Θέατρο Ολύμπια: Τραγικές ηρωίδες και οι ιστορίες τους “ζωντανεύουν” σε μια συναυλία της Συμφωνικής Ορχήστρας Δήμου Αθηναίων
Κλυταιμνήστρα, Φαίδρα, Εκάβη, Πενθεσίλεια, Μήδεια, Δηιάνειρα, ζωντανεύουν μέσα από τη μουσική κορυφαίων συνθετών, στη συναυλία της Συμφωνικής Ορχήστρας Δήμου Αθηναίων, που θα πραγματοποιηθεί στο Ολύμπια, Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας».

Από την αρχαιότητα έως σήμερα, οι τραγικές ηρωίδες της ελληνικής μυθολογίας και του αρχαίου δράματος έχουν αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τη μουσική δημιουργία. Τόσο στο μουσικό θέατρο, όσο και στο συμφωνικό ρεπερτόριο και τη μουσική δωματίου ένας σημαντικός αριθμός έργων βασίστηκαν πάνω στις μορφές και τις ιστορίες τους, ιστορίες γεμάτες πόνο και οδύνη, συμβολισμό και κάθαρση. Η Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων, υπό τη διεύθυνση του Νίκου Βασιλείου, προσκαλεί το κοινό σε μια μοναδική συναυλία, με τίτλο «Τραγικές Ηρωίδες» την Τετάρτη, 19 Φεβρουαρίου στο Ολύμπια, Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας». Κλυταιμνήστρα, Φαίδρα, Εκάβη, Πενθεσίλεια, Μήδεια, Δηιάνειρα, ζωντανεύουν μέσα από τη μουσική κορυφαίων συνθετών: Άρβο Περτ, Μπέντζαμιν Μπρίτεν, Γκούσταβ Χολστ, Κάρολ Σιμανόφσκι, Βενσάν ντ’ Εντί, Καμίγ Σεν-Σανς.
Συνδέοντας το παρελθόν των τραγικών ηρωίδων με την σημερινή τους παρουσία, η συναυλία ανοίγει με αποσπάσματα από την Κλυταιμνήστρα της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ από το έργο Φωτιές. Στον μονόλογο αυτό, η Κλυταιμνήστρα απολογείται στο δικαστήριο για τον φόνο του Αγαμέμνονα και παρουσιάζει την γυναικεία οπτική της τραγικότητας με την μουσική του Άρβο Περτ. Η μουσική του Περτ εντείνει την αίσθηση της εσωτερικής σύγκρουσης και του ψυχικού κατακλυσμού που βιώνει η ηρωίδα. Όπως η Κλυταιμνήστρα καλείται να αναμετρηθεί με τις πράξεις της και τις συνέπειες τους, έτσι και το έργο του Περτ φέρνει στο φως τις βαθιές αντιφάσεις και την τραγικότητα της ανθρώπινης φύσης.

Έλενα Μαραγκού
- Άρβο Περτ (1935) Αυτές οι λέξεις, για ορχήστρα εγχόρδων και κρουστά. Αποσπάσματα από το έργο της Marguerite Yourcenar, Κλυταιμνήστρα ή το έγκλημα | Μάρθα Τομπουλίδου
- Μπέντζαμιν Μπρίτεν (1913-1976) Φαίδρα, καντάτα για μέτζο-σοπράνο, έγχορδα, κρουστά και τσέμπαλο, έργο 93 | Έλενα Μαραγκού
- Γκούσταβ Χολστ (1974-1934) Ο θρήνος της Εκάβης, για κοντράλτο, γυναικεία χορωδία και ορχήστρα, έργο 31, αρ. 1 | Μαρία Κατσούρα
- Κάρολ Σιμανόφσκι (1882-1937) Πενθεσίλεια, λυρικός μονόλογος για σοπράνο και ορχήστρα, έργο 18 | Φανή Αντωνέλου
- Βενσάν ντ’ Εντί (1851-1931) Η προσμονή της Μήδειας, έργο 47, αρ. 3 |
- Καμίγ Σεν-Σανς (1835-1921) Δηιάνειρα (φινάλε από την Τρίτη Πράξη της όπερας) | Φανή Αντωνέλου, Μαρία Κατσούρα, Έλενα Μαραγκού
Μουσική διεύθυνση: Νίκος Βασιλείου
Διδασκαλία χορωδίας: Σταύρος Μπερής
Σολίστ: Φανή Αντωνέλου (σοπράνο), Μαρία Κατσούρα (μέτζο-σοπράνο), Έλενα Μαραγκού (μέτζο-σοπράνο), Μάρθα Τομπουλίδου (ηθοποιός).
