Την εβδομάδα που πέρασε πήγαμε θέατρο και σινεμά, κάναμε βόλτες στην πόλη, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και όσα κρατήσαμε θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Είμαι ακόμα εδώ: Το Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου αξίζει στη Φερνάντα ΤόρρεςΟ ήλιος λάμπει στο Ρίο Ντε Τζανέϊρο του 1970 και η θάλασσα πνέει γαλήνια. Όμως, η Βραζιλία τελεί κάτω από στρατιωτική δικτατορία εδώ και έξι χρόνια, είτε κατασκευάζοντας εχθρούς είτε κυνηγώντας ως τρομοκράτες όσους και όσες αντιστέκονται στο φασιστικό καθεστώς.
Στο στόχαστρο βρίσκεται ξαφνικά και ο φιλήσυχος πρώην βουλευτής του Εργατικού Κόμματος Ρούμπενς Πάϊβα καθώς ένα πρωϊνό μια ομάδα στρατιωτικών εισβάλλει στο σπίτι του, τον συλλαμβάνει και χωρίς εξηγήσεις τον οδηγεί σε κάποιον από τους χώρους βασανιστηρίων του Βραζιλιάνικου Στρατού. Είναι η τελευταία φορά που θα τον δουν και θα τον αγκαλιάσουν η γυναίκα και τα πέντε παιδιά του. Από εκείνη τη στιγμή, η γυναίκα του Γιούνις ξεκινά έναν αγώνα για να εντοπίσει τα ίχνη του Ρούμπενς με την ελπίδα ότι είναι ζωντανός και θα απελευθερωθεί σύντομα. Όμως, η αναμονή γίνεται βασανιστική και η οικογένεια Πάϊβα βρίσκεται μπροστά σε μια από τις χιλιάδες «εξαφανίσεις» που διενήργησε ο Βραζιλιάνικος Στρατός στην 21ετή παραμονή του στην εξουσία.
Σε μια εποχή, λοιπόν, που η ακροδεξιά καλπάζει σε Ευρώπη και Αμερική, η ταινία του Βάλτερ Σάλες (θυμηθείτε «Τα ημερολόγια μοτοσυκλέτας») είναι μια βαθιά, ειλικρινής καταγραφή πάνω στην αληθινή ιστορία του Ρούμπενς Πάϊβα και της γυναίκας του που μεταμορφώθηκε μέχρι το τέλος της ζωής της σε μια γενναία ακτιβίστρια – όχι μόνο για να δικαιώσει τη μνήμη του άνδρα της και για να διδάξει τα παιδιά της (και τα παιδιά της Βραζιλίας) να ζουν ελεύθερα. Ένα κοινωνικο-πολιτικό δράμα για τη μοίρα μιας χώρας που υποχώρησε κάτω από τον φασισμό, τραυματίστηκε ανεπανόρθωτα από αυτόν- τρυφερό όσο και αιχμηρό, γεμάτο οδύνη αλλά και πίστη για ένα καλύτερο αύριο· αρκεί να είμαστε εδώ, παρόντες κι όχι ράθυμοι παρατηρητές της Ιστορίας που γράφεται γύρω μας.
Όλα αυτά τα στοιχειώδη του ανθρώπινου βίου φέρνει η, γεμάτη ψυχή, ερμηνεία της Φερνάντα Τόρρες, η πρωταγωνίστρια του «Είμαι ακόμα εδώ» και το λιγότερο που της αξίζει είναι το Όσκαρ Α΄Γυναικείου Ρόλου. Σε μια από τις πιο διεισδυτικές καταγραφές για τις Δικτατορίες που ταλάνησαν τις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Και σε μια από τις πιο ωραίες ταινίες της χρονιάς.
Στέλλα Χαραμή
Η Λίλα Μπακλέση και η Άρτεμις Γρύμπλα σκηνοθετούν (σε συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Μπιμπή) και ενσαρκώνουν όλους τους ρόλους στο πολυβραβευμένο, σύγχρονο (γραμμένο μόλις το 2022) έργο «Δάφνη» της πολυσυζητημένης βρετανίδας συγγραφέως Ραφαέλλα Μάρκους, το οποίο έχει επιστρέψει αυτή τη σεζόν στο Θέατρο Ελέρ – και μάλιστα πήρε και παράταση μέχρι τις 18 Μαρτίου.
