Οι φοιτητές Λυδία Συκαρά και Δαρεία Χυτήρη της κατεύθυνσης «Πολιτισμός και Πολιτιστική Διαχείριση» του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου, επέλεξαν το monopoli.gr για τη συνέντευξή τους με τον εκτελεστή κρουστών Γιάννη Ψαράκη και τον συνθέτη Ιάσονα Μαρούλη, οι οποίοι συνεργάζονται στη συναυλία Crossroads/ Ταξιδεύοντας στον χρόνο και στον ήχο, που θα πραγματοποιηθεί στη Μικρή Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση στις 7 Μαρτίου 2025. Είναι η τέταρτη συναυλία του προγράμματος “Μια Γέφυρα Μουσικής πάνω από τη Συγγρού vol. 10”, όπου το κοινό καλείται να ταξιδέψει σε μονοπάτια γνώριμα και μη, εξερευνώντας τον μουσικό χωρoχρόνo από τον Μεσαίωνα μέχρι σήμερα.
Για δέκατη συνεχή χρονιά, η «Γέφυρα Μουσικής Πάνω από τη Συγγρού vol. 10» φέρνει στο προσκήνιο νέες μουσικές διαδρομές και σύγχρονες ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Οι φοιτητές της κατεύθυνσης «Πολιτισμός και Πολιτιστική Διαχείριση» του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, αναλαμβάνουν την προώθηση των συναυλιών, σε συνεργασία με τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
Ο Γιάννης Ψαράκης είναι διπλωματούχος του Ωδείου Αθηνών (τάξη ορχηστρικών κρουστών με καθηγητή τον Δημήτρη Δεσύλλα), αποκτώντας επαίνους και υποτροφίες όπως το πρόγραμμα “Υποτροφίες Μουσικής Γεωργίου & Μάρης Βεργωτή”. Έχει συνεργαστεί με το σύνολο κρουστών του Ωδείου Αθηνών, με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, την Φιλαρμόνια Ορχήστρα και με την Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση στο πλαίσιο του “big bang festival”, καθώς και με την Καμεράτα – Ορχήστρα Φίλων της Μουσικής. Αυτό τον καιρό συνεργάζεται με το σύνολο σύγχρονης μουσικής «àktapha», το οποίο επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά σε έργα του 21ου αιώνα. Ο Ιάσονας Μαρούλης είναι συνθέτης σύγχρονης μουσικής, με σπουδές στη Βασιλική Ακαδημία Μουσικής του Λονδίνου και στο Πανεπιστήμιο Μουσικής και Παραστατικών Τεχνών του Γκρατς. Έχει συνεργαστεί με πληθώρα καλλιτεχνών και έχει παρουσιάσει έργα του σε συναυλίες σύγχρονης μουσικής, ενώ παράλληλα μοιράζεται δείγματα της δουλειάς του στο κανάλι του στο YouTube. Συμμετείχε στον Κύκλο Εργαστηρίων Σύνθεσης της Εθνικής Λυρικής Σκηνής το 2024.
Είχαμε την χαρά να τους γνωρίσουμε και να κάνουμε μια συζήτηση εφ’ όλης της ύλης για τη μουσική τους, τις επιρροές τους, αλλά και όλες τις λεπτομέρειες σχετικά με την συναυλία που αναμένουμε στις 7 Μαρτίου στην Μικρή Σκηνή της Στέγης.
Γιάννης Ψαράκης, Φωτογραφία Πέτρος Κολοτούρος
Γιάννης Ψαράκης:Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, οι καταβολές μου είναι με κάποιον τρόπο στη παραδοσιακή μουσική, με αυτήν ξεκίνησα. Ο πατέρας μου ήταν από τη Κρήτη, οπότε αυτό σήμαινε πως και εγώ θα “έπρεπε” να ασχοληθώ με την κρητική μουσική και τους χορούς, με είχε εγγράψει η μητέρα μου σε μαθήματα κρητική λύρας και χορού από την αγάπη της για τον πατέρα μου.
