MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
09
ΜΑΡΤΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Λητώ Τριανταφυλλίδου, γιατί οι Δον Ζουάν του κόσμου μας θριαμβεύουν όλο και περισσότερο;

Με αφετηρία τον εμβληματικό αντιήρωα Δον Ζουάν, του οποίου η δύναμη κρύβεται στη ρευστή ταυτότητα που του επιτρέπει να προσαρμόζεται παντός καιρού, η Λητώ Τριανταφυλλίδου επιλέγει να φωτίσει στο σήμερα τις βαθιές αντιφάσεις ενός σύγχρονου ναρκισσιστή. Και ανεβάζει μία παράσταση που – μεταξύ άλλων – συνομιλεί με τον «κακό» μας εαυτό · αυτόν που γελάει με τα μη πολιτικώς ορθά αστεία.

Ευδοκία Βαζούκη | 07.03.2025

Από μικρή η Λητώ Τριανταφυλλίδου είχε τις κεραίες της στραμμένες προς την Τέχνη, αν και η μετέπειτα στρέψη της προς το θέατρο δεν έγινε και τόσο συνειδητά. Βρέθηκε να σπουδάζει στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης – μία επιλογή που έγινε με την γνώριμη, αγχώδη διαδικασία που βιώνουμε όλοι στα 17 μας, καλούμενοι να επιλέξουμε βεβιασμένα για το μέλλον μας. Η σκηνοθεσία ήρθε και τη συνάντησε πολύ γρήγορα – μόλις στην ηλικία των 22, και συνειδητά πλέον άφησε τη ζωή να την πάει προς τα εκεί. Και η ζωή την οδήγησε ως τη Νέα Υόρκη και στις σπουδές σκηνοθεσίας θεάτρου με ένα MFA από το New School for Drama. Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα.

Παρά το νεαρό της ηλικίας της, στο βιογραφικό της συναντά κανείς σημαντικές δουλειές στο εξωτερικό αλλά και στη χώρα μας και το κοντέρ δεν σταματάει να καταγράφει. Αυτή την περίοδο παρακολουθεί τη θεατρική πορεία ενός δικού της Δον Ζουάν – μια νέα, δηλαδή, αφήγηση γύρω από τον εμβληματικό αντιήρωα που όλοι ξέρουμε – και που συνέθεσε μαζί με τον Πάνο Βλάχο – επιχειρώντας από κοινού να επανεξετάσουν τη θέση του άντρα στον σύγχρονο κόσμο.

Γι’ αυτή την αναθεωρημένη εκδοχή της ιστορίας του Δον Ζουαν μιλήσαμε με τη σκηνοθέτιδα, για να μάς πει όλα όσα θέλαμε να μάθουμε για την γοητευτική αυτή και πολύπλευρη περσόνα – και όσα της έμαθε – αλλά και για άλλες της σπουδαίες δουλειές που τη σύστησαν στο ελληνικό κοινό, και όσες νέες μάς επιφυλάσσει σύντομα.

Διαβάζοντας κανείς το βιογραφικό σου θα δει εντυπωσιακές σπουδές και έπειτα σημαντικές δουλειές στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό – κι όλα αυτά ήδη από μια αρκετά νεαρή ηλικία. Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή. Από το Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης βρέθηκες να σπουδάζεις σκηνοθεσία θεάτρου στη Νέα Υόρκη. Είχες ανέκαθεν τις κεραίες σου στραμμένες προς τις παραστατικές τέχνες;

Η πορεία μου προς το θέατρο δεν ήταν συνειδητή από μικρή ηλικία. Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον που σίγουρα με έφερε σε επαφή με το θέατρο και τις άλλες τέχνες. Από πολύ μικρή πήγαινα στο θέατρο με τους γονείς μου, συμμετείχα σε ερασιτεχνικούς θεατρικούς συλλόγους και σκηνοθετούσα – χωρίς να το ξέρω – τις σχολικές γιορτές. Επέλεξα το Τμήμα Θεάτρου με την ίδια σιγουριά και τον ίδιο πανικό που επιλέγει κανείς το «μέλλον» του στα 17. Ήμουν, όμως, πολύ τυχερή για όσα έζησα και έμαθα εκεί.

