«Ποιος μας εμποδίζει να λέμε την αλήθεια αστειευόμενοι;» («quamquam ridentem dicere verumquid vetat?»), αναρωτιέται ο Οράτιος στις «Σατυρικές». Και πράγματι, ένα από τα ουσιαστικότερα χαρακτηριστικά μιας καλής κωμωδίας αποτελεί η ικανότητα της να κατονομάζει και να ανατέμνει μια -κατά βάση πικρή- αλήθεια έχοντας ως όπλο στη φαρέτρα της το χιούμορ και άλλα παντός είδους κωμικά μέσα. Χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι την εν λόγω αλήθεια την προσφέρει έτοιμη ωσάν «μασημένη τροφή». Γιατί το μεγαλύτερο στοίχημα για μια θεατρική παράσταση είναι να ανοίξει έναν διάλογο με το κοινό της. Να θέσει καινούρια ερωτήματα παρά να δώσει απαντήσεις. Ανεξάρτητα από την ηλικιακή ομάδα στην οποία απευθύνεται. Και όταν ο καθένας από εμάς βγει στο φουαγιέ με διάθεση να μοιραστεί τις σκέψεις του, να ακούσει τις απόψεις των συνδαιτημόνων του, ή έστω με την απροσδιόριστή αίσθηση ότι κάτι έχει μετατοπισθεί μέσα του από αυτή του τη θεατρική εμπειρία, τότε κατά βάση το στοίχημα έχει κερδηθεί.
Η θεατρική ομάδα Πτωχαλαζόνες, για μια ακόμη χρονιά, πόνταρε σε μια τέτοια συνθήκη και επανέλαβε την περσινή επιτυχημένη της «συνταγή», παρουσιάζοντας, για δεύτερη χρονιά, στο Θέατρο Olvio, δύο κωμωδίες, σε σκηνοθεσία Κώστα Παπακωνσταντίνου, βασισμένες σε κείμενα δύο εξίσου εμβληματικών συγγραφέων, το θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος» και το κωμικό διήγημα του Στρατή Μυριβήλη «Οι Κάλπηδες».
Αμφότερες, οι δύο παραστάσεις, παρουσιάζουν κάποια αξιοσημείωτα κοινά χαρακτηριστικά. Χαρίζουν άφθονα το γέλιο και την ψυχαγωγία, εμπεριέχουν τη σάτιρα και την κοινωνικοπολιτική κριτική, απευθύνονται σε ένα ευρύ κοινό, μακριά από ηλικιακούς περιορισμούς και ανεξάρτητα από το υπόβαθρο του καθενός -αν θα μπορούσαμε να τις βάλουμε μια ταμπέλα θα λέγαμε «θέατρο για όλους», καταφεύγουν σε απλά αλλά ευρηματικά σκηνικά μέσα -άλλωστε το θέατρο είναι ένα παιχνίδι δημιουργίας, και πιο σημαντικά δεν προσπαθούν να επιβάλλουν το διαχρονικό και επίκαιρο στοιχείο, παρά αφήνουν τα ίδια τα έργα να μιλήσουν από μόνα τους για την εποχή που γράφτηκαν αλλά και τη δική μας.
«Οι Κάλπηδες» | Φωτογραφία: Μελίνα Μπουκουβάλα
Τους «Κάλπηδες» του Στρατή Μυριβήλη, σε σκηνοθεσία Κώστα Παπακωνσταντίνου, έχει την ευκαιρία να τους παρακολουθήσει κανείς Κάθε Κυριακή έως τις 13 Απριλίου, στο Θέατρο Olvio.