Συμμετέχει: Χορωδία Δήμου Αθηναίων

Φανή Αντωνέλου
«Είναι γεγονός ότι οι γυναικείες τραγικές μορφές κατέχουν περίοπτη θέση στο σύνολο της μουσικής δημιουργίας. Τόσο στο μουσικό θέατρο, όσο στο συμφωνικό ρεπερτόριο και τη μουσική δωματίου ένας σημαντικός αριθμός έργων βασίστηκαν πάνω στις μορφές και τις ιστορίες τους, ιστορίες γεμάτες πόνο και οδύνη, συμβολισμό και κάθαρση.
Αμέτρητες οι Ευριδίκες, οι Ηλέκτρες και οι Αντιγόνες, οι Μήδειες, οι Ιφιγένειες και οι Άλκηστες, οι Φαίδρες και οι Περσεφόνες, οι Αλκυόνες και οι Ερμιόνες, και τόσες άλλες ακόμη, τις οποίες κορυφαίοι, αλλά και ελάσσονες δημιουργοί επέλεξαν να ντύσουν με τα έργα τους, ο καθένας στο δικό του μουσικό ατελιέ, προσφέροντάς μας μια σπουδαία παρακαταθήκη.
Από τη Φλωρεντινή Καμεράτα και τον Μοντεβέρντι έως τον Στραβίνσκι και τον Κρένεκ, από τον Λιλί και τον Ραμώ έως τον Μπρίττεν και τον Χέντσε, από τον Γκλουκ και τον Ροσσίνι έως τον Νόνο και τον Ξενάκη η μουσική δημιουργία έχει να επιδείξει και από ένα μεγαλειώδες πόνημα που φέρει το όνομα μιας αρχαίας τραγικής ηρωίδας.
Το πρόγραμμα της δικής μας συναυλίας καλύπτει τρεις περιόδους της μουσικής ιστορίας· η καθεμία χαρακτηρίζεται από τις δικές της καθοριστικές ιδιαιτερότητες.

Μάρθα Τομπουλίδου
Η Δηιάνειρα του Σεν-Σανς είναι μία μεγάλη ρομαντική όπερα του 19ου αιώνα, γραμμένη στην εκπνοή του ώριμου ρομαντισμού, η οποία διατηρεί αναλλοίωτες τις αρετές που χαρακτηρίζουν το ύφος του συνθέτη της. Κοντά της χρονικά, μα ήδη σε άλλα μουσικά μονοπάτια, η μουσική του Βενσάν ντ’Εντί για την τραγωδία του Κατούλ Μεντές Μήδεια, σκηνική μουσική με επιρροές από τη συμφωνική γραφή του Βάγκνερ.
Η Πενθεσίλεια του Σιμανόφσκι και η Εκάβη του Χολστ τοποθετούνται στις αρχές του 20ού αιώνα, σε μια περίοδο μεγάλων συγκρούσεων και ανακατατάξεων εθνών και συνόρων. Και οι δύο φέρουν τα σημάδια του κλίματος που κυριαρχούσε στις χώρες τους, στις παραμονές του Πρώτου Μεγάλου Πολέμου: μυστικιστικό σκοτάδι στην Κεντρική Ευρώπη και επική έξαρση στη γηραιά Αλβιώνα της μετά-βικτωριανής εποχής.
Η Φαίδρα του Μπρίτεν, εξήντα χρόνια μετά, αποπνέει μια αίσθηση νέο-μπαρόκ τραγικότητας. Πρόκειται για μια δραματική καντάτα από έναν γνήσιο τεχνίτη του μουσικού θεάτρου, που βάζει τον ποιητικό λόγο του Ρακίνα σε πρώτο πλάνο.
Τέλος, το παγωμένο αρκτικό τοπίο του Περτ μοιάζει να περιβάλλει με την ιερή μυστικιστικότητά του τον αδέκαστο, σπαραγματικό λόγο της Γιουρσενάρ· η μουσική τυλίγεται γύρω από το κείμενο με μια διάθεση σχεδόν ασφυκτική και κάνει κάθε προσπάθεια απόδρασης να φαντάζει μάταιη.