Γ.Ψ:Όχι, είχε ασχοληθεί με την μουσική μια περίοδο και ήταν κάτι που υπήρχε στο σπίτι μας αλλά η ειδικότητα του δεν ήταν αυτή. Ασχολήθηκα με την κρητική μουσική, αλλά, όταν μπήκα στην εφηβεία ήθελα σαν σωστός έφηβος και εγώ να κάνω την προσωπική μου επανάσταση. Ξεκίνησα λοιπόν να παίζω ντραμς στην ηλικία των 12 και για καιρό ασχολήθηκα παίζοντας metal και punk. Έπαιξα με διάφορες μπάντες σχεδόν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας και σε πολλά φεστιβάλ. Από τα τέλη της εφηβείας μου και μετά είχα αρχίσει να έρχομαι σε επαφή με την συμφωνική μουσική. Τότε άρχισα να επεξεργάζομαι την ιδέα να ασχοληθώ με τα κλασικά κρουστά έτσι ώστε να έχω μια πιο πολυσχιδή οπτική στον τρόπο που παίζω, να γνωρίσω και άλλα στυλ και τελικά τα όργανα αυτά με κέρδισαν. Ξεκίνησα τις σπουδές μου στα 22 και είμαι πρόσφατα διπλωματούχος, αποφοίτησα τον Ιούνιο από το Ωδείο Αθηνών στην τάξη του Δημήτρη Δεσύλλα. Έχω συνεργαστεί, μαζί με το σύνολο κρουστών του Ωδείου Αθηνών, με ορχήστρες όπως η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, η Φιλαρμόνια, και έχουμε κάνει παραγωγή για τη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση στα πλαίσια του “Βig Βang festival”. Έχω επίσης συνεργαστεί με την Καμεράτα – Ορχήστρα Φίλων της Μουσικής.
Με τι ασχολείστε αυτή την περίοδο;Γ.Ψ: Ανάμεσα σε διάφορα καλλιτεχνικά project, συμμετέχω ως ιδρυτικό μέλος στο σύνολο σύγχρονης μουσικής «àktapha», όπου έχουμε επικεντρωθεί σχεδόν αποκλειστικά σε έργα του 21ου αιώνα και τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό. Επίκεντρο μας είναι οι λεγόμενες Σύγχρονη & Νέα Μουσική. Οργανώνουμε παραγωγές και ετήσια σεμινάρια σύνθεσης. Αυτή την περίοδο σχεδιάζουμε και άλλες εξ μουσικές Επίσης, συμμετέχω στο Σύνολο Κρουστών του Ωδείου Αθηνών με το οποίο παρουσιάζουμε έργα από όλο το φάσμα και περιόδους της μουσικής δημιουργίας.
Πως αισθάνεστε για την συναυλία και τα έργα που θα ερμηνεύσετε;Γ.Ψ: Είναι αλήθεια μεγάλη χαρά και τιμή για μένα να μπορώ να παρουσιάσω αυτά τα έργα στην Στέγη και νιώθω ευγνώμων για την ευκαιρία. Πιο συγκεκριμένα, τα δύο έργα που θα παρουσιάσω είναι το “Shiver Lung Νo 2” της συνθέτριας Ashley Fure (1982-), το έργο για σόλο κρουστά του συνθέτη Mark Andre (1964), “S2” και φυσικά το νέο έργο – ανάθεση της Στέγης για την συναυλία – του συνθέτη Ιάσονα Μαρούλη “Αυλίδα”, σε συνεργασία με τον τενόρο Μάριο Μανιατόπουλο.