Οι «Κάλπηδες» ανήκουν στη συλλογή διηγημάτων του Στρατή Μυριβήλη, «Το Κόκκινο Βιβλίο», το οποίο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1952. Πρόκειται κατά βάση για ένα λαϊκό παραμύθι, μια ιστορία που ο ίδιος ο συγγραφέας συνήθιζε να διηγείται στην εγγονή του, ανατρέχοντας στις τρυφερές μνήμες της δικής του παιδικής ηλικίας. Η ιστορία τοποθετείται στη γενέτειρα του, τη Λέσβο, την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας. Δύο χωρικοί μπαγαπόντηδες, ο Ψευτοθόδωρος και ο Καλπομανώλης, συναγωνίζονται μεταξύ τους στην πονηριά και την απατεωνιά με σκοπό να αποδείξουν μια και καλή ποιος είναι ο ένας και μοναδικός πρωταθλητής στην κατεργαριά. Εξαπατούν και εξαπατώνται στην προσπάθεια τους να ξεγελάσουν ο ένας στον άλλον, μπλέκουν σε ευτράπελες, κωμικοτραγικές περιπέτειες, τα βάζουν με αιμοσταγείς πειρατές-λήσταρχους, «ανασταίνουν» τους νεκρούς, κακοπαθαίνουν αμφότεροι από την «περιποιητική» ανατολίτικη φιλοξενία.
Ο Στρατής Μυριβήλης με τους «Κάλπηδες» παρουσιάζει την ιστορία δύο απλών, καθημερινών ανθρώπων, σατιρίζοντας συγκεκριμένες «προαιώνιες» συμπεριφορές και τύπους που συναντά κανείς στην κουλτούρα του νεοέλληνα. Χαρακτηριστικά όπως η απάτη και η λαμογιά, το ψέμα, η επιπολαιότητα, η καυχησιολογία, ο αγώνας για επιβίωση με οποιοδήποτε κόστος, ο ανταγωνισμός, ο εύκολος πλουτισμός σκιαγραφούνται μέσα σε όλη την κωμική δυσαρμονία και μετρημένη υπερβολή τους, με αυθεντικότητα και ειλικρίνεια, με αυτοσαρκαστική διάθεση εκ μέρους των ηρώων, οι οποίοι ανοιγόμενοι τόσο στην εξεταστική ματιά ενός εξωτερικού παρατηρητή όσο και σε ένα είδος (αυτό)ενδοσκόπησης, μας παροτρύνουν να αναγνωρίσουμε σε αυτούς τους ίδιους δικά μας ελαττώματα και να συμφιλιωθούμε μαζί τους σε μια απόπειρα να λυτρωθούμε από αυτά.
«Οι Κάλπηδες» | Φωτογραφία: Μελίνα Μπουκουβάλα
Μπαίνοντας στο Θέατρο, ένα απόγευμα Κυριακής, το φουαγιέ ήταν γεμάτο από μικρά και μεγάλα ανθρωπάκια όλων των ηλικιών που είχαν έρθει να παρακολουθήσουν την παράσταση. Η «ηλικιακή» αυτή σύνθεση του κοινού τολμώ να πως καθιστούσε κάπως ιδιαίτερη τη θεατρική εμπειρία ειδικά σε στιγμές που ο περίφημος, αόρατος «τέταρτος τοίχος» ανάμεσα στη σκηνή και την πλατεία καταργούταν ολοκληρωτικά -και ήταν αρκετές αυτές οι στιγμές κατά τη διάρκεια της παράστασης. Παράλληλα, έδειχνε να «κούμπωνε» με τη ζωντάνια, την αμεσότητα που επικρατούσε στη σκηνή, αλλά και τη ροπή στη σκηνοθεσία του Κώστα Παπακωνσταντίνου να ενσωματώσει οργανικά μέσα στην παράσταση στοιχεία που παραπέμπουν στο «λαϊκό θέατρο».
