Μία Πέμπτη βράδυ με βρήκε στη Βαλτετσίου να τρώω πίτσα με τρούφα και να πίνω Aperol, λίγο πριν από ένα live στο Μπαράκι της Διδότου. Και κατέληξε στα CrepExarchia για κρέπα με σοκολάτα και μπισκότο – όλα αυτά, στην πιο αγαπημένη μου γειτονιά.
Έχω την αίσθηση πως έχουμε καιρό να τα πούμε. Προς υπεράσπισή μου, δεν ήμουν εξαρχής ξεκάθαρη για το χρονοδιάγραμμα που θα έχουν τα “ραντεβού” μας, και επίσης δεν μπορώ να σας πω πως με “έφαγε” και η νύχτα τις προηγούμενες εβδομάδες. Νομίζω όλοι είμαστε λίγο μουδιασμένοι με τις εξελίξεις που μας κυνηγούν πλέον, και λίγο εξουθενωμένοι από έναν Γενάρη που φαίνεται να κράτησε όσο ένας ολόκληρος χρόνος. Βέβαια, για να μην παραπονιέμαι, σε προσωπικό επίπεδο έχω βιώσει και χειρότερες περιόδους. Τώρα, σε κοινωνικό ή και παγκόσμιο επίπεδο… δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά.
Όπως και να έχει, ο αιώνιος Ιανουάριος μας αποχαιρέτησε, και βρισκόμαστε ήδη στα μέσα του πιο ερωτεύσιμου μήνα – και όχι, δεν εννοώ τον Αύγουστο ούτε τον Νοέμβριο. Εδώ έχουμε τον πιο – κατά παραγγελία – ερωτεύσιμο μήνα του έτους και, όπως εξελίσσεται, και τον πιο κρύο: τον Φλεβάρη. Είναι ο μήνας που προσπαθείς να συνέλθεις από το χάος που άφησε ο προηγούμενος και να βάλεις μια σειρά για τον επόμενο – χωρίς ΦΥΣΙΚΑ να ξεχάσεις να ερωτευτείς. Για αυτό το τελευταίο δεν ξέρω πόσο μπορώ να σας βοηθήσω, αλλά το κομμάτι εκείνο του μήνα που σίγουρα έχω πολλά να πω υπάρχει – και είναι λίγο πιο δημοκρατικό από τον έρωτα (αν με ρωτάτε).
Στα ζόρια μου, που λέτε, ή και στα καλά μου – εν ολίγοις πάντα, το καταφύγιό μου είναι οι φίλοι μου και οι ευρύτερες παρέες που δημιουργούνται με γνωστούς και αγνώστους πάνω από ποτήρια κρασί και καλή μουσική. Ο Φεβρουάριος έχει πολλές νύχτες για να γεμίσω με καλή παρέα, και αν θέλετε τη γνώμη μου, το προτιμώ από το να κάτσω με την αγχώδη διαταραχή μου σπίτι και να δούμε Criminal Minds παρέα με το delivery – αν και δεν είναι πάντα εύκολο το να επιλέγεις να νιώσεις και να περάσεις καλά. Αλλά αυτή είναι συζήτηση για άλλο άρθρο.
Οι φίλοι μου, που λέτε, είχαν κανονίσει να πάμε την Πέμπτη (9/2) στο Μπαράκι της Διδότου, όπου έπαιζαν οι «Μέσα από το Δώμα», ένα “δίδυμο” μουσικών που εκτός από διασκευές γνωστών κομματιών, μελοποιεί ποίηση(!)… Και επειδή με ξέρουν, ήταν σίγουροι πως θα εκτιμήσω το ρεπερτόριο, και θα περάσουμε καλά. Πριν από αυτό, όμως, μίλησα με μία φίλη και τη ρώτησα αν θα ήθελε να τρώγαμε κάτι, γιατί ήμουν όλη μέρα έξω και δεν είχα φάει τίποτα. Εκείνη ήταν ακόμα στο γραφείο αλλά θα έφευγε στην ώρα της (σοκ), οπότε βόλεψε τέλεια. Εγώ πετάχτηκα σπίτι να αλλάξω παλτό (γιατί δεν ξέρω αν το έχετε παρατηρήσει, αλλά επιτέλους έχει χειμώνα έξω) και βρεθήκαμε λίγο πιο δίπλα, στη Στουρνάρη. Μετά την απαραίτητη αγκαλιά, συνέβη η κλασική συζήτηση του τι θα τρώγαμε – και φυσικά, καμία δεν είχε πρόβλημα στην επιλογή (το οποίο, από μόνο του, αποτελεί πρόβλημα). Επειδή, όμως, τα Εξάρχεια είναι το σπίτι μου και πολύ πιθανόν, ένα από τα αγαπημένα μου μέρη στον κόσμο, η ιδέα ήρθε αρκετά εύκολα.
