Για κάποια πράγματα δεν θα μιλούσα ποτέ ανοιχτά ως Άννα Βαγενά. Τώρα καλύπτομαι πίσω από τη Λουλού.
Ο αφηγηματικός αυτός μονόλογος, λοιπόν, που θα μας παρουσιάσει στη σκηνή του Θεάτρου Μεταξουργείου, αποτελεί πρώτα απ’ όλα ένα μεγάλο ευχαριστώ σε αυτό το πλάσμα: «Θέλω να πω στη Λουλού πόσο πολύ την αγαπώ και πόσο της είμαι ευγνώμων για όσα ζήσαμε μαζί όλα αυτά τα χρόνια», αλλά και ένα τεράστιο ευχαριστώ και σε έναν άλλον σπουδαίο συνοδοιπόρο και σύντροφο της ζωής της, τον Λουκιανό: «Όσοι αγαπιούνται δεν χωρίζουν ποτέ. Με αυτή τη φράση τελειώνει το έργο. Εγώ με τον Λουκιανό δεν χωρίσαμε ποτέ και ας έχουν περάσει οκτώ χρόνια από τον θάνατο του. Πώς να χωρίσεις με κάποιον που είναι κομμάτι του εαυτού σου».
Και, φυσικά, δεν χάνει την ευκαιρία να εκφράσει για μια ακόμη φορά την αγάπη της για την ιδιαίτερη πατρίδα της τη Λάρισα: «Είναι φοβερή πόλη, ζωντανή, χαρούμενη», μάς λέει, προσθέτοντας πως «με την αγάπη για την μητέρα σου και την πατρίδα δεν ξεμπερδεύεις ποτέ».
Ποιο ήτανε το κίνητρο για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου;Την Άννα Βαγενά την έχει κανείς στο μυαλό του ως μια γυναίκα αεικίνητη, που καταπιάνεται με τα πάντα, δεν σταματά να κατεβάζει ιδέες και να δουλεύει με προσήλωση για να πετύχει αυτό που έχει βάλει ως στόχο στο μυαλό της. Γι΄αυτό όταν την ακούς να λέει «Έχω μεγαλώσει πια και θέλω να πω μερικά πράγματα», αρνείσαι να πιστέψεις ότι ο χρόνος την αγγίζει όπως όλους τους υπόλοιπους. Και να, όμως, που ο χρόνος που τραβάει αμείλικτα προς τα μπρος είναι που θα της δώσει το κίνητρο που χρειαζόταν για να φέρει τον ίδιο της τον εαυτό και τη συναρπαστική ζωή της πάνω στη σκηνή. Πάντα, βέβαια, με αφηγητή τη Λουλού: «Για κάποια πράγματα δεν θα μιλούσα ποτέ ανοιχτά ως Άννα Βαγενά. Τώρα καλύπτομαι πίσω από τη Λουλού».
Μέσα από τη «Λουλού», η Άννα Βαγενά δεν μοιράζεται μόνο στιγμιότυπα και σκέψεις από την προσωπική και επαγγελματική της διαδρομή, καθώς και τη συμμετοχή της στα κοινά, αλλά δημιουργεί πρόσφορο έδαφος ώστε να ξεκινήσουν συζητήσεις για διάφορα κοινωνικά ζητήματα. Πρώτο και κυριότερο για τον τρόπο που οι άνθρωποι μεταχειρίζονται τα ζώα, την κακοποίηση των αδέσποτων αλλά και την παραμέληση και εγκατάλειψη των ζώων συντροφιάς: «Όταν αρρωσταίνει το κατοικίδιο σου, δεν μπορείς να το πετάς στον δρόμο, ούτε να καταφεύγεις σε πρόωρη ευθανασία. Τα ζώα όπως και οι άνθρωποι δεν είναι μιας χρήσης. Δεν είναι μόνο για τα καλά. Είναι και για τα άσχημα».
