MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΤΕΤΑΡΤΗ
19
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Θολός Βυθός: Μια ταινία που “ξεθολώνει” τη μνήμη και το τραύμα του εμφυλίου

Με την ευκαιρία της κυκλοφορίας της νέας ταινίας “Θολός Βυθός” μιλήσαμε με την σκηνοθέτρια της Ελένη Αλεξανδράκη, τον συγγραφέα Γιάννη Ατζακά και την ιστορικό Τασούλα Βερβενιώτη για τις Παιδοπόλεις, τα παιδιά του εμφυλίου και την ανάγκη να μιλήσουμε για το σκοτεινό παρελθόν, ώστε να φωτίσουμε τουλάχιστον το μέλλον.

Άννα Ρούτση | 16.02.2025

«Από εκεί ήταν οι απάτριδες, οι προδότες […], οι αντάρτες, οι ληστές, οι κατσαπλιάδες […], τα κτήνη με τα τρομερά πρόσωπα, τα άγρια γένια, τα γαμψά νύχια, τα αιματοβαμμένα χέρια και μια λέξη που τα έλεγε όλα: οι μισητοί συμμορίτες. Από εδώ ήταν το έθνος, η πατρίδα, η σημαία, οι βασιλείς, ο στρατός […], ο Θεός ο ίδιος. Τα παιδιά μπορούσαν να επιλέξουν ελεύθερα. Και όλα είχαν, βέβαια, επιλέξει τη σωστή πλευρά» (Γ. Ατζακάς, Θολός Βυθός).

Πηγαίνετε να τον δείτε το Θολό Βυθό που βγαίνει στις αίθουσες στις 20 Φεβρουαρίου. Όχι μόνο γιατί μιλά για τον Εμφύλιο, αλλά γιατί εστιάζει στις Παιδοπόλεις και σε ένα θέμα που δεν το έχουμε πολύ-αγγίξει: Το πώς εργαλειοποιούνται τα παιδιά, ώστε να αποτελέσουν τις στέρεες βάσεις του εκάστοτε ιδεολογικού οικοδομήματος, κυρίως αυτού των «νικητών». Το πώς τα παιδιά μάθαιναν να απαρνούνται τους γονείς τους στον πιο φρικτό πόλεμο. Στη διάρκεια του Ελληνικού εμφυλίου πολέμου (1946-1949) οι δύο αντιµαχόµενοι στρατοί συγκέντρωσαν και µετακίνησαν παιδιά από τις εστίες τους. Ο ∆ηµοκρατικός Στρατός µετέφερε παιδιά έξω από τα σύνορα, σε ανατολικές χώρες. Οι κυβερνητικές δυνάµεις τα µετέφεραν στις Παιδοπόλεις. Σκοπός ήταν η περίθαλψη των ορφανών και απροστάτευτων παιδιών της υπαίθρου, κυρίως των αποκαλούμενων «ανταρτόπληκτων» οικογενειών. Τα παιδιά που βρέθηκαν εκεί προφυλάχθηκαν από τους βοµβαρδισµούς, τράφηκαν σε καιρούς ανέχειας, αρκετά από αυτά µορφώθηκαν. Η εκπαίδευσή τους όμως και στα δύο «στρατόπεδα» μπάταρε προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, είχε το χαρακτήρα της πολιτικής προπαγάνδας.

Μιλήσαμε με την σκηνοθέτρια της ταινίας, Ελένη Αλεξανδράκη, τον συγγραφέα Γιάννη Ατζακά, στα βιβλία του οποίου βασίστηκε η ταινία και την ιστορικό Τασούλα Βερβενιώτη που έχει ασχοληθεί με το θέμα των Παιδοπόλεων.

Στο κέντρο ο Γ. Ατζακάς και η Ε. Αλεξανδράκη στην προβολή της ταινίας στο φεστιβάλ WIFT, 1.12.2024