Πώς ξεκίνησε όλο αυτό;

Κάπου σε εκείνη τη φάση, το θέατρο έγινε αυτονόητο για μένα, και η επιθυμία μου να ασχοληθώ με αυτό μεγάλωσε τόσο, που θα μπορούσε πλέον να περιγραφεί ως «ανάγκη» — ή, τέλος πάντων, ως μια αυτόματη επιλογή. Νομίζω πως καμία επιλογή δεν γίνεται τυχαία, αλλά η απόλυτα συνειδητή απόφασή μου ήρθε γύρω στα 22, όταν αποφάσισα ότι θα ασχοληθώ με τη σκηνοθεσία. Έτσι, το μεταπτυχιακό μου στη Νέα Υόρκη έγινε με πλήρη συναίσθηση ότι αυτό είναι το πεδίο στο οποίο θέλω να αφιερωθώ.

Πάντα με ενδιέφεραν οι άνθρωποι: τι τους κάνει ευτυχισμένους, τι τους πληγώνει, ποια είναι η αρχή και ποιο το τέλος της ιστορίας τους.

Τελικά, πώς κατάλαβες ότι η σκηνοθεσία είναι για εσένα;

Ενώ δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά στο αν ήθελα από πάντα να ασχοληθώ με το θέατρο, μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι από πάντα με ενδιέφεραν οι άνθρωποι: τι τους κάνει ευτυχισμένους, τι τους πληγώνει, ποια είναι η αρχή και ποιο το τέλος της ιστορίας τους. Η σκηνοθεσία είναι η τέχνη που χρησιμοποιεί ζωντανά υλικά για να αφηγηθεί μια ιστορία. Εμένα, από την πρώτη στιγμή, με ενδιέφεραν οι άνθρωποι που θα την αφηγηθούν επί σκηνής, οι ρόλοι ως έκφραση μιας ανθρώπινης κατάστασης και, πάνω απ’ όλα, οι άνθρωποι που έρχονται στο «σπίτι» μας για να τους κεράσουμε μια ιστορία — δηλαδή, το κοινό. Βρίσκω τη συνάντηση – ή τη σύγκρουση; – αυτών των τριών μια συναρπαστική εμπειρία. Είναι απρόβλεπτη, ατελής, ριψοκίνδυνη. Η δουλειά μου είναι να φροντίζω ώστε αυτή η ένωση να είναι ουσιαστική για όλους.

Υπήρξε, πιστεύεις, κάποια βαθύτερη ανάγκη σου που σε έσπρωξε να ασχοληθείς με τον χώρο; Κάτι που ενδεχομένως συνειδητοποιείς σήμερα.

Άθελά μου, νιώθω την ανάγκη ο συνομιλητής μου να αισθάνεται καλά. Θέλω να τον κάνω να γελάσει, να ξεχαστεί, να ονειρευτεί. Νομίζω πως αυτή η τάση υπήρξε καθοριστική για μένα. Έτσι, τα τελευταία χρόνια, έχω θέσει ως στόχο των παραστάσεών μου τη συνύπαρξη του τραγικού και του κωμικού. Το τραγικό είναι εδώ για να μας επιβεβαιώσει ότι όσα νιώθουμε έχουν σημασία. Το κωμικό υπάρχει για να διώξει τον φόβο. Και τα δύο, μπλεγμένα μεταξύ τους, μας υπενθυμίζουν ότι δεν είμαστε το κέντρο του σύμπαντος.

Έχουν έρθει τα πράγματα σήμερα όπως τα φανταζόσουν;

Ναι, δεν έχω παράπονο. Ήξερα πού έμπλεκα. Ό,τι φαντάστηκα για τη θεατρική μου ζωή έρχεται—και με το παραπάνω.

Και από τα πρώτα σου βήματα έως σήμερα, πώς βλέπεις τον εαυτό σου να έχει εξελιχθεί;

Φυσικά, βλέπω όντως να εξελίσσομαι και να αλλάζω · από τις ιστορίες που επιλέγω να πω, μέχρι σκηνές που επιδιώκω να παρουσιάσω δουλειά. Κάθε παράσταση αφήνει μια κληρονομία στην επόμενη. Μπορώ να πω, ότι ο Δον Ζουάν – η δουλειά που παρουσιάζω φέτος – με ωρίμασε και με άλλαξε πιο πολύ από κάθε άλλη δουλειά. Ήταν ένα μεγάλο ρίσκο να γράψω, να σκηνοθετήσω και να παρουσιάσω αυτήν την ιστορία.

Ως νεαρή και γυναίκα σκηνοθέτιδα αισθάνθηκες ποτέ στην πορεία σου να αμφισβητήθηκες;

Αυτό είναι ένα μεγάλο ζήτημα. Δυσκολεύομαι να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση, γιατί δεν θέλω σε καμία περίπτωση η ηλικία μου και, κυρίως, το φύλο μου να αποτελούν δικαιολογία για καμία επιτυχία ή αποτυχία μου. Αλλά θα ήταν ψέμα να πω ότι στο επαγγελματικό μου περιβάλλον δεν παλεύω συχνά με τον σεξισμό και άλλες προϋπάρχουσες προκαταλήψεις για το ποια είμαι και τι μπορώ να κάνω.

Δεν θέλω η ηλικία μου – και κυρίως το φύλο μου – να αποτελούν δικαιολογία για καμία επιτυχία ή αποτυχία μου.

Η πρώτη παράσταση με την οποία επέλεξες να επανασυστηθείς στο ελληνικό κοινό πίσω στο 2021, ήταν «Η Βίλα (Ο δρόμος που δεν πήραν)», ένα έργο του Guillermo Calderon που αφηγείται μια πραγματικά δύσκολη ιστορία που καταπιάνεται με το τραύμα της ιστορίας. Πόσο μεγάλο ήταν αυτό το στοίχημα για εσένα;

Η Βίλα του Guillermo Calderón ήταν μια σημαντική στιγμή για εμένα. Το κείμενο μιλά για την έμφυλη βία κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Πινοσέτ στη Χιλή και θέτει το ερώτημα: πώς μπορούμε να διαχειριστούμε το ζήτημα της Ιστορικής Μνήμης σε κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο; Ήταν μια δύσκολη ιστορία, αλλά και ένα έργο στο οποίο πίστευα βαθιά. Από τη στιγμή που ήρθα σε επαφή με το κείμενο, ήθελα να το σκηνοθετήσω στην Ελλάδα. Θεωρούσα ότι θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για να σκεφτούμε πώς διαχειριζόμαστε τη δική μας σκοτεινή ιστορία. Όπως καταλαβαίνετε, δεν ήταν ένα εύκολο εγχείρημα, και γι’ αυτό είμαι ιδιαίτερα χαρούμενη με την ανταπόκριση του κοινού.

Τι εξαργύρωσες μετά από αυτή τη δουλειά;

Αρχικά, πρέπει να πω πως Η Βίλα μού χάρισε αγαπημένους συνεργάτες και φίλους. Μεγάλο μέρος της επιτυχίας της παράστασης οφείλεται σε αυτούς. Επίσης, μου άνοιξε κάποιες πόρτες για τη συνέχεια μου στην Ελλάδα. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι μεγάλη ικανοποίηση να διαπιστώνει κανείς ότι το ένστικτό του για μια ιστορία, για ένα έργο, ήταν σωστό.

Αυτή τη σεζόν παρουσιάζεις μια νέα ανατρεπτική προσέγγιση στον εμβληματικό αντιήρωα Δον Ζουάν. Τι σε γοήτευσε προσωπικά στην ιστορία του;