Θα μπορούσατε να μας πείτε λίγα λόγια για αυτά;Γιάννης Ψαράκης: Το ζήτημα της χορογραφίας και της κίνησης βρίσκεται πολύ άμεσα στον πυρήνα της εκτέλεσης των κρουστών
Γ.Ψ: Βεβαίως. Το “Shiver Lung Νo 2” χρησιμοποιεί δύο ηχεία τα οποία πάλλονται σε πολύ χαμηλές συχνότητες ώστε να μην ακούγονται καθόλου. Ο στόχος, είναι να φέρω στον αντιληπτό κόσμο τον ανάκουστο παλμό των ηχείων μέσω διάφορων υλικών. Η συνθέτρια καλεί τον performer να χρησιμοποιήσει υλικά όπως κολιέ και χαρτόνια τα οποία είναι κατασκευάζονται από τον εκτελεστή. Έπρεπε λοιπόν να βρω πώς θα είναι οι διαστάσεις τους, πως θα τα κόψω, ποιο θα είναι το πάχος τους, αλλά και ποιο παράγει την καλύτερη ποιότητα ήχου. Επίσης χρησιμοποιούνται και αλλά μέσα όπως κουρτίνες από μεταλλικές μπάρες (chimes). Όλα αυτά οδηγούν σε ένα πλούσιο ηχοχρωματικό ταξίδι. Το “S2” αποτελεί το μοναδικό έργο για σόλο κρουστά του Mark Andre και χρησιμοποιεί μια πληθώρα μεταλλικών κυρίως οργάνων, πάνω σε ορχηστρικά τύμπανα. Κατά την γνώμη μου έχει βαθύτατα πνευματικό χαρακτήρα. Η “Αυλίδα” είναι έργο για σόλο κρουστά και τενόρο. Χρησιμοποιεί ένα αυτοσχέδιο σήμαντρο που έχει κατασκευάσει ο Ιάσονας και το κείμενο που αξιοποιείται για τον τενόρο είναι από την «Iφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη.
Γ.Ψ: Το έργο χρειάζεται δύο ηχεία μεσαίου μεγέθους τα οποία είναι γυμνά. Η συχνότητά τους ελέγχεται από τον εκτελεστή μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή και ενός προγράμματος που έχει φτιάξει η ίδια η συνθέτρια για το έργο αυτό. Ψάξαμε πολύ για να βρούμε τα κατάλληλα ηχεία για το συγκεκριμένο στήσιμο. Από πλευράς μου έπρεπε να κάτσω να διαβάσω τις λεπτομερέστατες τεχνικές οδηγίες της συνθέτριας σχετικά με τα υλικά και τα αντικείμενα που θα χρησιμοποιήσω πάνω από τα ηχεία. Υπήρξε και επικοινωνία μεταξύ μας. Το στήσιμο και η διαδικασία εκτέλεσης έχει έναν «τελετουργικό» χαρακτήρα. Ενυπάρχει το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού σε κάποια σημεία σχετικά με το πως θα προσεγγίσω εγώ το τι κάνω πάνω από τα ηχεία αλλά ταυτόχρονα πρέπει να υπάρχει η αίσθηση της χορογραφίας και κίνησης.
Γ.Ψ: Το ζήτημα της χορογραφίας και της κίνησης βρίσκεται πολύ άμεσα στον πυρήνα της εκτέλεσης των κρουστών γενικότερα. Πρέπει να είμαστε πολύ συνειδητοί και συνειδητές για το πως χρησιμοποιούμε το σώμα, τι διαθέσεις δείχνουμε και να έχουμε επίγνωση του τι συμβαίνει και που πηγαίνουμε ανά πάσα στιγμή. Λόγω των μορφών των έργων που καλούμαστε να εκτελέσουμε, συχνά αναγκαζόμαστε να γνωρίζουμε πού παίζουμε χρησιμοποιώντας την περιφερειακή μας όραση. Οι εναλλαγές ενδέχεται να είναι τόσο ραγδαίες και πολύμορφες και δεν γίνεται να είναι κανείς προσηλωμένος αποκλειστικά πάνω στο μουσικό κείμενο. Οφείλει να γνωρίζει ήδη τι συμβαίνει στο κείμενο και να κινείται με το σώμα του ή της, ανάλογα. Επιπλέον, ενδέχεται, σε κάποια έργα ο συνθέτης να μας καλεί να τηρήσουμε συγκεκριμένες οδηγίες ως προς την κίνηση και τις χειρονομίες. Σε πολλά σημεία το ίδιο ισχύει και για την “Αυλίδα” του Ιάσονα Μαρούλη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα με πλήρως καταγεγραμμένες κινήσεις φυσικά, είναι οι Αναπαραστάσεις του Γιάννη Χρήστου.
Αναφέρατε ότι στο έργο της Ashley Fure υπάρχουν λεπτομερείς οδηγίες. Ποσό αυστηρά πρέπει να τις ακολουθεί ο performer;Γ.Ψ: Πάντοτε πρέπει οι οδηγίες να τηρούνται με απόλυτο σεβασμό. Οι οδηγίες της Fure έχουν ως βασική αναφορά τα υλικά και τον τρόπο που διαδέχονται το ένα το άλλο.
Γ.Ψ: Νομίζω πως η μουσικότητα έγκειται στο να μπορείς να εκμαιεύσεις τον χαρακτήρα του κάθε έργου, δηλαδή να ξέρεις ποια σημεία πρέπει να αναδειχθούν περισσότερο, να υπάρχει συνοχή στο πως διαδέχονται σημεία του μουσικού κειμένου το ένα το άλλο, και φυσικά να υπάρχει η τεχνική κατάρτιση για να το κάνεις αυτό. Με λίγα λόγια, να στηθεί μια ολοκληρωμένη και εμπεριστατωμένη κατασκευή του ήχου και να υπάρχει η ανάλογη ψυχική και πνευματική προσέγγιση σε σχέση με τον χαρακτήρα της κάθε στιγμής.
Ιάσων Μαρούλης, φωτογραφία Νίκος Γεωργατσέλος
Ιάσων Μαρούλης: Η μουσική μου στηρίζεται πάνω σε 2 βασικούς πυλώνες. Ο ένας πυλώνας είναι ο ήχος και η έρευνα πάνω στον ήχο. Με τον όρο έρευνα εννοώ την βαθιά και συγκεντρωμένη μελέτη πάνω στα όργανα για τα οποία γράφω και το πώς μπορώ με λιτά μέσα να έχω ένα πλούσιο υλικό. Ο δεύτερος πυλώνας είναι η προσπάθεια δημιουργίας συνδέσεων μεταξύ ήχων που φαίνονται αρχικά ετερόκλητοι, δηλαδή ήχων που υπό άλλες συνθήκες δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι ταιριάζουν μαζί. Υπάρχει μια αρκετά μεγάλη παράδοση ήδη από τις δεκαετίες ’60 και ’70 στην Ευρώπη, όπου αναπτύχθηκαν από τους συνθέτες της εποχής διάφορες μέθοδοι για τη σύνδεση τέτοιων ετερόκλητων ήχων. Αυτή είναι μάλιστα μια παράδοση με την οποία νιώθω αρκετά συνδεδεμένος και στην οποία για αρκετό καιρό αναρωτιόμουν πως θα μπορούσα να συμβάλω.
Ι.Μ:Ένας τρόπος ο οποίος θα μπορούσε να ανοίξει ένα μονοπάτι προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η έρευνα της σχέσης μεταξύ ήχου και σώματος. Γιατί θεωρώ σημαντικό ένα τέτοιο συσχετισμό; Η μουσική αυτή, είναι ξεκάθαρο, δυστυχώς, ότι δεν έχει σχέση με το κοινωνικό γίγνεσθαι της καθημερινότητας μας πλέον. Ιδιαίτερα, αν τη συγκρίνουμε με το παρελθόν της κλασικής μουσικής, βλέπουμε ότι είναι αρκετά έντονος ο διαχωρισμός. Παλιότερα οι συνθέτες μπορούσαν να συνδέουν πολλά ετερόκλητα στοιχεία (ετερόκλητα στον βαθμό που το επέτρεπε η εποχή), απλούστατα επειδή υπήρχε πίσω από το έργο τους μια τεράστια παράδοση, με την οποία το κοινό ήταν εξοικειωμένο, και η οποία επέτρεπε να υπάρχει ένα κοινό μέσω επικοινωνίας μεταξύ μουσικών και ακροατών. Αυτή η πολυτέλεια σήμερα δεν υπάρχει. Συνεπώς, έπρεπε να βρω έναν τρόπο, ώστε η μουσική μου να μην απευθύνεται απλώς στην ακαδημαϊκή κοινότητα, εντός της οποίας υπάρχουν αυτές οι κοινές αναφορές, αλλά παράλληλα να συμπεριλαμβάνει και τη διεύρυνση των μουσικών εκφραστικών μέσων που συντελέστηκε τα τελευταία χρόνια, καθώς τα μέσα αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικά για εμένα. Να είναι δηλαδή μία μουσική που ασχολείται με τον ήχο στην ολότητά του και όχι μονάχα με παραδοσιακά στοιχεία όπως μελωδίες ή συγχορδίες. Το σώμα λοιπόν, θεώρησα πως είναι ένα πολύ γόνιμο έδαφος για έρευνα προς μία τέτοια μέθοδο γεφύρωσης των δύο προαναφερθέντων απαιτούμενων στοιχείων.