Η Δάφνη είναι μία σύγχρονη γυναίκα που χαώνεται συχνά στις αντιφάσεις, σιχαίνεται τις ταμπέλες, όμως λατρεύει τα φυτά. Βρίσκεται σε μια συνεχή αναζήτηση της ταυτότητάς της, επιθυμώντας να βρει κάποια στιγμή την ισορροπία ανάμεσα στις επιθυμίες της και την πραγματικότητα γύρω της. Με λίγα λόγια κάνει ό,τι μπορεί για να επιβιώσει στον έξω κόσμο. Σε αυτόν τον ετεροκανονικό κόσμο. Δηλαδή στον κόσμο, όπως τον ξέρουμε. Ένα βράδυ θα βγει σε ένα μπαρ και εκεί θα ερωτευτεί μία γυναίκα – μία γουόντερ γούμαν, όπως την αποκαλεί η ίδια. Οι δυο τους θα έρθουν κοντά και τότε όλα αρχίζουν, κάπως, να μπαίνουν στη θέση τους μέσα στο κεφάλι της Δάφνης. Θα μπορούσε αυτό να ονομαστεί “ευτυχία”; Μπορεί.
Όλα δείχνουν να πηγαίνουν καλά, μέχρι που ένα μικρό μυστικό από το παρελθόν της, έρχεται να ταράξει ξανά την ίδια, τη σχέση της αλλά και τη ζωή που παλεύει να φτιάξει. Και για έναν χαρακτήρα σαν της Δάφνης, που νιώθει έντονα την ανάγκη να ελέγχει το περιβάλλον της – κυρίως για να αποφύγει τις αβεβαιότητες που τη στοιχειώνουν – αυτή η ενοχή που φέρνει μαζί της η απόκρυψη μιας αλήθειας θα την κάνει να νιώσει αδύναμη, “μικρή” απέναντι στον φόβο της αποτυχίας, της απογοήτευσης, της απόρριψης, της μοναξιάς κατ’ επέκταση. Σε αυτό το συναισθηματικό της ταξίδι και τις αλλεπάλληλες εσωτερικές συγκρούσεις που συχνά την μπλοκάρουν, επί σκηνής, η Δάφνη των δύο ηθοποιών θα μάς έχει στο πλευρό της, αφού βρίσκουμε σημεία της να νιώσουμε την ταύτιση. Θέλουμε να την καταλάβουμε, και το κάνουμε. Όμως το τίμημα για ελευθερία πληρώνεται συχνά ακριβά… Υπέροχες η Λίλα και η Άρτεμις, με την καθεμία να δίνει μια διαφορετική πνοή στη δική της Δάφνη.
Ευδοκία Βαζούκη
Τα Netflix nights-είτε μας βρίσκουν με πίτσα και καλή παρέα είτε κουκουλωμένους με μια ζεστή κουβέρτα στον καναπέ έπειτα από μια κουραστική μέρα-είναι λίγο πολύ καθιερωμένα για αρκετούς από εμάς. Κάπως έτσι βρέθηκα κι εγώ να ψάχνω ένα βράδυ στις νέες κυκλοφορίες-έχοντας όρεξη για λίγο γέλιο-κι έπεσα πάνω σε αυτήν την κωμωδία. Και στα top10 των προτιμήσεων του κοινού και γαλλική-ανέκαθεν θεωρούσα αξιόλογες τις γαλλικές κινηματογραφικές παραγωγές και δεν έπεσα έξω. Η ταινία πληρούσε δύο βασικές μου προϋποθέσεις και έτσι το ‘play’ ήταν μονόδρομος. Χώρια που και η περιγραφή από μόνη της σε εξίταρε να δεις τι θα συμβεί. Τι μπορεί να κάνει ένας φρεσκοχωρισμένος νέος, που η υποψήφια νύφη τον παράτησε στα σκαλιά της εκκλησίας και πάει γαμήλιο ταξίδι σε έναν επίγειο παράδεισο αγκαζέ με τη μαμά του; Ειδικά μάλιστα όταν η μαμά του είναι ιδιαίτερα περιπετειώδης, ενώ εκείνος δεν θέλει να βλέπει άνθρωπο; Ε, τα ευτράπελα ξεκινούν από τη στιγμή που θα παριστάνουν σε όλους το ζευγάρι. Ταυτόχρονα όμως συνοδεύονται με έναν επαναπροσδιορισμό στη σχέση μητέρας-γιου, που επιτρέπει στον πρωταγωνιστή να συνειδητοποιήσει πως δεν έχασε ό,τι πολυτιμότερο είχε, αυτό βρισκόταν και βρίσκεται δίπλα του. Δεν θα κάνω όμως άλλο spoil, με την ελπίδα ότι έχει ήδη μπει στα must-watch σας. Mε ένα δυνατό καστ η κωμωδία του Nicolas Cuche θα σας κάνει να γελάσετε με την ψυχή σας, αλλά και θα σας ‘ταρακουνήσει’ με την καλή έννοια να μη θεωρείτε κανέναν αγαπημένο σας δεδομένο. Το πόσο σημαντικοί είναι οι άνθρωποί μας για εμάς οφείλουμε να το δείχνουμε κάθε μέρα..