Με τους «Κάλπηδες», η ομάδα Πτωχαλαζόνες φέρνει στη σκηνή μια ακόμη εμβληματική μορφή της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Είχαν προηγηθεί οι Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αργύρης Εφταλιώτης, Γεώργιος Βιζυηνός κ.α., επιστρέφοντας στην πρωτότυπη μέθοδό δραματοποίησης της τριτοπρόσωπης αφήγησης που αντιμετωπίζει όλο το κείμενο ως διάλογο και επιτρέπει στο διήγημα να αποκτήσει θεατρική μορφή διατηρώντας το αυτούσιο. Έτσι, οι τρεις ηθοποιοί, Ελισσαίος Βλάχος, Αγγελική Μαρίνου και Δημοσθένης Ξυλαρδιστός, είχαν την ευχέρεια να καταφεύγουν στην αφήγηση χωρίς να βγαίνουν από τον ρόλο τους, με τις ερμηνείες τους να γίνονται η κύρια πηγή από την οποία αναβλύζει η απολαυστική κωμικότητα της παράστασης. Και αν ο Ψευτοθόδωρος και ο Καλπομανώλης οδηγούνται στην τελική συμφιλίωση και αλληλοεκτίμηση, είναι επειδή αντιλαμβάνονται, όπως και εμείς οι θεατές, πως η απάντηση απέναντι στα κοινά δεινά τους είναι η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη.
Με το θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, «Μπαμπάς ο Πόλεμος», το οποίο έχετε την ευκαιρία να παρακολουθήσετε για δύο τελευταίες παραστάσεις, στο Θέατρο Olvio, έως τις 22 Φεβρουαρίου, σε σκηνοθεσία Κώστα Παπακωνσταντίνου, περνάμε από τη σκωπτική, περιπαιχτική σκιαγράφηση «ελαττωματικών» συμπεριφορών απλών ανθρώπων στην ειρωνική διακωμώδηση και αιχμηρή στηλίτευση ολόκληρων δομών και μηχανισμών εξουσίας.
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης έγραψε το αντιπολεμικό αριστούργημα του στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Το έργο θα ανεβεί για πρώτη φορά στη σκηνή πολλά χρόνια αργότερα, στις 31 Μαΐου 1980, από τη Λαϊκή Σκηνή του Θεάτρου Τέχνης, σε σκηνοθεσία Γιώργου Λαζάνη. Έως τότε θα υποστεί περαιτέρω επεξεργασία από τον δημιουργό του, ώστε να εμπλουτιστεί με την πείρα του από τον ψυχρό πόλεμο, τον κοινωνικό διχασμό και τη δικτατορία. Αφορμή για τη συγγραφή του έργου η συνειδητοποίηση πως ο πόλεμος που είχε τελειώσει το 1945, τη φρίκη του οποίου ο σπουδαίος συγγραφέας έζησε στο πετσί του ως κρατούμενος στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως και εξοντώσεως του Μαουτχάουζεν από το 1942 έως το 1945, δεν θα ήταν ο τελευταίος. Και ο Ιάκωβος Καμπανέλλης σαν ένας σύγχρονος Αριστοφάνης αναζητά την ειρήνη.
«Μπαμπάς ο Πόλεμος»
Η ιστορία τοποθετείται στη Ρόδο το 305 π.Χ. Είναι η εποχή που οι διάδοχοι του Μέγα Αλέξανδρου επιδίδονται σε μεταξύ τους πολέμους για τη μοιρασιά της μεγάλης αυτοκρατορίας. Η Ρόδος, ένα θέρετρο-«παράδεισος» (για ποιους;) αναψυχής, όπου νόμος είναι το δίκιο του τουρίστα και όπου οι ναοί μετατρέπονται σε ξενοδοχεία, οι κυβερνητικές δομές σε εστιατόρια και τη διακυβέρνηση έχει αναλάβει ένα Ανώτατο Ξενοδοχειακό Συμβούλιο, προσπαθεί με νύχια και με δόντια να διατηρήσει την ουδετερότητα της, να παραμείνει μια όαση, ανεπηρέαστη από την καταστροφή που επιφέρει ο πόλεμος. Ωστόσο, ο κλοιός στενεύει και ο Δημήτριος ο Πολιορκητής βρίσκεται με τον κατακτητικό στρατό του προ των πυλών. Όταν η προσπάθεια τους να πείσουν τον Δημήτριο να μη στραφεί εναντίον τους αποβαίνει άκαρπη, οι Ροδίτες θα αναγκαστούν να πάρουν τα όπλα, και καθώς ο Δημήτριος ηττάται και ταυτόχρονα ανακαλύπτει τις απολαύσεις της ζωής, η Ρόδος αλλάζει χαρακτήρα και το επιχειρηματικό τους «δαιμόνιο» στρέφεται σε μια ακόμη περισσότερο επικερδή βιομηχανία, εκείνη του πολέμου.