Πού βασίζετε αυτή τη θεωρία για το σώμα;Ι.Μ: Το γεγονός ότι η τεχνολογική εξέλιξη της ανθρωπότητας είναι απίστευτα ραγδαία, μας δημιουργεί την αίσθηση ότι και ο άνθρωπος ως άνθρωπος έχει την ίδια ραγδαία εξέλιξη και σωματικά και ψυχικά. Αν μελετήσουμε όμως παλιότερες μορφές τέχνης, όπως αρχαιοελληνικές τραγωδίες για παράδειγμα, ή κλασική ινδική μουσική ή το θέατρο Νο της Ιαπωνίας, θα δούμε ότι ασχολούνται (με διαφορετικό τρόπο η κάθε μία) με τις ίδιες πτυχές της ανθρώπινης φύσης που μας απασχολούν ακόμα και σήμερα. Είναι μορφές τέχνης που παρότι είναι τόσο παλιές και προέρχονται από διαφορετικούς πολιτισμούς, έχουν την δυνατότητα να μας συγκινούν και να μας ταρακουνούν. Και αυτό μου δείχνει ότι υπάρχει κάτι το οποίο συνεχίζει να υφίσταται ανεξάρτητα από τον πολιτισμό, τον τόπο και τη χρονική περίοδο που βρισκόμαστε και το οποίο θεωρώ πως σ’ έναν τουλάχιστον βαθμό πηγάζει από το σώμα. Υπάρχει κάτι βαθιά μέσα μας το οποίο διατηρείται σταθερό και είναι αυτό που ονομάζουμε κλασικό. Αυτά τα στοιχεία έχουν την δυνατότητα να υπερβαίνουν πολιτισμικά χαρακτηριστικά και πιστεύω πως η έρευνα πάνω σε αυτά, με καλλιτεχνικά πάντα μέσα, μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ της σύγχρονης μουσικής δημιουργίας, στην οποία ανήκει το έργο μου, και του κοινού που δεν είναι εξοικειωμένο με τα μέσα έκφρασης που η μουσική αυτή χρησιμοποιεί.
Αυτό βρίσκει πρακτική εφαρμογή στην δουλειά σας;Ιάσων Μαρούλης: Υπάρχει κάτι βαθιά μέσα μας το οποίο διατηρείται σταθερό και είναι αυτό που ονομάζουμε κλασικό
Ι.Μ: Βεβαίως. Είναι άκρως απαραίτητο να μην μένουμε μόνο σ’ ένα θεωρητικό επίπεδο. Αρχικά, αποφασίζω ποια είναι η θεματική του εκάστοτε έργου. Ας πούμε για παράδειγμα ότι ασχολούμαι με τον θρήνο. Πρέπει να σκεφτώ τι περιλαμβάνει αυτή η θεματική. Aφού συλλέξω κάποιο βασικό αρχικό υλικό που σχετίζεται με το εκάστοτε όργανο που χρησιμοποιώ, μπαίνω σε μία διαδικασία να συνειδητοποιήσω, να περάσω χρόνο με τον εαυτό μου, και να προσπαθήσω να καταλάβω το πώς αισθάνομαι στο σώμα μου όλα όσα συμπεριλαμβάνονται στην θεματική θρήνος. Ποιο είναι το αντίκτυπο τους πάνω μου, πού ακριβώς στο σώμα μου τα νιώθω; Είναι ξεκάθαρο πως το κάθε συναίσθημα το αισθανόμαστε σε διαφορετικά μέρη του σώματος, καθώς και πως το σώμα μας αντιδρά και διαφορετικά σε κάθε συναίσθημα. Επομένως αφού έχω κάνει αυτή την έρευνα και την σύνδεση μεταξύ της θεματικής μου και του πώς το σώμα μου ανταποκρίνεται στα ερεθίσματα που μου δημιουργεί, προσπαθώ να βρω ήχους που έχουν ένα αντίστοιχο