Αυτές οι μουσικές γλώσσες, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους ώστε συχνά δίνουν την εντύπωση ότι είναι ασύνδετες, συναντιούνται σε έναν κοινό τόπο, την τραγικότητα. Σε κανένα από αυτά τα έργα δεν απουσιάζει η καθαρότητα της μορφής, το ξεκάθαρο εξωτερικό σχήμα που προδίδει την αιχμηρότητα του εσωτερικού μηνύματος. Εδώ το περιεχόμενο λειτουργεί ως αργά πυροδοτούμενος εκρηκτικός μηχανισμός: γινόμαστε μάρτυρες στις καταθέσεις των ηρωίδων, που έστω και αποσπασματικά, υπερβαίνουν τα χρονικά όρια και μας μεταφέρουν κατευθείαν στην καρδιά του δράματος. Η μουσική δεν στέκει ως αμέτοχος παρατηρητής. Αντίθετα, αναπνέει, πάλλεται και συμπάσχει, γίνεται μέλος ενός χορού που με τη σειρά του είτε στέργει και απαλύνει, είτε οξύνει και παροτρύνει, συνομιλώντας με τις ηρωίδες, με τους θεούς, με εμάς. Η προσπάθεια απόδοσης των έργων αποτελεί πρόκληση, αλλά και θέλγητρο. Οι μεγάλες ερμηνευτικές απαιτήσεις δεν αμβλύνονται από τη σύντομη διάρκεια των έργων, μάλλον το αντίθετο. Ο πυρήνας τους είναι ακόμα πιο συμπυκνωμένος, άρα και η ένταση της συγκέντρωσης είναι οριακή για όλους τους ερμηνευτές. Ωστόσο, η σχεδόν μεταφυσική γοητεία τους, καθώς και η αριστοτεχνική γραφή τους έρχονται ως αρωγοί και καταλύτες στην ερμηνευτική διαδικασία, για να μας υπενθυμίσουν το προαιώνιο πλεονέκτημα της Τέχνης να κοινωνεί πάντα πιο πολλά από αυτά που πράγματι γνωρίζει, συνδέοντάς μας έτσι με το μικρό μας πνευματικό επέκεινα, εκεί που η ψυχή μας λαχταρά να ταξιδέψει.
Πριν και πάνω από όλα, σε αυτές τις μορφές κρύβεται η γενεαλογία μας: τα ανθρώπινα όρια και η υπέρβασή τους. Για μια ακόμη φορά θα ξεκλειδώσουμε τα μυστικά τους με τα κλειδιά άλλων και θα τα κοιτάξουμε, κοιτώντας ταυτόχρονα μέσα μας».

Μαρία Κατσούρα
Ο Εσθονός Άρβο Περτ συνέθεσε το έργο μετά από παραγγελία του Μουσικού Ιδρύματος Sonnig, όταν του απονεμήθηκε το βραβείο Léonie Sonning, μια κορυφαία μουσική διάκριση στη Δανία. Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 22 Μαΐου 2008 στην Κοπεγχάγη από τη Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Δανίας υπό τον Τόνου Καλιούστε. Ο μινιμαλιστής συνθέτης, πιστός χριστιανός ο ίδιος, επέλεξε ένα απόσπασμα από την Προσευχή προς τον Φύλακα Άγγελο του Ορθόδοξου Κανόνα, γραμμένο στην Παλαιά Εκκλησιαστική Σλαβονική. Σκοπός της προσευχής αυτής είναι να προστατεύσει τον άνθρωπο από τα κρίματα και τις αδυναμίες του. Η μουσική του Περτ αποδίδει την κατανυκτική ατμόσφαιρα της ικεσίας μέσα από την ένταση που δημιουργούν οι διαφωνίες και την ανάταση που φέρνει η λύση τους. Ο τίτλος είναι δάνειο από τα λόγια της βασίλισσας Γερτρούδης στην τραγωδία Άμλετ του Σαίξπηρ και επιλέχθηκε ως φόρος τιμής στη Δανία. Ο συνθέτης αναφέρει: «Όπως η Γερτρούδη ταράζεται από τα αποκαλυπτικά λόγια το γιου της, έτσι κι εγώ συγκινούμαι βαθιά από τα λόγια της Προσευχής προς τον Φύλακα Άγγελο που με ενέπνευσαν να συνθέσω το έργο αυτό».