Εδώ και αρκετό καιρό, ίσως και χρόνο, θέλω να πάω σε ένα συγκεκριμένο μαγαζί στη Βαλτετσίου. Μία πολύ γνωστή πιτσαρία, η οποία έκλεισε και ξανάνοιξε υπό νέα διεύθυνση, αλλά με το ίδιο ακριβώς vibe και το ίδιο (σχεδόν) όνομα. Η Valtezziana 2.0 είναι ένα μαγαζί στη δεξιά πλευρά του γνωστού πεζόδρομου, λίγο πιο πάνω από τον κινηματογράφο Riviera, στην καρδιά των Εξαρχείων. Τα ζεστά φώτα του χώρου, οι απλές μεταλλικές καρέκλες, τα στρωμένα minimal τραπέζια και – κυρίως – ο κόσμος που βρίσκεται εκεί, κάνουν το μαγαζί τρομερά ελκυστικό και γοητευτικό.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Έκανε κρύο εκείνη την Πέμπτη, αλλά δεν ήμουν σίγουρη πως θα βρίσκαμε τραπέζι μέσα. Ευτυχώς, οι άνθρωποι που δούλευαν εκεί ήταν γλυκύτατοι και τρομερά ευγενικοί και, αν και το μαγαζί ήταν γεμάτο από κρατήσεις, μας βόλεψαν σε ένα τραπέζι στη μέση. Κάπου εδώ, θέλω να πάρω τον χρόνο να σχολιάσω πόσο καλύτερο κάνει ένα μαγαζί το ευγενικό και γεμάτο καλή ενέργεια προσωπικό – κάτι που φυσικά εξαρτάται και από το ίδιο το άτομο αλλά και από τις συνθήκες εργασίας του. Πίσω στα δικά μας: ο χώρος μύριζε απίστευτα έντονα τρούφα, οπότε η επιλογή μας ήταν σχεδόν προκαθορισμένη. Μετά από λίγη ώρα με το μενού – εκτός από τις πίτσες στο μπροστινό μέρος, το πίσω μέρος είχε όλα τα υπόλοιπα πιάτα με εξαιρετικά ευφάνταστους τίτλους στις κατηγορίες «Αρχή – Μέση – Τέλος» – ήμασταν σχεδόν έτοιμες. Σε κανονικές συνθήκες, θα παίρναμε όλο το μενού, αλλά ήταν βράδυ, η φίλη μου είχε ήδη φάει, και οι πίτσες που βλέπαμε στα άλλα τραπέζια φαίνονταν υπερ-αρκετές. Με λίγη βοήθεια από την κοπέλα που μας σέρβιρε, καταλήξαμε στην πίτσα «Πανσέτα» και την παρακαλέσαμε να βάλει λίγο λάδι τρούφας από πάνω, αν γινόταν. Η φίλη μου πήρε μια Coca-Cola Zero και εγώ – μαντέψτε – δεν μπορούσα να αντισταθώ, οπότε επιστροφή στη βάση και στα Aperol Spritz.
H Valtezziana 2.0 στη Βαλτετσίου 41, Αθήνα 106 81.