Μιλένα Αργυροπούλου
Ο Τσαϊκόφσκι, ένα όνομα γνωστό και συνδεδεμένο με το μπαλέτο, ακόμα και στο μυαλό όσων δεν έχουν καμία σχέση με την κλασική μουσική (αφού η μουσική του επενδύει τα δύο ίσως διασημότερα μπαλέτα όλων των εποχών, τη Λίμνη των Κύκνων και τον Καρυοθραύστη), έχει καταφέρει το μεγαλύτερο επίτευγμα για έναν καλλιτέχνη: να μπορεί το έργο του να συγκινεί διαχρονικά και να αγγίζει ανθρώπους ανεξαρτήτως μουσικής παιδείας. Και πραγματικά, ακόμα και 130 χρόνια μετά τον θάνατό του, δεν νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος – ακόμα και αυτοί που δηλώνουν εχθροί της κλασικής μουσικής – που να ακούει για παράδειγμα τη variation του Μαύρου Κύκνου και να μην ανατριχιάζει, ή που να μην έχει συνδέσει λιγάκι τα Χριστούγεννα με μελωδίες από τον Καρυοθραύστη.
Πρέπει όμως να ομολογήσω πως, όσο αγαπημένα μου είναι τα μπαλέτα του Τσαϊκόφσκι, άλλο τόσο άγνωστο μου ήταν το υπόλοιπο έργο του καθώς και η ζωή του. Δεν γνώριζα καθόλου γεγονότα της προσωπικής του ζωής όπως την πρόωρη απώλεια της μητέρας του ή την queer ταυτότητά του, ούτε είχα ποτέ συλλογιστεί το κοινωνικο-πολιτικό υπόβαθρο μέσα στο οποίο γεννήθηκε η τέχνη του. Για πρώτη φορά με έφερε σε επαφή με όλα αυτά στο μπαλέτο «Τσαϊκόφσκι» του Καγετάνο Σότο και του Ντάριο Σούσα που ξεκίνησε από τη Ριέκα της Κροατίας και ήρθε για λίγες μόνο παραστάσεις στο ΚΠΙΣΝ, με τους χορευτές της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Βασισμένη στις χιλιάδες επιστολές του συνθέτη που εκδόθηκαν τα τελευταία χρόνια, η παράσταση δίνει ένα ιδιαίτερο insight στη ζωή του Τσαϊκόφσκι χωρίς να διηγείται τα γεγονότα της. Πιο πολύ εμπνέεται από πτυχές της και, μέσα από την ανάγνωση αποσπασμάτων από τις επιστολές του, μεταφέρει το συναίσθημα πίσω από τις καταστάσεις που βίωνε: τον εσωτερικό διχασμό, την απώλεια, την καταπίεση και τον εγκλωβισμό στις κοινωνικές συμβάσεις.