αντίκτυπο πάνω μου και τους οποίους βιώνω σωματικά με έναν παρόμοιο τρόπο. Να το πω λίγο πιο αφηρημένα, ήχους που «δονούν» τα ίδια σημεία του σώματος μου. Μετά βέβαια, έρχεται το μεγάλο ερώτημα το οποίο δημιουργεί και την ανάγκη για το επόμενο συνθετικό βήμα: αυτή η διαδικασία κατά πόσο έχει σχέση με τον άνθρωπο ως άνθρωπο και κατά πόσο έχει σχέση με εμένα προσωπικά;
Φαντάζομαστε ότι αυτό έχει να κάνει με τις προσλαμβάνουσες και το υπόβαθρο του κάθε ατόμου, σωστά; Από την άλλη, μίλησατε και για το καθολικό σαν έννοια. Για μία μουσική που να απευθύνεται, κατά κάποιον τρόπο, σε όλους τους ανθρώπους. Πώς γεφυρώνονται αυτά τα δύο;Ι.Μ: Το να απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους το θεωρώ αδύνατο και ίσως ακόμη και ολοκληρωτικό, επομένως αυτό δεν είναι κάτι που μ’ ενδιαφέρει. Θεωρώ ανάγκη όμως, όπως είπα και πριν, το έργο μου να μπορεί να έχει αντίκτυπο σε άτομα που θέλουν να έρθουν σ’ επαφή με αυτό, ανεξάρτητα από το υπόβαθρό τους. Και εδώ έρχεται το κομμάτι της έρευνας. Σε αυτή την φάση, αρχίζω και ψάχνω ηχητικά ντοκουμέντα, κείμενα, και γενικά διάφορες μορφές τέχνης από όλα τα μέρη του κόσμου και από διαφορετικές περιόδους. Εκεί ψάχνω να βρω αν μπορώ να αναγνωρίσω κάποια κοινά στοιχεία ανάμεσα σε αυτά και στο υλικό που έχω συλλέξει από την έρευνα του εαυτού μου. Όταν αυτοί οι δυο κόσμοι έρχονται πλάι πλάι, δημιουργείται ένα κόσκινο. Αρχίζω λοιπόν και απορρίπτω το υλικό που συνειδητοποιώ πως προέρχεται από αμιγώς προσωπικά μου στοιχεία και δεν σχετίζεται καθόλου με μια βαθύτερη πτυχή της ανθρώπινης φύσης. Στο τέλος, μένουν μερικοί μόνο ήχοι πάνω στους οποίους ξεκινάω να δουλεύω. Θα δώσω ένα παράδειγμα πάλι για να σας δείξω τι εννοώ. Είναι συχνό όταν μιλάμε για θρήνο και μουσική σε διάφορους πολιτισμούς ανά τον κόσμο να βλέπουμε πως οι μελωδίες έχουν μια κατιούσα τάση. Μια από τις κυρίαρχες θεωρίες σχετικά με το γιατί συμβαίνει αυτό είναι ότι η θρηνητική μουσική συνδέεται με τον αναστεναγμό, ο οποίος έχει και αυτός κατιούσα τάση. Σε αυτή την περίπτωση η μουσική συνιστά μία στυλιζαρισμένη αναπαράσταση αυτού του αναστεναγμού. Αυτός ο συσχετισμός είναι πολύ κυριολεκτικός, και τέτοιου είδους συσχετισμοί είναι συχνά αρκετά αποτελεσματικοί. Σε αυτό το παράδειγμα όμως, εξίσου σημαντικό θα ήταν για μένα να εξετάσω όχι μόνο το πως ακούγεται ο αναστεναγμός, αλλά το πώς αισθάνομαι τον αναστεναγμό εκείνη τη στιγμή που τον βιώνω και τι ήχος μπορεί να παραχθεί, ο οποίος να μου δημιουργεί αίσθηση αντίστοιχη του αναστεναγμού.
Ακούγεται αρκετά χρονοβόρα διαδικασία, βάζετε κάποιο περιθώριο στον εαυτό σας;Ι.Μ: Η αλήθεια είναι ότι παίρνει πολύ χρόνο και συνήθως είναι τουλάχιστον το ένα τρίτο της συνθετικής διαδικασίας.
Τι όργανα περιλαμβάνει το έργο που γράφετε για τη συναυλία στη Στέγη;Ι.Μ:Το έργο της συναυλίας είναι γραμμένο για φωνή και κρουστά. Για τα κρουστά επέλεξα να χρησιμοποιήσω μια σανίδα ξύλο, ένα DIY σήμαντρο για το οποίο έχω ήδη γράψει ένα έργο.
Τι είναι για σας το σήμαντρο και πως συνδέεται με τη φωνή;Ι.Μ: Το όργανο το ίδιο είναι έντονα συνδεδεμένο με τη χρήση του σε μοναστήρια. Παρ’ όλα αυτά, χωρίς να αγνοώ αυτή τη σύνδεση (καθώς προσφέρει μια αναγνωρίσιμη αναφορά πάνω στην οποία κανείς μπορεί να χτίσει) έχω προσπαθήσει να μην μείνω σε αυτό, αλλά να κατευθύνω τον χαρακτήρα του προς μία κατεύθυνση που μ’ ενδιαφέρει και με εκφράζει περισσότερο. Ο επαναπροσδιορισμός του τι θα μπορούσε να είναι το σήμαντρο ως μουσικό όργανο έχει προέλθει από μια ενδελεχή αναζήτηση της σχέσης μεταξύ του οργάνου και του σώματος. Στα πλαίσια αυτής της σωματικής έρευνας έχει γίνει και η σύνδεση του με τη φωνή, η οποία έχει προφανώς θεμελιώδη και άρρηκτη σχέση με το σώμα.
Πώς νιώθετε που το έργο αυτό θα ακουστεί πλάι στα έργα για σόλο κρουστά της Ash Fure και του Mark Andre για τα οποία μας μίλησε ήδη ο Γιάννης Ψαράκης;Ι.Μ: Είναι ιδιαίτερη χαρά μου που το κομμάτι θα παρουσιαστεί πλάι σε έργα της Ashley Fure και του Mark Andre καθώς τη μουσική και των δύο θαυμάζω εδώ και πολλά χρόνια, και έμμεσα αλλά και άμεσα έχει επηρεάσει και τη δική μου μουσική αντίληψη.
Έχετε να μοιραστείτε κάτι από την συνεργασία σας με τον Γιάννη Ψαράκη και τον τενόρο Μάριο Μανιατόπουλο που θα ερμηνεύσουν το έργο σας;Ι.Μ: Και ο Γιάννης και ο Μάριος έχουν προσεγγίσει το έργο μου μ’ εμπιστοσύνη κι ενδιαφέρον, για το οποίο είμαι ιδιαιτέρως ευγνώμων. Με τον Γιάννη συνεργαζόμαστε στενά ήδη εδώ και αρκετό καιρό, οπότε γνωρίζει και καταλαβαίνει τη μουσική μου και πάντα αισθάνομαι πως την αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη ευαισθησία. Και με τον Μάριο όμως, με τον οποίο συνεργαζόμαστε πρώτη φορά, παρ’ όλες τις τεχνικές ιδιαιτερότητες του έργου που θα μπορούσαν να δυσκολέψουν την προσέγγισή του, νιώθω πως έχουμε καταφέρει να επικοινωνήσουμε σ’ ένα ουσιαστικό βάθος.
4η συναυλία | 7 Μαρτίου, 21:30
“Crossroads” / Ταξιδεύοντας στον χρόνο και στον ήχο
Ταξίδι με φυσικούς και ηλεκτρονικούς ήχους από τον Μεσαίωνα στο σήμερα.
Περισσότερα για την εκδήλωση εδώ: Μια Γέφυρα Μουσικής πάνω από τη Συγγρού vol. 10 | Μουσική | Ίδρυμα Ωνάση