Ο Δον Ζουάν είναι ένας από τους πιο πολυσυζητημένους και πολυγραφημένους χαρακτήρες στην ιστορία της λογοτεχνίας και του θεάτρου. Έχει επανεφευρεθεί ξανά και ξανά από συγγραφείς—κυρίως άντρες—και έχει λειτουργήσει, σε διαφορετικές εποχές, ως σύμβολο ελευθερίας. Ένα στοιχείο που παραμένει σταθερό σε κάθε εκδοχή του είναι η ικανότητά του να ξεφεύγει από τις συνέπειες των πράξεών του. Είναι αφοπλιστικά γοητευτικός, κατευθύνει τη σκέψη των συνομιλητών του, χειραγωγεί και κυριαρχεί. Ο έρωτας, για εκείνον, είναι απλώς ένας ακόμα τρόπος να μας κατακτήσει. Φαντάστηκα τον Δον Ζουάν μεθυσμένο από την αίσθηση εξουσίας που του προσφέρει η επιρροή του πάνω στους άλλους. Άλλοι τον ποθούν, άλλοι θέλουν να είναι εκείνος, άλλοι και τα δύο. Και εμείς, ίσως, βρίσκουμε ακόμα γοητευτική την εξουσία που κατέχει… Και νομίζω πως εδώ βρίσκεται το πραγματικό πρόβλημα του Δον Ζουάν. Αυτό είναι που με ελκύει στον θρυλικό αυτόν χαρακτήρα: η συνειδητοποίηση ότι αυτός ο άντρας όχι μόνο εξακολουθεί —δυστυχώς— να υπάρχει, αλλά μας αφορά ακόμα. Στον Δον Ζουάν είδα μια ευκαιρία να εξερευνήσω το δικό μας σκοτάδι.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΔον Ζουάν: Μια νέα ανατρεπτική προσέγγιση από τη Λητώ Τριανταφυλλίδου και τον Πάνο Βλάχο στο Θέατρο Βεάκη12.09.2018

Σκιαγράφησέ μας λίγο τον δικό σου Δον Ζουάν.

Ο Πάνος Βλάχος και εγώ δημιουργήσαμε έναν Δον Ζουάν κατ’ εικόνα και ομοίωση όλων αυτών που, με κούφια λόγια και ασυνεπή κηρύγματα, επιπλέουν στον δημόσιο διάλογο. Δηλώνει σκηνοθέτης και συγγραφέας, αλλά στην πορεία του έργου γίνεται δημιουργός περιεχομένου (χωρίς περιεχόμενο), δάσκαλος, life coach, προφήτης, και τελικά… Θεός, όταν καταφέρνει να ιδρύσει την δική του «Εκκλησία» της ελευθεριότητας. Ένα νήμα θράσους και ναρκισσισμού συνδέει όλες αυτές τις ιδιότητες.

Ήταν ένα μεγάλο ρίσκο να γράψω, να σκηνοθετήσω και να παρουσιάσω την ιστορία του Δον Ζουάν.

Τι έχει να μας πει στο σήμερα ο θρυλικός αυτός ήρωας; Τι επιδίωξες, δηλαδή, εσύ να «φωτίσεις» περισσότερο, μέσα από τη δική σου απόδοση;

Εκείνο που επιδιώξαμε να φωτίσουμε είναι οι βαθιές αντιφάσεις του σύγχρονου ναρκισσιστή. Εκείνου που δεν γοητεύει, αλλά χειραγωγεί· που δεν ερωτεύεται, αλλά καταναλώνει· που δεν αμφισβητεί, αλλά ελίσσεται. Στην εποχή της εικόνας και της ακατάπαυστης αυτοπροβολής, ο Δον Ζουάν δεν είναι πια ο ρομαντικός επαναστάτης ενάντια στις κοινωνικές συμβάσεις, αλλά ο απόλυτος καιροσκόπος που πουλάει έρωτα, γνώση ή αλήθεια όπως θα πουλούσε ένα προϊόν στο Instagram. Δεν είναι πια ποιητής, αλλά ανακυκλώνει quotes που διάβασε online. Αυτό που μας ενδιέφερε, λοιπόν, ήταν να δείξουμε πώς η ελευθερία του, άλλοτε γοητευτική και προκλητική, έχει μετατραπεί σε άλλοθι για την επιβολή της κενότητας, της απάτης, του θράσους και, τελικά, για την αναπαραγωγή της βαθιάς μοναξιάς που φέρει η εποχή μας. Παράλληλα, ο δικός μας Δον Ζουάν αναδεικνύει έναν ευρύτερο προβληματισμό για τη θέση του άνδρα στη σύγχρονη κοινωνία: έναν άνδρα που ταλαντεύεται ανάμεσα στον φόβο της αποκαθήλωσης και στην εμμονή με την παντοδυναμία του. Αν η γοητεία του Δον Ζουάν πήγαζε άλλοτε από την αδιαφορία του για τις κοινωνικές νόρμες, σήμερα η φιγούρα του μοιάζει περισσότερο με ένα σύμπτωμα της τοξικής ανάγκης του να επιβεβαιώνεται αδιάκοπα – πρόκειται για μια ανδρική ταυτότητα που, αντί να εξελιχθεί και να βρει τη θέση της στο σήμερα, επιμένει να αναπαράγει με νέα μέσα επικίνδυνα έμφυλα στερεότυπα.