Η χορογραφία του Σότο συνδυάζει στοιχεία από πολλά είδη χορού, με το αποτέλεσμα να είναι ένα κράμα εξαιρετικά ενδιαφέρον και εντυπωσιακό που δύσκολα μπορείς να το χαρακτηρίσεις με ακρίβεια ως προς το είδος του. Το έργο δεν είναι μόνο εξαιρετικά απαιτητικό τεχνικά, αλλά και πολύ ιδιαίτερο εκφραστικά, αφού οι χορευτές χρησιμοποιούν όχι μόνο το σώμα και την έκφρασή τους, αλλά και τη φωνή τους. Διάλογοι, κραυγές, ακόμα και τραγούδι προκύπτουν οργανικά μέσα από την ένταση της κίνησης.
Η ιδιαίτερη χορογραφία του Σότο, οι συναισθηματικά φορτισμένες επιστολές του Τσαϊκόφσκι και φυσικά οι αριστουργηματικές του συνθέσεις – Ο Ύμνος αρ. 6 από την Εσπερινή Λειτουργία, η διάσημη Πολωνέζα από την Γ΄ Πράξη της όπερας Ευγένιος Ονιέγκιν και πολλές ακόμη περισσότερο ή λιγότερο γνωστές μουσικές του- σε συνδυασμό με τον φωτισμό και τα σουρεάλ στοιχεία του σκηνικού συνθέτουν μια υπερβατική ατμόσφαιρα και μια συνολική εμπειρία ανατριχιαστική. Μια παράσταση που θα έβλεπα και δεύτερη φορά αν προλάβαινα.
Shout out και στον ευγενέστατο κύριο μπροστά μου που αγχωνόταν πολύ για το αν βλέπω καλά!
Ιωάννα Λυκουροπούλου
Σαν Έλληνες, δεν φημιζόμαστε για την ιδιότητά μας στη συσπείρωση γύρω από έναν κοινό σκοπό. “Αγαπάμε” τη διχόνοια, “αγαπάμε” τον δικομματισμό – αυτά που μας χωρίζουν πάντα έπνιγαν εκείνα που μας ενώνουν. Προσωπικά δεν πιστεύω απαραίτητα στην «ψυχή του Έλληνα» που πάντα αναγεννιέται από τις στάχτες της επειδή δεν μπορεί την αδικία, ή ό,τι άλλο. Σπάνια νιώθω περήφανη για τους συνανθρώπους μου και τους συμπολίτες μου σαν σύνολο.
Η Παρασκευή 28/2 ήταν ίσως η μοναδική ημέρα της ζωής μου που ένιωσα περήφανη για τους Έλληνες πολίτες – για τους ανθρώπους. Όταν κάθε μαγαζί/ οργανισμός/ όμιλος/ θέατρο/ σκηνή κατέβασε ρολά – και ό,τι δεν έκλεισε, ντράπηκε που υπήρξε. Όταν απολύτως διαφορετικοί και αντίθετοι άνθρωποι βρέθηκαν στον ίδιο δρόμο, την ίδια ώρα, την ίδια μέρα, με τον ίδιο σκοπό. Τότε. Δεν είχα δει ποτέ τόσους ανθρώπους μαζεμένους στη ζωή μου. Και όσο και δύσκολο να ήταν να αναπνεύσω ανά συνθήκες – γιατί το άγχος δεν φεύγει, γιατί ο κόσμος ήταν ατελείωτος, γιατί ο φόβος υπήρχε – η αίσθηση πως δεν είμαι μόνη θα γεμίζει με μια μοναδική πληρότητα την ψυχή μου πάντα.
Σχεδόν 800.000 άνθρωποι (ή 170.000, σύμφωνα με την ΕΛΑΣ – ό,τι πιστεύει ο καθένας) βάλαμε την οικογένεια κάποιου άλλου πάνω από τη δικιά μας, βγήκαμε από το σπίτι μας γιατί το παιδί κάποιου άλλου πέθανε – γιατί τυχαία δεν πεθάναμε εμείς. Γιατί ανεξαρτήτως της, ίσως γενετήσιας ανάγκης μας να εναντιωθούμε ο ένας στον άλλον, εκείνη την Παρασκευή υπήρξαμε «μαζί» – 57 φορές «μαζί» – για τη δικαίωση και τη δικαιοσύνη. Σε κάθε δρόμο, σε κάθε στενό, σε κάθε κάγκελο. Ήμασταν «μαζί», για εκείνους που δεν έφτασαν για να είναι μαζί μας.