Φαίδρα, καντάτα για μέτζο-σοπράνο, έγχορδα, κρουστά και τσέμπαλο, έργο 93
Το καλοκαίρι του 1975, παρά την βεβαρημένη κατάσταση της υγείας του, ο Μπρίτεν συνθέτει τη Φαίδρα και την αφιερώνει στη μεσόφωνο Τζάνετ Μπέικερ. Ο δραματικός μονόλογος της ηρωίδας παίρνει τη μορφή της καντάτας, στην οποία εναλλάσσονται ρετσιτατίβο και λυρικά μέρη. Η αφήγηση βασίζεται στη Φαίδρα του Ρακίνα (σε απόδοση του Ρόμπερτ Λόουελ) και ξετυλίγει το απαγορευμένο πάθος της για τον Ιππόλυτο, το τραύμα που βιώνει από την απόρριψή του και την απόφασή της να αυτοκτονήσει παίρνοντας δηλητήριο, προκειμένου να εξαγνιστεί από την αμαρτία. Η μουσική φανερώνει τις ψυχολογικές μεταπτώσεις της Φαίδρας χρησιμοποιώντας ένα ευρύ φάσμα αντιθέσεων στη δυναμική και απαιτώντας από την ερμηνεύτρια να κινηθεί στα άκρα της φωνητικής της έκτασης. Το οργανικό σύνολο παρακολουθεί την αφήγηση, άλλοτε διακριτικά, δίνοντας χώρο στη φωνή να παραιτηθεί στην απόγνωση, και άλλοτε υπογραμμίζοντας με έμφαση το αδιέξοδο του δράματος.
Gustav Holst (1974-1934)Ο θρήνος της Εκάβης, για κοντράλτο, γυναικεία χορωδία και ορχήστρα, έργο 31, αρ. 1
Η Εκάβη είναι μια μορφή του αρχαίου δράματος που συνδέεται με τον ακραίο ανθρώπινο πόνο. Στις Τρωάδες του Ευρυπίδη, οι σκηνές καταστροφής αναδύονται μέσα από τον τραγικό λόγο των προσώπων, που βιώνουν την απώλεια των αγαπημένων και τη λεηλασία της πατρίδας. Ο θρήνος της Εκάβης, της μάνας που λυγίζει ενώ η Τροία φλέγεται και η Ανδρομάχη μοιρολογεί ζωντανό τον Αστυάνακτα, είναι μια από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές της τραγωδίας. Το 1911, ο Γκούσταβ Χολστ βασίζεται στην αγγλική μετάφραση των Τρωάδων από τον Γκίλμπερτ Μάρεϊ και συνθέτει τον Θρήνο, δίνοντας έμφαση στη δύναμη της Εκάβης να ορθώνει το ανάστημά της απέναντι στην οργή των θεών.
Πενθεσίλεια, λυρικός μονόλογος για σοπράνο και ορχήστρα, έργο 18 |Φανή Αντωνέλου
Τον Φεβρουάριο του 1908, ενώ βρίσκεται στην Ιταλία, ο Σιμανόφκι γράφει την Πενθεσίλεια πάνω σε ένα απόσπασμα από το δράμα Αχιλλέας του Πολωνού δραματουργού Στανισλάβ Βισπιάνσκι, τιμώντας τη μνήμη του. Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στο Λβιβ, στις 20 Μαρτίου 1910, με ερμηνεύτρια την αδελφή του συνθέτη. Το 1912, ο Σιμανόφσκι επεξεργάστηκε εκ νέου την ενορχήστρωση. Σύμφωνα με τον μύθο, η βασίλισσα των Αμαζόνων Πενθεσίλεια υπήρξε κόρη του θεού του πολέμου Άρη. Μετά τον θάνατο του Έκτορα στον Τρωικό πόλεμο, η Πενθεσίλεια προσέφερε βοήθεια στον Πρίαμο· οι Αμαζόνες πολέμησαν στο πλευρό των Τρώων και διακρίθηκαν στη μάχη. Κατάφεραν να απωθήσουν τους Έλληνες στα καράβια τους, αλλά η Πενθεσίλεια τραυματίστηκε θανάσιμα στο στήθος από τον Αχιλλέα. Λίγο πριν πεθάνει, ο Αχιλλέας τής έβγαλε τη μάσκα που φορούσε και άφωνος από την ομορφιά της, την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Ο θάνατός της περιγράφεται με λεπτομέρειες στις Ηρωίδες του Οβίδιου και την Αινειάδα του Βιργίλιου. Ο λυρικός μονόλογος του Σιμανόφκσι εστιάζει στη σκηνή του θανάτου της και απευθύνεται στον Αχιλλέα. Ο συνθέτης θαύμαζε την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και ο μύθος της ηρωίδας που παραδίνεται στον έρωτα την ώρα του θανάτου τον ενέπνευσε να συνθέσει μουσική που φέρει όλα τα στοιχεία του ύστερου ρομαντισμού και επιδεικνύει μια πλούσια ηχοχρωματική παλέτα με εμφανείς αναφορές στον Στράους και τον Βάγκνερ. Το έργο εκδόθηκε μόλις το 1977. Σπάνια παρουσιάζεται, ενώ κυκλοφορούν λιγοστές ηχογραφήσεις του.