Ταυτόχρονα δεν παραλείπει να αναφέρει την ενσυναίσθηση που δείχνουν πολλές φορές οι «περιθωριακοί» άνθρωποι απέναντι στα ζώα σε σύγκριση με διάφορους «τακτοποιημένους». Ένα τέτοιο αξιοθαύμαστο παράδειγμα για την Άννα Βαγενά αποτελεί η Βίκυ, η πρώτη θετή μαμά της Λουλούς, την οποία θα έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε σε βίντεο κατά τη διάρκεια της παράστασης. Μια τρανς γυναίκα από την επαρχία -τα τρανς δικαιώματα, οι δυσκολίες και οι προκλήσεις του να είσαι γυναίκα, οι προκαταλήψεις, η παρενόχληση και η υποκινούμενη από το μίσος βία, είναι θέματα που αναδύονται μέσα από το έργο: «Αποτελεί παράδειγμα αυτή η γυναίκα. Δουλεύει και με το υστέρημα της φροντίζει τα ζώα που έχει μαζέψει γύρω γύρω από το τροχόσπιτό της». Μέρος, μάλιστα, των εσόδων της παράστασης, όπως υπογραμμίζει η ηθοποιός, θα πάνε στην Βίκυ, ώστε να βοηθηθεί στο πολύτιμο έργο της.
Για την πολιτική η Άννα Βαγενά, στη νέα της παράσταση, μοιράζεται τόσο τις στιγμές που την έκαναν να αισθανθεί ευγνωμοσύνη: «Αισθάνομαι ευγνώμων για την περίοδο της «Πρώτη Φορά Αριστερά» και τα πρώτο χρόνια διακυβέρνησης του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αλλά και για όσα έκανε τότε ο Αλέξης Τσίπρας». Δεν παραλείπει, ωστόσο, να αναφερθεί και σε συμπεριφορές που την πίκραναν, πάντα με τη διακριτικότητα και το ήθος που την χαρακτηρίζει: «Όσο και να στεναχωριέμαι ή να πικραίνομαι από συμπεριφορές ανθρώπους για τους οποίους κάποια στιγμή μπορεί να αισθάνθηκα συντροφικά, δεν θα πω για κανέναν προσωπικά κακή κουβέντα. Θα πω πράγματα χωρίς να προσβάλω και χωρίς να κάνω κακό σε αυτό που πιστεύω ότι είναι η Αριστερά και που το υπερασπίζομαι με τη ζωή μου».
Τι μας περιμένει στην παράσταση;Ανοίγοντας μου την πόρτα του φιλόξενου σπιτιού της, η Άννα Βαγενά, μου έδωσε μια γεύση από την αυθεντική ατμόσφαιρα που θέλει να δημιουργήσει στην παράσταση της. Η σπουδαία ηθοποιός ξέρει πως να χτίζει σε κάθε της παράσταση μια δυνατή σχέση επικοινωνίας με το κοινό της: «Κάθε φορά αισθάνομαι σαν να μιλάω σε όλους μαζί και στον καθένα ξεχωριστά. Σκέφτομαι “τώρα ενώνονται οι ψυχές μας, είμαστε πλέον φίλοι”». Αυτός είναι και ο κυριότερος λόγος που δεν τρομάζει από την προοπτική ότι με την καινούρια της δουλειά μοιράζεται κάτι τόσο προσωπικό με το κοινό της: «Αυτό που επιθυμώ είναι να μπορώ μέσα από τη δουλειά μου να επικοινωνώ όσο το δυνατόν πιο άμεσα με τον κόσμο. Το έργο υπήρχε μέσα μου έτοιμο και αισθάνομαι χαρούμενη που θα το μοιραστώ. Σαν να ξαλάφρωσα».
Για τον λόγο αυτό, στη σκηνοθετική της προσέγγιση, επιθυμεί εκείνη η φιλικότητα, η ζεστασιά και η θαλπωρή, που συνάντησα εγώ στο σαλόνι του σπιτιού της καθώς την παρακολουθούσα να προβάρει τον μονόλογο της, να αγκαλιάσει τον θεατή, να τον κάνει να αισθανθεί σαν να βρίσκεται ο ίδιος σ’ εκείνο το σαλόνι και να απολαμβάνει την εξιστόρηση της υπέροχης Λουλούς. Ο κάθε ένας ξεχωριστά να αισθανθεί σαν δικός της άνθρωπος μέσα από δυνατές στιγμές χιούμορ και συγκίνησης.
Και αργότερα όταν θα «πέσει η αυλαία» να έχει γεννηθεί μέσα του όλο και μεγαλύτερη αγάπη για τα ζώα και τους ανθρώπους: «Η συντροφικότητα, με τους ανθρώπους και με τα ζώα, είναι μεγάλη υπόθεση. Στη ζωή μας χρειαζόμαστε να νιώθουμε συντροφευμένοι. Γιατί κανείς δεν μπορεί να ζήσει μόνος του».