Μαρία Βαλτζάκη
Η πορεία για τα Τέμπη ήταν μεγαλειώδης, ιστορική, καθοριστική για όλους εκείνους τους λόγους, που ανέφερε πιο πάνω η συνάδελφος, Μαρία Βαλτζάκη. Εκατοντάδες χιλιάδες (πολλοί μιλούν και για ένα εκατομμύριο κόσμου) πλημμύρισαν τους δρόμους και η λαϊκή απαίτηση να πληρώσουν όλοι, όσοι συντέλεσαν στο έγκλημα των Τεμπών, είναι πιο ξεκάθαρη και ηχηρή από ποτέ. Και ποιος δεν θα ήθελε, δηλαδή, να πληρώσουν οι ένοχοι; Ποιος μπορεί να ακούει τον θρήνο μιας μητέρας και να μένει ανεπηρέαστος; Μάλλον αυτοί που λίγα λεπτά μετά έριχναν χημικά σε νέους, ηλικιωμένους, γονείς με παιδιά, για να διαλύσουν την πορεία και να αποπροσανατολίσουν από την πραγματική ουσία της ημέρας. Όχι ότι δεν το περιμέναμε. Όλες τις προηγούμενες ημέρες, στα κανάλια άκουγες υπουργούς και δημοσιογράφους να “απειλούν” ότι “θα καεί η Αθήνα”. Εντάξει, αν έχεις ξαναβρεθεί σε πορεία ξέρεις ότι αυτά τα πολύ βολικά “επεισόδια” από γνωστούς – αγνώστους (που λίγα λεπτά πριν τα έλεγαν με μέλη της αστυνομίας, όπως βλέπουμε στα δεκάδες στιγμιότυπα που κυκλοφορούν στα social media) είναι γνωστή τακτική για την διάλυση σχεδόν κάθε πορείας. Ήλπιζα όμως ότι αυτή τη μια φορά, θα είχαν έστω περισσότερο… τακτ. Τελικά όχι. Την ώρα που εκατοντάδες χιλιάδες ήταν ακόμη στον δρόμο, ακούσαμε τον ήχο από τα δακρυγόνα και παλεύαμε να κρατήσουμε τη ψυχραιμία μας, γνωρίζοντας ότι για εκείνους οι ανθρώπινες ζωές δεν σημαίνουν τίποτα. Για εμάς όμως σημαίνουν και μάλιστα πολλά. Γι’αυτό και θα είμαστε πάντα εκεί, σε κάθε κάλεσμα, να επιλέγουμε συνειδητά και θαρρετά τις ζωές μας – και όχι το κέρδος τους.
Υ.Γ: Όταν επέστρεψα επιτέλους σπίτι μετά την πορεία και άνοιξα την τηλεόραση, ανακατεύτηκα. Εννοείται ότι τα επεισόδια ήταν σε πρώτο πλάνο, εννοείται ότι έβαλαν τα δυνατά τους για να υποτιμήσουν τη σημασία της ημέρας. Επειδή οι εικόνες ψέματα δεν λένε, προσπάθησαν να φτιάξουν μια όμορφη εικόνα, πλάθοντας τη φαντασίωση μιας απολιτικ μάζας, που πήρε “άδεια” από τη δουλειά (ναι ακούστηκε αυτό σε ημέρα απεργίας) για να εκφράσει “δυσαρέσκεια”. Είμαστε άνθρωποι σκεπτόμενοι, γνωρίζουμε πολύ καλά τις πολιτικές προεκτάσεις της τραγωδίας – άλλωστε γι’αυτό κατεβήκαμε. Δεν πρόκειται για απλή δυσαρέσκεια, αλλά για χειμαρρώδη αγανάκτηση. Και ναι, δεν έχουμε προσδοκίες από την διαχρονικά ανίκανη “δικαιοσύνη” τους, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι θα σταματήσουμε να φωνάζουμε για τα αυτονόητα.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου