Συν & Πλην: «Merde!» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για το «Merde!» σε σκηνοθεσία των Γιώργου Κουτλή και Βασίλη Μαγουλιώτη που ανεβαίνει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.

Ένας βιαστής και διεφθαρμένος (από κάθε άποψη) θεατρικός παραγωγός υποδέχεται τον κακομαθημένο γιο του που πήρε το πτυχίο του, άρτι απόφοιτο από βρετανικό Πανεπιστήμιο πάνω στην Οικονομική και Πολιτιστική Διαχείριση. Η άφιξη του νεαρού γιάπη στην Αθήνα συνοδεύεται και με την διαδοχή της «Μπούκας», της οικογενειακής θεατρικής επιχείρησης, αφού ο, μέχρι πρότινος, ιδιοκτήτης αντιμετωπίζει και δικαστικά την καταγγελία του βιασμού και επίκειται η σύλληψη και φυλάκιση του. Ο πατέρας παραδίδει τα «κλειδιά», υπό έναν όρο: Ο γιος να κρατήσει ως πρωταγωνιστή της επόμενης παραγωγής το λαϊκό κωμικό ηθοποιό, ο οποίος και υποδυόταν τον «Μπακαλόγατο» για κάμποσες σεζόν με τεράστια εμπορική επιτυχία.
Ο, εν πολλοίς, άσχετος γιος πέφτει πάνω στην πρόταση ενός επηρμένου, ονειροπαρμένου, κουλτουριάρη σκηνοθέτη για μια συρραφή κειμένων αρχαίου δράματος – με τον τελευταίο να καπελώνεται, θέλοντας και μη, από την παρουσία του «εμπορικού» πρωταγωνιστή, που αποδεικνύεται ανεπίδεκτος μαθήσεως για το μεγαλεπήβολο όραμα του.
Ο ηθοποιός Βασίλης Μαγουλιώτης με την συγγραφική του υπογραφή του Suyako επιστρέφει (μετά το δραματουργικό ντεμπούτο στο «Talk shοw» του 2022) με μια ακόμα σάτιρα, η οποία αυτή τη φορά εμπνέεται από τα σπλάχνα της θεατρικής τέχνης – και για να είμαστε ειλικρινείς των χειρότερων ποιοτήτων της θεατρικής τέχνης. Στην διάρκεια προετοιμασίας της παράστασης με τίτλο «Vaxkes resurrection» (Η Ανάσταση των Βακχών), αποκαλύπτονται τα πρόσωπα και τα προσωπεία της μεγαλειώδους παραστατικής τέχνης που, συχνά, υπηρετείται από ψωνισμένους, νάρκισσους, ποταπούς, εξουσιομανείς, εκμεταλλευτές τύπους, κάποιοι από τους οποίους προτάσσουν το ταλέντο και το όνειρο της τέχνης κι άλλοι την μπίζνα της. Η ενδιάμεση περιοχή που συχνά δείχνει την αδυναμία να αντιληφθεί την κανονική φόρμα της ζωής εκτινάσσει το έργο του Suyako σε μια καθαρόαιμη φάρσα θεατρικών ηθών, με επιθεωρησιακά χαρακτηριστικά και με ψυχαναλυτική διάθεση για όλους, ανεξαιρέτως: Από τους ταπεινούς θεατρικούς λειτουργούς έως τα τοτέμ της σκηνής.

Βασίλης Μαγουλιώτης και Γιάννης Νιάρρος.
Η διαδικασία παραγωγής μιας παράστασης καθρεφτίζεται στο φακό της ανηλεούς σάτιρας, του γελοίου και της μεγεθυμένης παρατήρησης των ανθρωπότυπων που καταπιάνονται με την τέχνη του θεάτρου στις μέρες μας. Απολαυστικό μέσα στην χαβαλετζίδικη αυτοαναφορικότητα του, το νέο εγχείρημα της (άτυπης) ομάδας των «Παιχτών», χωρίς να προσπερνάει τις δραματουργικές (κυρίως) αδυναμίες του, οι οποίες αποχρωματίζονται, τρόπον τινά, χάρη στις ερμηνείες των βασικών πρωταγωνιστών.