Vincent D’indy (1851-1931)Η προσμονή της Μήδειας, έργο 47, αρ. 3
Ο Γκαμπιέλ Φωρέ αποκαλούσε τον συμπατριώτη του Βενσάν ντ’ Εντί «Σαμψών της μουσικής», θέλοντας να σχολιάσει τη μαχητική του φύση, τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα αλλά και τη δημιουργική του δύναμη. Ο Ντ’ Εντί εμπλούτισε τη γαλλική μουσική κατά τη μετάβασή της προς τον 20ό αιώνα με το εκλεκτικό του ύφος, το οποίο συνδυάζει στοιχεία από την ορχηστρική γραφή του Βάγκνερ, το γρηγοριανό μέλος και τις παραδοσιακές μελωδίες της πατρίδας του. Η Μήδεια είναι μια σουίτα σε πέντε μέρη από τη σκηνική μουσική που ο συνθέτης έγραψε το 1898 για το ομώνυμο έργο του Γάλλου ποιητή και δραματουργού Κατούλ Μεντές, μια προσαρμογή της τραγωδίας του Ευριπίδη ειδικά για τη θρυλική Σάρα Μπερνάρ. Στο εναρκτήριο Πρελούδιο και στο τελευταίο μέρος, τον Θρίαμβο την αυγή, ο συνθέτης ενσωματώνει στη μουσική του στοιχεία από τη Δεύτερη Πράξη του Πάρσιφαλ. Στο δεύτερο μέρος, Παντομίμα, συναντάμε τον απόηχο από λαϊκές μελωδίες, ενώ στο τέταρτο, Μήδεια και Ιάσονας, είναι εμφανής η επιρροή του Τσαϊκόφσκι. Τέλος, το τρίτο μέρος, με τίτλο Η προσμονή της Μήδειας, το οποίο και περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα, ξεχωρίζει για τον ιμπρεσιονιστικό του χαρακτήρα.
Δηιάνειρα (φινάλε από την Τρίτη Πράξη της όπερας)
«Δεν μοιάζει με τίποτα από ό, τι έχω γράψει ως τώρα», έλεγε ο Σεν-Σανς για τη Δηιάνειρα, τη λυρική τραγωδία του σε τέσσερις πράξεις, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 14 Μαρτίου 1911 στο Θέατρο του Μόντε Κάρλο, κατόπιν αιτήματος του πρίγκιπα Αλβέρτου Α’ του Μονακό. Η ιδέα για την όπερα υπάρχει ήδη από τον Αύγουστο του 1898, όταν ο Σεν-Σανς διευθύνει τη σκηνική μουσική του για την ομώνυμη τραγωδία του φίλου και συνεργάτη του Λουί Γκαλέ στην αρένα της πόλης Μπεζιέ. Το δράμα αφηγείται τον θάνατο του Ηρακλή ως τραγικό αποτέλεσμα μιας ιστορίας πάθους, βίας και ζήλιας. Όταν ο Ηρακλής ερωτεύεται τη νεαρή Ιόλη, η σύζυγός του Δηιάνειρα κάνει κάθε προσπάθεια να τον κερδίσει πίσω. Τελικά, θα τον σκοτώσει, δίνοντάς του να φορέσει έναν δηλητηριώδη χιτώνα με το αίμα του Κένταυρου Νέσσου. Γράφοντας την όπερά του, ο συνθέτης ενίσχυσε τα μέρη της χορωδίας και διατήρησε στην έναρξη και το φινάλε τα οργανικά μέρη από το συμφωνικό του ποίημα Ο Ηρακλής σε νεαρή ηλικία. Διατήρησε επίσης τη δραματική πλοκή του Γκαλέ, αλλά την προσάρμοσε και τη συμπλήρωσε, ολοκληρώνοντας έτσι τη λυρική εκδοχή της. Παρά τις αλλεπάλληλες διεργασίες αναθεώρησης, ο Σεν Σανς θεωρούσε την όπερά του ένα εξ ολοκλήρου νέο έργο. Στην εποχή της, η Δηιάνειρα απέσπασε ενθουσιώδεις κριτικές. Συνεχίζει και σήμερα να εντυπωσιάζει χάρη στην υποβλητική της ατμόσφαιρα, την πλούσια ενορχήστρωση και την καθαρότητα της μορφής της.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ


- Αθήνα