Υπήρξε κάτι που ανακάλυψες σε σχέση ενδεχομένως με το ίδιο το έργο, με τον εαυτό σου ή ακόμη και με την εποχή μας, όλο αυτό το διάστημα προετοιμασίας της παράστασης;

Ψάχνοντας τους μηχανισμούς με τους οποίους ο Δον Ζουάν του έργου μας σαγηνεύει τους ακολούθους του και χτίζει τη δική του cult πιστών, κατανόησα κάτι θεμελιώδες: καμία ιδεολογία, κανένα πολιτικό αφήγημα, κανένα νέο κίνημα δεν μπορεί να πετύχει αν δεν λάβει υπόψη του την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης – τα φωτεινά αλλά και τα σκοτεινά μας θέλω. Η δικαιοσύνη και η ισότητα αποτελούν ιδέες που ανάγονται σε ευγενή πολιτικά και κοινωνικά ένστικτα, αλλά δεν είναι τα μόνα που μας κινούν. Οι Δον Ζουάν του κόσμου μας θριαμβεύουν όλο και περισσότερο γιατί μας επιτρέπουν να παραδοθούμε στις πιο σκοτεινές μας παρορμήσεις. Μας ψιθυρίζουν στο αυτί πως μπορούμε να έχουμε – χωρίς προσπάθεια, χωρίς ηθικές αναστολές – όλες τις ανομολόγητες επιθυμίες μας. Είναι εκείνοι που απευθύνονται στον κακό μας εαυτό και φαίνεται να επικρατούν ευκολότερα. Ίσως επειδή μας αποδέχονται ακριβώς όπως είμαστε, χωρίς ηθικές απαιτήσεις. Καθώς, δεν χρειάζεται αρετή ή ήθος για να ζει κανείς σε έναν κόσμο μισαλλοδοξίας και ωμής ισχύος. Αντίθετα, η συνειδητή επιλογή του κοινού καλού – ακόμα και όταν έρχεται σε αντίθεση με το προσωπικό μας συμφέρον – προϋποθέτει κάποιο ήθος. Έτσι, ο Πάνος κι εγώ θέλαμε να δημιουργήσουμε μια παράσταση που δεν θα μιλάει μόνο στη λογική ή στο ιδεολογικό μας πλαίσιο, αλλά και στα πιο άγρια, ακατέργαστα κομμάτια του εαυτού μας. Μια παράσταση που θα συνομιλεί ακόμα και με τον «κακό μας εαυτό», αυτόν που γελάει με τα μη πολιτικώς ορθά αστεία. Μια παράσταση που θα μας φέρνει αντιμέτωπους με τις αντιφάσεις μας, χωρίς εύκολες απαντήσεις, χωρίς διδακτισμό, αλλά με τη δύναμη του ίδιου του καθρέφτη που κρατάει μπροστά μας ο Δον Ζουάν.