Η ίδρυση των παιδοπόλεων

Η κα Βερβενιώτη δίνει στο monopoli ένα συνοπτικό ιστορικό πλαίσιο: «Οι Παιδοπόλεις ιδρύθηκαν από τον Έρανο ‘Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος’ Υπό την Υψηλήν Προστασίαν της ΑΜ της Βασιλίσσης» το 1947, στη διάρκεια του εμφυλίου. Η δημιουργία τους αποτελούσε αρχικά μια πράξη φιλανθρωπίας της βασίλισσας Φρειδερίκης και έμμεσα έναν τρόπο άσκησης πολιτικής. Το 1948, όμως, που ο Δημοκρατικός Στρατός άρχισε να μεταφέρει παιδιά από τις βομβαρδισμένες και υποσιτισμένες περιοχές της Β. Ελλάδας στις Λαϊκές Δημοκρατίες, η βασίλισσα ηγήθηκε της εκστρατείας για ένα «εθνικό παιδοφύλαγμα», ως «μάνα Στρατού και Λαού». Ο Στρατός συγκέντρωνε τα «απειλούμενα» από τους κομμουνιστές παιδιά στις Παιδοπόλεις που υπήρχαν και δημιουργήθηκαν στη συνέχεια. Λειτούργησαν σχεδόν 53 Παιδοπόλεις μέχρι το 1950. Ο Έρανος της βασίλισσας, η διάρκεια του οποίου ήταν -αρχικά- για έξι μήνες, υπήρξε μακροβιότατος. Το 1956 μετονομάστηκε σε Βασιλική Πρόνοια και στη διάρκεια της Χούντας, ονομάστηκε Εθνικός Οργανισμός Προνοίας (ΕΟΠ). Μια δεκαετία μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το 1998, ενσωματώθηκε στον Εθνικό Οργανισμό Κοινωνικής Φροντίδας και το 2003 στο Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Φροντίδας».

Ο Γιάννης Ατζακάς είναι από τη Θάσο και είναι από τους λίγους ανθρώπους που έχουν γράψει για τη ζωή τους στις Παιδοπόλεις, όπου μπήκε το 1949 και έμεινε 6 χρόνια. Ίσως γιατί η μνήμη του είναι θηριώδης, όπως μου είπε στο τηλέφωνο. Ίσως πάλι γιατί αποτέλεσε μια «απρόβλεπτη αστοχία του άψογα οργανωμένου συστήματος», όπως γράφει στο βιβλίο του. Το 2007 και το 2008 ο Ατζακάς έγραψε τα βιβλία Διπλωμένα φτερά και Θολός Βυθός (εκδόσεις Άγρα), που έλαβε και το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2009. Του πήρε σχεδόν 60 χρόνια μέχρι να τα βάλει όλα αυτά στο χαρτί και να μας προσφέρει ένα μοναδικό ντοκουμέντο με μεγάλη λογοτεχνική και ιστορική αξία, γραμμένο από την οπτική του παιδιού που συνομιλεί με τον ενήλικο πια εαυτό του.

Η σκηνοθέτρια Ελένη Αλεξανδράκη γνώρισε τον Ατζακά το 2009 σε μια παρουσίαση του βιβλίου του και η ιδέα, όπως λέει, γαντζώθηκε στο μυαλό της. Δεκαπέντε χρόνια μετά μας δίνει μια ταινία που ρίχνει φως όχι μόνο στις παιδικές ψυχές, αλλά και στο συλλογικό τραύμα της ιστορίας μας.

Στιγμιότυπο από την ταινία

Μια ασπρόμαυρη ταινία για μια ασπρόμαυρη ζωή

Όπως λέει η Ελένη Αλεξανδράκη στο monopoli: «Από τη μια με τράβηξε φυσικά το γεγονός ότι υπήρχαν στην Ελλάδα οι συγκεκριμένες Παιδοπόλεις, γιατί ήταν κάτι που ουσιαστικά έμαθα από τα βιβλία του Ατζακά. Είναι κάτι που είχε αποσιωπηθεί για πολλά χρόνια γιατί στην ουσία είναι μια σκοτεινή ιστορία. Όπως λέει η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη, ναι μεν σ’ αυτές τις Παιδοπόλεις τα παιδιά ήταν προστατευμένα από τις κακουχίες του πολέμου, αλλά δεν ήταν προστατευμένα από τη χειραγώγηση και την ιδεολογική εκμετάλλευση. Αυτό είναι κυρίως που με συγκλόνισε στην ιστορία του Ατζακά, γιατί γνώρισα μέσα από το καταπληκτικό του γράψιμο την ψυχή αυτού του αθώου, μικρού αγοριού που βρέθηκε σε ένα περιβάλλον όπου του επέβαλαν να απορρίψει ως κακό ό,τι είχε μάθει στο χωριό του να θεωρεί καλό. Του γύρισαν δηλαδή ανάποδα το μυαλό. Αυτό του δημιούργησε ένα τεράστιο τραύμα με χιλιάδες ενοχές. Αυτό για μένα είναι ο χειρότερος βιασμός της ψυχής που τον θεωρώ πιο κακό και από τον βιασμό του σώματος. Και γενικά η εκμετάλλευση της αθωότητας με κάνει πυρ και μανία».

Ο Ατζακάς μας διηγείται: «Η Ελένη είχε μεγάλο πάθος να κάνει την ταινία. Αναπτύξαμε μια μεγάλη φιλία, καθώς η όλη διαδικασία κράτησε πολλά χρόνια. Κάναμε βόλτες στη Θεσσαλονίκη συζητώντας και πήγαμε σε διάφορα μέρη που υπήρξαν οι Παιδοπόλεις. Η Ελένη εστίασε στο τραύμα και το έβγαλε με πολλή δύναμη. Συμφωνώ και με την επιλογή του ασπρόμαυρου, έτσι ήταν η ζωή μας. Το μαύρο είναι η μοναξιά, ο ξεριζωμός. Το άσπρο είναι οι φιλίες, το παιχνίδι, μια καλή ομαδάρχισσα. Παρότι υπάρχουν ακόμα κτήρια των Παιδοπόλεων, θεωρώ ότι ορθά επέλεξε ένα γυμνό τοπίο στο Λαύριο για τα γυρίσματα. Η γυμνότητα του τοπίου ταιριάζει με τη συναισθηματική γυμνότητα των παιδιών που δεν είχαν κάτι άλλο εκτός από την καθημερινή ρουτίνα με τα παραγγέλματα, το φαγητό, κλπ».

«Με ελάχιστα αναγνωρίσιμα στοιχεία προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε την ατμόσφαιρα που έχει μείνει χαραγμένη στο μυαλό του Γιάννη. Στην ουσία όλα γίνονται μέσα σε ένα no man’s land», εξηγεί η σκηνοθέτρια. «Όσον αφορά τα παιδιά, είδαμε μια διακοσαριά για να επιλέξουμε 50. Και είναι απίστευτο πόσο απολαύσαμε κι εμείς κι αυτά τη συνεργασία. Εύχομαι και ελπίζω ότι τους φερθήκαμε με σεβασμό και γι’ αυτό μάλλον δημιουργήθηκε μεταξύ μας μια σχέση ειλικρίνειας και εμπιστοσύνης και μια φιλία, κι έτσι μπορέσαμε να δημιουργήσουμε όλοι μαζί αυτό το φιλμ. Είμασταν τυχεροί, γιατί οι γονείς τους επίσης ήταν ευγενέστατοι και άψογοι συνεργάτες. Από την άλλη είχαμε και μία αφρόκρεμα ενήλικων ηθοποιών που συνέβαλαν απίστευτα και έκαναν τη δουλειά απολαυστική» (συμμετέχουν μεταξύ άλλων: Κάτια Γκουλιώνη, Εύη Σαουλίδου, Αινείας Τσαμάτης, Μανώλης Μαυροµατάκης, Σίµος Κακάλας, Ακύλλας Καραζήσης, Αγλαΐα Παππά, Θέµης Πάνου, Γιάννης Κοκκιασµένος, Μαρία Καλλιµάνη, Ανδρέας Μαριανός και Στέλιος Μάινας).

Στιγμιότυπο από την ταινία

Το τραύμα του Εμφυλίου

Αυτό που έδωσε στον Ατζακά τη σπίθα για να γράψει ήταν, όπως μας είπε, η επιστροφή του στον «χαμένο παράδεισο», στη γιαγιά του στη Θάσο, το 1957 μετά από ένα σταθμό δύο χρόνια στην παράγκα του θείου του στη Θεσσαλονίκη. Και ένας κεραυνοβόλος έρωτας με το ωραιότερο και σκληρότερο κορίτσι του Θεολόγου που τον οδήγησε στο να κρατά ημερολόγιο. Και το τραύμα που έφερε μέσα του για τον πατέρα του. «Συνειδητοποίησα ότι είχα μεταθέσει τον πατέρα μου στη «σωστή» πλευρά, των νικητών. Θεωρούσα ότι ήταν νεκρός, αλλά από τη σωστή πλευρά, του εθνικού στρατού, όχι όλων αυτών των κατσαπλιάδων, όπως μας έλεγαν. Ήταν ο χαμένος πατέρας, γιατί δεν ξέραμε αν ζει ή πέθανε, μέχρι που ήρθε το πρώτο του γράμμα που έγραφε ‘Βρίσκομαι στη ζωή’, όπως ωραία τα έλεγαν τότε. Μόνο όταν συνειδητοποίησα ότι υπάρχει τραύμα, είδα ότι αξίζει τον κόπο να γράψω, ήταν το κίνητρο, ο καταλύτης».

Ελένη Αλεξανδράκη: είναι κακό να κουκουλώνονται τα πράγματα αντί να έρχονται στο φως, γιατί αυτός θα ήταν ο μόνος τρόπος να συμφιλιωνόμαστε τελικά με την όποια αλήθεια

Η Τασούλα Βερβενιώτη σχολιάζει για το εμφυλιακό τραύμα: «Ο εμφύλιος δεν ήταν απλά μια ένοπλη σύγκρουση, αλλά ένα τραυματικό γεγονός που άγγιξε όλα τα στρώματα της κοινωνίας και άφησε βαθιές πληγές στο σώμα της. Υπήρξε η ‘βαριά κληρονομιά’ ενός μεγάλου αντιστασιακού κινήματος, πολιτικού και ένοπλου, το οποίο αναπτύχθηκε στη διάρκεια της Κατοχής (1941-1944). Το κίνημα αυτό δεν οραματιζόταν μόνο την απελευθέρωση της χώρας από την τριπλή κατάκτηση (Γερμανική, Ιταλική, Βουλγάρικη), αλλά και την κοινωνική απελευθέρωση: τη δημιουργία μιας ‘άλλης’ κοινωνίας, πιο δίκαιης, της Λαοκρατίας. Μετά το τέλος του πολέμου, όμως, το κίνημα ηττήθηκε και ακολούθησε ο εμφύλιος (1946-1949). Η δικτατορία, η Χούντα, όπως συνηθίζουμε να λέμε (1967-1974), αποτελεί προέκταση του εμφυλίου πολέμου· στόχευε να σταματήσει τη φιλελευθεροποίηση της κοινωνίας που είχε ξεκινήσει».

«Η αποσιώπηση διάφορων Ιστορικών στιγμών και γεγονότων γίνονται από ενοχικά σύνδρομα πίσω από το προσωπείο της λήθης για την επίτευξη της συμφιλίωσης», μας λέει η Ελένη Αλεξανδράκη. «Είναι κατά τη γνώμη μου κακό να κουκουλώνονται τα πράγματα αντί να έρχονται στο φως, γιατί αυτός θα ήταν ο μόνος τρόπος να συμφιλιωνόμαστε τελικά με την όποια αλήθεια. Να αντιμετωπίζουμε κατάματα τα τραύματά μας».

Μια αστοχία του συστήματος

Ρωτάω τον Ατζακά, γιατί, όπως γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του, ‘η δική του περίπτωση δεν ήταν παρά μια απρόβλεπτη αστοχία, αν όχι μια τυχαία κακοτεχνία εκείνου του τόσο άψογα οργανωμένου συστήματος’. «Θα μπορούσα να είμαι το τέλειο προϊόν. Όμως η Καβάλα είχε τόσα χρόνια κόκκινο δήμαρχο, τον Παρτσαλίδη, η Θάσος είχε δραστήρια συνδικάτα και σωματεία καπνεργατών, βγάζαμε βουλευτή της ΕΔΑ το ‘58, την αποκαλούσαν ‘κόκκινο νησί’. Το οικογενειακό μου περιβάλλον ήταν αριστερό. Με εντυπωσίασε όταν το ‘59 ο φίλος μου ο Τάσος Σταματέκος, το πιο πλούσιο παιδί του χωριού που σπούδαζε Ιατρική στο Γκρατς και είχε εντρυφήσει στον μαρξισμό, μου είπε να είμαι περήφανος που είμαι παιδί αντάρτη. Μπαίνοντας μετά στο Πανεπιστήμιο, με τη γενιά Λαμπράκη και το κίνημα 1-1-4, κατέρρευσε παταγωδώς το οικοδόμημα της Φρειδερίκης. Πρέπει να δεις το λάθος προϊόν για να καταλάβεις πώς λειτουργεί το σύστημα. Έκανε λάθος με τις υπερβολές του και την προπαγάνδα του. Αν είχαν ζητήσει τη γνώμη ανθρώπων, όπως ο Παπανούτσος ή ο Δελμούζος, ίσως να μην πλήγωναν τόσο τα παιδιά με τις αναφορές τους στον εμφύλιο. Τα αυταρχικά συστήματα δεν ξέρουν και δεν ενδιαφέρονται για την ψυχή των παιδιών. Τα παιδιά των παιδοπόλεων, του παιδοφυλάγματος, όπως και τα άλλα του παιδομαζώματος, όλα αυτά συνιστούν έναν πόλεμο, τον πόλεμο των παιδιών. Δύο παρατάξεις μάχονται να τα κερδίσουν. Εμείς από τη μία πλευρά, οι άλλοι από την άλλη, είμαστε παιδιά του εμφυλίου. Είναι ο δικός μας εμφύλιος».

Στιγμιότυπο από την ταινία

Η ζωή στο ίδρυμα

Οι Παιδοπόλεις αναδεικνύουν, πέρα από τη σκοπιμότητα εκείνης της σκοτεινής εποχής, ένα διαχρονικό ζήτημα ως προς την ιδρυματική φροντίδα στη χώρα. Κάποιες πρακτικές που είδα στην ταινία και διάβασα στο βιβλίο είναι ακόμα οικείες. «Η παιδική προστασία είναι ένα απίστευτα ευαίσθητο θέμα που δυστυχώς πολύ εύκολα μετατρέπεται σε εκμετάλλευση όλων των ειδών», μου λέει η Ελένη Αλεξανδράκη. «Όσο κι αν όλοι κόπτονται για τα δικαιώματα των παιδιών, η αθωότητα που αυτά έχουν γίνεται συχνά δέλεαρ για τα χειρότερα. Τα παιδιά είναι εύπλαστα και μπορείς να τα κάνεις ό,τι θέλεις. Ο βαθύς σεβασμός που δικαιούνται, είναι κάτι που σπανίζει. Η καθημερινή ζωή έχει γίνει τόσο εξωφρενικά πιεστική που λίγοι άνθρωποι (και κατ’ επέκταση οργανισμοί) μπορούν να έχουν το βάθος και την ψυχραιμία που χρειάζεται για να δουν τα παιδιά σαν ίσα προς ίσους».

Γιάννης Ατζακάς: Τα αυταρχικά συστήματα δεν ξέρουν και δεν ενδιαφέρονται για την ψυχή των παιδιών

Ο Γιάννης Ατζακάς μου διηγείται λίγο από τη ζωή του στις Παιδοπόλεις, όπως τη βλέπουμε και στην ταινία. Μου μιλά για το «άσπρο» κομμάτι, το θετικό, όπως αποτυπώνεται στο πρόσωπο μιας πολύτιμης για τα παιδιά ομαδάρχισσας, της Αλίκης Πολιτίδου: «Είχα την τύχη να την ξαναδώ στη Θεσσαλονίκη και να τα πούμε. Δυστυχώς έχει πια πεθάνει. Τότε η Αλίκη είχε μόλις τελειώσει το εξατάξιο και ήταν πρωταθλήτρια στο γυμνάσιο Βέροιας. Ήταν μόλις 19 ετών, εννοείται ότι όλα τα αγόρια την ερωτευτήκαμε. Ήταν η τρυφερή παρουσία της, η νεότητά της, η ομορφιά της. Θυμάμαι ακόμα τα βράδια στη σόμπα με τους ήχους των λύκων απέξω και να μας διαβάζει – τι ωραία επιλογή! – το ‘Χωρίς Οικογένεια’. Ταυτίστηκα πολύ. Ήμασταν φτωχοί και διαβάζαμε το ‘Πρίγκηπας και Φτωχός! Ήταν μεγάλη περιουσία για εμάς. Υπήρχε βιβλιοθήκη στη δομή, αλλά τι πιο σπουδαίο από τις αναγνώσεις γύρω από τη σόμπα;».

«Δεν καταλαβαίναμε τότε τίποτε από εμφύλιο, δεν ξέραμε τι γίνεται έξω. Όταν μπήκα, καταλάβαινα αόριστα ότι ο πατέρας μου μάλλον ήταν αντάρτης. Τον θυμόμουν αόριστα στο χωράφι και στο αμπέλι. Άκουγα όμως τη γιαγιά μου να ανησυχεί – καμία μάνα δεν λέει ‘τι καλά που ο γιος μου είναι εκεί, στα βουνά, στον πόλεμο’. Όταν ήρθε το πρώτο γράμμα του από τη Βάρνα δεν αισθάνθηκα χαρά. Είχα συνηθίσει στην ιδέα ότι μάλλον είναι νεκρός. Ήταν πιο βολικό που δεν υπήρχε, παρά που εμφανίστηκε: Ήταν μια σκιά, και μάλιστα στη Βουλγαρία, μια κομμουνιστική χώρα που μετά τον πόλεμο δεν συμπαθούσαμε και τόσο».