Η πίτσα ήρθε πριν καν το καταλάβουμε και ήταν πεντανόστιμη. Το ζυμάρι λεπτό αλλά και «γεμάτο», και τα υλικά από πάνω ταίριαζαν απόλυτα με το λάδι τρούφας. Το Aperol είχε έρθει λίγο πριν το φαγητό, και ήδη από την πρώτη γουλιά ο κόσμος μου ήταν λίγο καλύτερος. Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ έχω την τάση να συνδέω γεύσεις (μυρωδιές, μουσική κ.ά.) με περιόδους και καταστάσεις, και όποτε τυχαίνει να τις ξανασυναντώ, με πάνε ακριβώς στο ίδιο συναίσθημα που βίωνα τότε. Το Aperol, για μένα, είναι ξεκάθαρα καλοκαίρι: βράδια διακοπών, κοριτσοπαρέα και καλή διάθεση – όλα αυτά ενώ φυσάει ένας κάπως δροσερός αέρας και ακούς καλή μουσική. Ωστόσο, είναι επίσης συνδεδεμένο και με καλό ιταλικό φαγητό, που είχα την τύχη να δοκιμάσω σε διάφορα μέρη. Η Valtezziana 2.0 είναι σίγουρα πλέον στη λίστα με αυτά.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Για να μην το ξεχάσω, η νέα διεύθυνση του μαγαζιού δεν είναι άλλη από τους ανθρώπους που βρίσκονται πίσω από το Black Salami – το microbakery/φαινόμενο των Εξαρχείων με τα πεντανόστιμα σάντουιτς και τις τέλειες ζύμες. Mental note: να επιστρέψουμε σε αυτό όταν θα μιλήσουμε για τις μέρες μας και όχι για τις νύχτες. Όπως και να έχει, μάλλον η επιτυχία της «εξελιγμένης» Valtezziana ήταν προκαθορισμένη. Ο μεγάλος ξυλόφουρνος που στολίζει τον χώρο, η aesthetic ατμόσφαιρα, οι ωραίες γεύσεις και οι όμορφοι άνθρωποι ίσως βοηθάνε – λίγο.
Ωστόσο, η ώρα είχε περάσει και ήταν λίγο μετά τις 21:30, όταν αποφασίσαμε να ανηφορίσουμε προς το Μπαράκι της Διδότου, όπου θα συναντούσαμε όλη την υπόλοιπη παρέα και θα παρακολουθούσαμε το live του Γιάννη Ορούτζογλου και του Άγγελου Φερίκογλου με το σχήμα τους «Μέσα από το Δώμα». Όταν η Άρτεμις, μία φίλη από την παρέα, μου μίλησε για εκείνους, μου είπε πως πρόκειται για δύο υπερταλαντούχα παιδιά που κάνουν τα πάντα μόνοι τους (φωνή, πιάνο, σύνθεση, κιθάρες). Αγαπούν τους Έλληνες δημιουργούς, διασκευάζουν γνωστά κομμάτια, ενώ γεμίζουν τα live τους και με μελοποιημένα ποιήματα του Σεφέρη ή του Καββαδία σε μουσική του Γιάννη, αλλά και πρωτότυπα δικά τους τραγούδια. I was sold – ειδικά μετά που τους γνώρισα.
Ο χώρος στη Διδότου δεν είναι πολύ μεγάλος, αλλά χωράει αρκετό κόσμο, και εκείνο το βράδυ ήταν γεμάτος. Η επιλογή να καθίσουμε στη γωνία προς τα πίσω αποδείχθηκε τρομερά πετυχημένη, καθώς ανά δύο τραγούδια περίπου, κάποιος θα σηκωνόταν με πάθος να τραγουδήσει, άλλος θα φώναζε, κάποιος θα έκλαιγε, και σίγουρα όλοι θα πεθαίναμε στα γέλια.
Το Μπαράκι της Διδότου στη Διδότου 3, Αθήνα 106 80.
Τα παιδιά, όμως, έδιναν την ψυχή τους σε εκείνη τη μικρή σκηνή, σε ένα μαγαζάκι στην ανηφόρα του κέντρου. Δεν θα πάψει ποτέ να με εκπλήσσει πόσο γοητευτικοί είναι οι άνθρωποι τη στιγμή που κάνουν αυτό που αγαπούν. Δεν τους ήξερα προσωπικά, δεν ήταν δικοί μου φίλοι, αλλά όταν τους έβλεπα να τραγουδούν με μένος στίχους που είχαν γράψει ή απλά λάτρευαν, ήμουν σίγουρη πως το αγαπούν πραγματικά. Περάσαμε διάφορα στάδια κατά τη διάρκεια του live – χαρά, λύπη, απογοήτευση, γέλιο – αλλά να σας πω την αλήθεια, αυτό προτιμώ στη μουσική. Να νιώθεις τα πάντα. Και ειδικά όταν προέρχεται από ανθρώπους που έχουν να δώσουν τόσα πολλά και δεν υπάρχει λόγος να περιορίζονται σε ένα μόνο είδος. Από Μητροπάνο σε Πασχαλίδη (ευαίσθητο σημείο) και το κλείσιμο με Χατζηφραγκέτα και freestyle στο beat, που ήταν τουλάχιστον απολαυστικό. Τα παιδιά ήταν απλά υπέροχα. Το ίδιο και το κοινό, βέβαια – αν και εδώ ίσως να μην είμαι αντικειμενική, γιατί οι περισσότεροι ήταν φίλοι μου και η ποσότητα κρασιού που καταναλώθηκε ήταν κάπως μεγάλη.