Απόστολος Ψυχράμης, Χρήστος Πούλος – Ρένεσης και Λυδία Τζανουδάκη.
Η χημεία γεννήθηκε και ασκήθηκε κάτω από ιδανικές συνθήκες: Το ανέβασμα των «Παιχτών». Η ομάδα πρωταγωνιστών της πλέον επιτυχημένης (καλλιτεχνικά και εισπρακτικά) κωμωδίας των τελευταίων ετών επανενώνεται στο «Merde!». Και παρότι δεν έχει να βασιστεί σε ένα εξίσου δυνατό έργο όπως αυτό του Νικολάϊ Γκόγκολ, η συλλειτουργία μεταξύ των βασικών πρωταγωνιστών – Βασίλη Μαγουλιώτη, Ηλία Μουλά, Γιάννη Νιάρρο και Αλέξανδρο Χρυσανθόπουλο – επαληθεύεται ξανά.
Οι ρόλοι που ανατίθενται στο Γιάννη Νιάρρο και τον Ηλία Μουλά είναι εξόχως αβανταδόρικοι, συνθήκη που αξιοποιούν και οι δύο. Ο μεν πρώτος καθώς ξεκαρδιστικά, σε όλα τα ημιτόνια του, υποδύεται το μισότρελο από εμμονή για την τέχνη και μεγαλομανία σκηνοθέτη Ιωάννη, ο δε δεύτερος για την κωμική αφέλεια με την οποία χειρίζεται τον καλοκάγαθο ημιμαθή ηθοποιό Ηλία.
Φυσικά, δεν υπάρχει κανείς από την ομάδα που να μην ανταποκρίνεται στο ρόλο του: Ο Νίκος Καραθάνος σε μια δονούμενη ερμηνευτική υστερία στο ρόλο του εγκληματία θεατρώνη που συναγελάζεται με διεφθαρμένους πολιτικούς για να τη βγάλει καθαρή, ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος στο ρόλο του οπορτουνιστή γιου που προτιμά να προδώσει τη γενιά παρά την καταγωγή του, ο Βασίλης Μαγουλιώτης υποδυόμενος τον καταφερτζή μεσάζοντα που θα επιβιώσει πάση θυσία – χαρακτηριστικός τύπος Έλληνα – ο Απόστολος Ψυχράμης (κυρίως) για την τέλεια μίμηση της φωνής του φαντάσματος του Κάρολου Κουν. Τελευταία αλλά για καλό η Λυδία Τζανουδάκη που μπαινοβγαίνει με μεγάλη ευελιξία σ’ ένα σωρό γυναικείους ρόλους: Από την ταλαντούχα ηθοποιό που πάει με το σταυρό στο χέρι, στην αλλοπαρμένη ερμηνεύτρια του ερευνητικού θεάτρου μέχρι την αδέκαστη θεατροκριτικό που δοκιμάζεται η υπομονή της. Με μικρότερους ρόλους αλλά πιστοί στην τρέλα του συνόλου η Μαριαλένα Ηλία και ο Χρήστος Πούλος – Ρένεσης.
Σταθεροί συνεργάτες σε διάφορα πόστα, ο Γιώργος Κουτλής και ο Βασίλης Μαγουλιώτης μοιράζονται για πρώτη φορά τη σκηνοθετική καθοδήγηση. Και προφανώς, η συγγενής αισθητική τους δεν απομακρύνεται ιδιαίτερα από τα σκηνοθετικά δείγματα του Γιώργου Κουτλή – ταχύς ρυθμός, σπινθηροβόλα σωματικότητα (κίνηση: Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου), εμμονή στη λεπτομέρεια. Η συμβολή του Βασίλη Μαγουλιώτη φαίνεται πως έρχεται να υπογραμμίσει την γκροτέσκα, εξωφρενική, σαρκαστική διάθεση του κειμένου με μια πρόθεση μεγεθύνει τα περιγράμματα των ηρώων που εκκινούν από αναγνωρίσιμα, στο θεατρικό κόσμο, πρόσωπα και πρότυπα, για να αγγίξουν την ακραία ευαίσθητη φύση του καλλιτέχνη.
Μετά από μια περίοδο όπου το θέατρο έγινε περισσότερο παρασκήνιο αντί για προσκήνιο και αποκάλυψε αναπάντεχα πτυχές της φόδρας του – κακοποιήσεις, εργασιακή εκμετάλλευση, αποκαθήλωση των θεατρικών τοτέμ – η ιδέα του Βασίλη Μαγουλιώτη να το εκθέσει και να το παντρέψει μαζί με το υπαρξιακό άγχος του δημιουργού αλλά και να συγχωνεύσει επιρροές από άλλα έργα αποδεικνύεται ωραιότατη. Πόσο μάλλον, όταν αυτή, έχει ακραιφνή σατιρικό χαρακτήρα, διασκεδάζοντας (ακόμα και εξευτελίζοντας) την αυτοαναφορικότητα της.
Το συνθετικό ταλέντο του Γιάννη Νιάρρου αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά στη μιούζικαλ εκδοχή του «Σπιρτόκουτου» ( όπως ανέβηκε στη Στέγη το 2022, τότε σε συνεργασία με τον Αλέξανδρο Λιβιτσάνο). Κι εδώ επιδεικνύεται ένα νέο επεισόδιο αυτής της δυνατότητας. Σε συνεργασία, αυτή τη φορά, με το Γιάννη Παπαδόπουλο, η πρωτότυπη μουσική ξυπνάει τη ζωντάνια ενός κλασικού μιούζικαλ με άφθονες κωμικές αφηγηματικές νότες που ταιριάζουν γάντι στην παράσταση.

Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος και Νίκος Καραθάνος.
Η χαοτική συνθήκη που, προφανώς, είναι ένας από τους κεντρικούς στόχους για να επικρατήσει επί σκηνής μοιάζει σε σημεία να ξεκινάει από δραματουργικές ασάφειες και κενά, τα οποία έχουν (σε ένα βαθμό) μακιγιαριστεί από τον έξυπνο χειρισμό των ηθοποιών και της σκηνοθεσίας.
Τα τεχνικά προβλήματαΑν δεν είναι κανόνας, είναι σίγουρα ένα πολύ συχνό φαινόμενα στο είδος του μουσικού θεάματος: Η πρόζα «σκεπάζεται» από τη μουσική, κάτι που συνέβη και στην περίπτωση του «Merde!». Πρόσθετα, υπάρχουν και στιγμές που φράσεις των ηθοποιών δεν φτάνουν ποτέ στην πλατεία, παρά τη χρήση χειλοφώνων.
Το τραγελαφικό παρασκήνιο του ελληνικού θεάτρου στο σατιρικό μικροσκόπιο διασκεδάζει χωρίς ιδιαίτερα να εμβαθύνει, αναδεικνύοντας για μια ακόμα φορά τη λάμψη μιας νεανικής ομάδας εργασίας.