Στιγμιότυπο από την ταινία

Χειραγώγηση μέσω της διαγραφής της μνήμης

Ζητώ το σχόλιο τη κας Βερβενιώτη για την εργαλειοποίηση των παιδιών, το “επιτελικό σχέδιο χειραγώγησης”, όπως αναφέρει και στο βιβλίο του ο Ατζακάς: «Τα παιδιά αποτελούν το μέλλον του έθνους – κράτους και στον ελληνικό εμφύλιο –και όχι μόνο- η κάθε πλευρά ήθελε να τα χειραγωγήσει. Η πειθαρχία, οι ποινές, οι βασανισμοί, είναι ένας τρόπος, όχι πάντα αποτελεσματικός, γιατί πολλές φορές φέρνει και τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Η πιο ‘σίγουρη’ μέθοδος είναι η απάλειψη της μνήμης: να ξεχάσεις το παρελθόν σου, το ποιος είσαι».

«Στις Βασιλικές Τεχνικές Σχολές Λέρου (και αυτές θεωρούνταν Παιδόπολη) είχαν εγκαταστήσει τους ανήλικους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού για να ‘σωθούν από τα νύχια του κομμουνισμού και του εγκλήματος’, όπως είπε ο βασιλιάς σε μια συνέντευξή του στους New York Times. Οι ανήλικοι μαχητές μάθαιναν εκεί μία τέχνη και υφίσταντο «ηθική αναδιαπαιδαγώγηση», ένα «εθνικό λουτρό» σύμφωνα με την έκφραση της εποχής, ώστε να αποβάλουν το «μίασμα» του κομμουνισμού. Η πειθαρχία ήταν σκληρή, αλλά συνήθης για την εποχή. Υπήρχε όμως μια σαφής και ρητή εντολή: απαγορεύονταν να μιλούν για την προηγούμενη δράση τους, για την προηγούμενη ζωή τους. Έπρεπε να ξεχάσουν το παρελθόν τους».

Στιγμιότυπο από την ταινία

Η σχέση με τον γνωστό-άγνωστο πατέρα

Μπορείς να ξεχάσεις, να απαρνηθείς την οικογένειά σου; Μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές της ταινίας είναι η συνάντηση του – ενήλικα πλέον – ήρωα της ταινίας με τον πατέρα του στο Μπρνο της Τσεχοσλοβακίας. «Ο πατέρας μου ήταν ο Οδυσσέας κι εγώ ο Τηλέμαχος, το είχα γράψει και σε διήγημά μου. Δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα, τον επισκεπτόμασταν εμείς μέχρι το ‘85 που πέθανε», μου διηγείται ο Ατζακάς.

Αν του κράτησε παράπονο; «Όχι, γιατί ήξερα γιατί το έκανε. Ήμουν στη νεολαία Λαμπράκη, έχω φάει 3 απολύσεις στη ζωή μου, το έχω πληρώσει. Οι ιδέες είχαν κόστος τότε. Ήμουν άκρως πολιτικοποιημένος και δεν υπήρχε περίπτωση να επιρρίψω ευθύνες στον πατέρα μου. Φεύγοντας για το αντάρτικο έλεγε στη γιαγιά ότι σε 20 μέρες θα είναι πίσω. Τους έλεγαν ότι θα τον τσακίσουν τον εθνικό στρατό. Δεν ήξεραν για το ρόλο της Αμερικής και την εγκατάλειψη της Σοβιετικής Ένωσης. Ο πατέρας μου έκανε αυτό που θεωρούσε κομμουνιστικό του καθήκον. Άλλοι λουφάξανε και έχουν ονοματεπώνυμα, κάθισαν στ’ αυγά τους. Μερικών όμως το αίμα βράζει, τι να κάνουμε! Και το δικό μου έβραζε κι ακόμα βράζει λιγάκι. Είμαι λοιπόν περήφανος για εκείνον».