O Γιάννης Ορουτζόγλου (@yannis.orou) και ο Άγγελος Φερίκογλου (@aggelos.fer) είναι οι «Μέσα απ ‘το Δώμα.
Η ώρα πέρασε και το κρύο ήταν αρκετό για να καθόμαστε έξω και να συζητάμε μετά το live για το πού θα τρώγαμε, χωρίς κάποια συγκεκριμένη πρόταση να κερδίζει τη μάχη. Οπότε πήρα την κατάσταση στα χέρια μου και κατηφορίσαμε προς την πλατεία και τα αγαπημένα μου CrepExarchia. Είμαι σίγουρη πως υπάρχουν πολλοί άνθρωποι εκεί έξω που έχουν πολλές απόψεις για το καλύτερο “γρήγορο φαγητό” που μπορείς να φας στις 2:00 το βράδυ (και είμαι ανοιχτή σε προτάσεις), αλλά στα Εξάρχεια, εκείνη η γωνία Οικονόμου – Στουρνάρη – Θεμιστοκλέους για μένα κερδίζει.
Tα CrepExarchia θα τα βρείτε στην οδό Θεμιστοκλέους 63, Αθήνα 106 83 – μην πάτε Κυριακή, είναι πάντα κλειστά
Δεν ήμουν τρελή φαν της κρέπας πριν μετακομίσω στην Αθήνα, αλλά μία πολύ καλή μου φίλη, που θα μπορούσε να τρέφεται μόνο με κρέπες, φρόντισε να αλλάξει αυτό – και την ευχαριστώ (και για αυτό). “Η καλύτερη κρέπα της Αθήνας!” – έτσι μου το είχε πουλήσει και, για να είμαι ειλικρινής, είχε δίκιο. Και στην σωστή τιμή, πράγμα σπάνιο στις μέρες μας. Ωστόσο, το μέρος δεν είναι γνωστό μόνο για τις κρέπες του, αλλά και για τις πίτσες και τα σάντουιτς, που είναι απίστευτα δημοφιλή στον κόσμο του κέντρου. Η δική μου επιλογή; Κρέπα με μαύρη σοκολάτα και Oreo, και δεν θέλω να ακούσω σχόλια, ευχαριστώ πολύ. Γενικά, κάπου εδώ θα προτείνω να σταματήσουμε να κάνουμε bullying στους φίλους μας για τις επιλογές τους στο φαγητό – ειδικά τέτοιες ώρες. Εκτός αν επιλέγεις να φας κρέπα με blue cheese και χίλια δυο άλλα περίεργα πράγματα, ξημερώματα – this is where I draw the line!
Αν αυτή δεν ήταν μία “απλή” Πέμπτη, η βραδιά μου λογικά δεν θα τελείωνε εκεί. Ψέματα. Εκεί θα τελείωνε, αλλά μάλλον όχι τόσο “νωρίς”. Αλλά πάντα θα υπάρχει το επόμενο βράδυ – αυτό που θα βγούμε για χορό ή για κοκτέιλ και μετά για βόλτα με το αμάξι μέχρι να δούμε την αυγή. Αυτές οι νύχτες όμως, που τις γεμίζουν οι αγαπημένοι σου άνθρωποι και οι φωνές στο κεφάλι σου για λίγο σωπαίνουν, είναι οι αγαπημένες μου. Δεν ξέρω αν σωπαίνουν επειδή τις ενοχλούν τα δυνατά γέλια και η πολυφωνία ή η μουσική, ή αν απλά αναγνωρίζουν πως πλέον δεν είσαι μόνη, οπότε δεν χρειάζονται. Δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία, όμως. Χωρίς εξήγηση, αυτά είναι τα καλύτερα βράδια. Και μέχρι την επόμενη νύχτα που θα μοιραστούμε…χαιρετίσματα από μία Πέμπτη του Φλεβάρη γεμάτη μουσική και φίλους.