Πρόκειται για μια χειμαρρώδη, καυστική σάτιρα που συνομιλεί με το σήμερα σε περισσότερα από ένα επίπεδα. Από τις φρικαλεότητες του πολέμου που πλέον τις βιώνουμε σε ζωντανή μετάδοση, από το φαινόμενο του υπερτουρισμού, τη σύνδεση ανάμεσα σε έναν όλο και πιο αδηφάγο καπιταλισμό και την άνοδο της ακροδεξιάς, την απληστία για εξουσία και χρήμα, τη διαπλοκή, τους κινδύνους που ελλοχεύουν όταν το κέρδος καθίσταται πιο σημαντικό από τη δημοκρατία, την ελευθερία και την ανθρώπινη ζωή. Και ενώ η διακυβέρνηση της Ρόδου μεταλλάσσεται από μια ξενοδοχειακή ολιγαρχία σε ένα μιλιταριστικό απολυταρχικό καθεστώς, αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι διαφορές είναι ελάχιστες και επιφανειακές. Πάντα κάποιος θα εκμεταλλεύεται και θα θυσιάζει κάποιον άλλον στον βωμό των συμφερόντων του. Και ο τόπος, ανεξάρτητα από τις συνθήκες, θα φαντάζει λεηλατημένος και έρημος -είτε σαν πεδίο μαχών είτε σαν κατασκευασμένος «παράδεισος» – τεράστιο εργοτάξιο παροχής τουριστικών υπηρεσιών.
«Μπαμπάς ο Πόλεμος»
Και από την αρχή μέχρι το τέλος της παράστασης, μέσα από τις παντός είδους κωμικές συγκινήσεις που γεννούν το γέλιο, μέσα από την αισθητική του παλιού εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου που έδινε την εντύπωση μιας Ελλάδας μοντέρνας και ξέγνοιαστής ενόσω σε κάποιο κολαστήριο εξορίας άνθρωποι βασανίζονταν και την οποία διαδέχεται η άκαμπτη, αυστηρή αισθητική του απολυταρχισμού με τους δικούς τους αιώνια κερδισμένους (ισχυρούς) και χαμένους (αδύναμους) -τα σκηνικά της Βίκυς Πάντζιου ενδεικτικά της μεταστροφή, χώρων, ανθρώπων και προτεραιοτήτων, τις απολαυστικές ερμηνείες του θιάσου (Ελισσαίος Βλάχος, Χαρά Δημητριάδη, Αγγελική Μαρίνου, Δήμητρα Μητροπούλου, Μαριάννα Ντίρου, Δημοσθένης Ξυλαρδιστός, Γιώργος Σύρμας, Δημήτρης Τσιγκριμάνης), όλα μοιάζουν ως μια προειδοποίηση που μας βάζει σε σκέψεις για το ποιος είναι ο δικός μας ρόλος σε όλα αυτά.
Ωστόσο, αυτό που κάνει την κωμωδία ξεχωριστή ως είδος είναι ότι όσο σκληρό και αν είναι το βλέμμα της απέναντι στις ανθρώπινες αδυναμίες, τις δυσλειτουργικές σχέσεις και την ανικανότητα των θεσμών, η επίγευση που αφήνει στο τέλος δεν παύει ποτέ να είναι αισιόδοξη. Για την κωμωδία ο κόσμος δεν φτιάχνεται ερήμην του ανθρώπου και άρα είναι στο χέρι μας να τον αλλάξουμε.