Τασούλα Βερβενιώτη: εάν η ελληνική κοινωνία, ως κοινωνικό σώμα, δεν μπορέσει να διαπραγματευτεί τον εμφύλιο, δεν θα μπορέσει να σχεδιάσει “σωστά” το μέλλον της

Ήταν επικίνδυνο να θυμάσαι, είναι επικίνδυνο να ξεχνάς

«Η απάλειψη της μνήμης, η σιωπή, ως μέθοδος χειραγώγησης, ακολουθήθηκε για όλη την ελληνική κοινωνία», λέει η κα Βερβενιώτη. «Ήταν επικίνδυνο να θυμάσαι. Ο εμφύλιος αποτέλεσε ένα θέμα ταμπού για πολλές δεκαετίες. Οι μεταπολεμικές γενιές ελάχιστα και συγκεχυμένα πράγματα γνώριζαν και γνωρίζουν ακόμα για αυτόν. Το πρώτο ιστορικό συνέδριο για τον ελληνικό εμφύλιο, στην Ελλάδα, έγινε το 1999, πενήντα χρόνια μετά το τέλος του, ενώ τα αρχεία δεν ήταν προσβάσιμα. Ακόμα και σήμερα ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός δεν έχει ανοίξει τα αρχεία του στους ιστορικούς. Και όμως, σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε, αυτός είχε συγκεντρώσει τις αιτήσεις των γονιών, οι οποίοι ζητούσαν να γυρίσουν πίσω τα παιδιά τους που είχαν μετακινηθεί από τον Δημοκρατικό Στρατό στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Πιστεύω ότι, εάν η ελληνική κοινωνία, ως κοινωνικό σώμα, δεν μπορέσει να διαπραγματευτεί τον εμφύλιο, δεν θα μπορέσει να σχεδιάσει “σωστά” το μέλλον της. Η γνώση του παρελθόντος είναι αυτή που βοηθά τις κοινωνίες να οραματιστούν και να δημιουργήσουν ένα καλύτερο αύριο».

«Η γιαγιά μου έλεγε, ο θεός ορφανά κάνει, άμοιρα δεν κάνει. Εγώ πήρα το μερτικό μου από παιδοπόλεις, παράγκες, προδοσίες φίλων που είναι και οι χειρότερες. Μπορούσα να επιστρέψω στην Παιδόπολη, αλλά προτίμησα τη ζωή στην παράγκα, χωρίς ηλεκτρισμό, με τσίγκους στερεωμένους με πέτρες στη στέγη, με κοριούς, με τον θείο μου, τη γυναίκα του και 5 ξαδέρφες, προτίμησα να κάνω όλες τις δουλειές σε ένα παντοπωλείο, παρά να γυρίσω πίσω. Αν έμενα στην Παιδόπολη, ίσως τελικά και να γινόμουν το σωστό προϊόν. Θα είχα μεγάλη ευγνωμοσύνη στη Φρειδερίκη, αν έβγαζα το γυμνάσιο εκεί. Οι πράξεις όμως έχουν σημασία. Και η πραγματικότητα έχει τρομερή φαντασία και βγάζει τα καλύτερα βιβλία. Αν έκανα μυθοπλασία, θα μου έλεγαν ότι έχω πολλή φαντασία. Έχω όμως θηριώδη μνήμη. Τα παιδιά του εμφυλίου ένα – ένα φεύγουμε. Έχουν μιλήσει αρκετοί κι από τις δυο πλευρές. Οι ιστορικοί ας διαβάσουν τα βιβλία, ας δουν τα ντοκουμέντα, ας ακούσουν και τη λογοτεχνία που πάει βαθύτερα κι ας γράψουν. Ας μιλήσουν όσοι είναι να μιλήσουν. Εγώ ακόμα μπορώ και μιλάω», μου λέει κλείνοντας το τηλέφωνο ο Ατζακάς, που στην Παιδόπολη του είχαν φάει κατά λάθος το «τ» απ’ το επώνυμό του – κι αυτό ήταν το λιγότερο που μπορούσαν να του φάνε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Η ταινία κυκλοφορεί στις αίθουσες από 20 Φεβρουαρίου και συνεχίζει το ταξίδι της διεθνώς με πρώτη στάση στο Φεστιβάλ της Σόφιας τον Μάρτιο.
H ταινία θα προβάλλεται με αγγλικούς υπότιτλους. Σε επιλεγμένες προβολές θα ακολουθήσει συζήτηση.

Περισσότερα από Art & Culture