Συναντάμε σήμερα Δον Ζουαν;

Εγώ ξέρω τουλάχιστον έναν πρόεδρο κράτους, έναν ευρωβουλευτή, έναν παρουσιαστή, έναν μποξέρ, έναν ψυχολόγο του TikTok…

Τελικά ο Δον Ζουαν είναι περισσότερο αντιήρωας, κάποιου είδους επαναστάτης ή απατεώνας; Γιατί παρ’ όλα αυτά θεωρείται μία γοητευτική περσόνα;

Ο Δον Ζουάν είναι όλα αυτά ταυτόχρονα: αντιήρωας, επαναστάτης και απατεώνας. Η δύναμή του έγκειται ακριβώς σε αυτήν τη ρευστή, απρόβλεπτη ταυτότητα που του επιτρέπει να προσαρμόζεται και να κυριαρχεί σε κάθε στιγμή. Μπορεί να είναι θύμα και θύτης. Είναι ένας άντρας αποξενωμένος, που παλεύει για την αποδοχή από τον πατέρα του, αλλά και ταυτόχρονα εκείνος που εμπνέει τη βία, αναπαράγοντας τα έμφυλα στερεότυπα που επιτρέπουν την καθηγεμονία του. Μπορεί κάποιους να τους ελκύει ένα από αυτά τα πολλαπλά πρόσωπά του, αλλά εμένα με γοητεύει η ίδια η περιπλοκότητά του και η ευκολία με την οποία περνάει από τον έναν ρόλο στον άλλον. Ίσως σε αυτή την ευκολία να βρίσκεται και ένας πιθανός ορισμός της ελευθεριότητας – έννοια διαφορετική από την ελευθερία. Η ικανότητα να μεταμορφώνεσαι, να μην δεσμεύεσαι από καμία ταυτότητα, να είσαι ταυτόχρονα τα πάντα και τίποτα — αυτή την στρεβλή μορφή ελευθερίας πρεσβεύει ο Δον Ζουάν του έργου μας.

Ήταν ο Πάνος Βλάχος για εσένα εξαρχής ένας ιδανικός Δον Ζουάν;

Σίγουρα, ο Πάνος, και ιδιαίτερα η σχέση του με το κοινό, έχει κάποια χαρακτηριστικά που ενέπνευσαν τον δικό μας Δον Ζουάν. Ο Πάνος είναι ένας καλλιτέχνης που δεν αρκείται στο να ερμηνεύει έναν ρόλο, αλλά τον επαναπροσδιορίζει μέσα από τη σκηνική του παρουσία, τη φυσική του ενέργεια και την επικοινωνία του με το κοινό. Ωστόσο, δεν τον είδα ποτέ ως Δον Ζουάν με την παραδοσιακή έννοια, γιατί ο χαρακτήρας που τελικά ονομάσαμε Δον Ζουάν γεννήθηκε μέσα από τη συνεργασία μας. Τον συνθέσαμε μαζί, μέσα από έναν συνεχή διάλογο μεταξύ κειμένου, σκηνικής δράσης και μουσικής. Ο Δον Ζουάν μας είναι το αποτέλεσμα αυτής της διαλεκτικής δημιουργίας, στην οποία ο Πάνος έδωσε την ερμηνεία του και την καλλιτεχνική του ματιά. Η συνεργασία μας γεννήθηκε από έναν διάλογο στερεοτυπικά συγκρουσιακό: μεταξύ μιας γυναίκας και ενός άντρα. Και έχει ενδιαφέρον ότι αυτή η σύγκρουση, αυτή η δυαδικότητα, ενσαρκώνεται τελικά στο θέμα της ίδιας της παράστασης. Βέβαια εκεί, με τρόπο κωμικά τραγικό.

Και πώς είναι να συνεργάζεστε ξανά μετά την sold out επιτυχία του «Αναρχικού» για την οποία δούλεψες στο πλευρό του Γιάννη Κακλέα;

Με τον Πάνο γνωριστήκαμε στη Νέα Υόρκη το 2015, όπου ανεβάσαμε το Μίστερο Μπούφο του Ντάριο Φο. Έτσι, ήμουν πολύ χαρούμενη που τον ακολούθησα στον Αναρχικό, όπου και συνέχισε τη δουλειά του πάνω στο υποκριτικό στυλ που απαιτούν τα έργα του Φο. Στοιχεία αυτής της εξωστρέφειας, της σωματικότητας και του παιγνιώδους θεατρικού κώδικα νομίζω πως υπάρχουν και στον Δον Ζουάν που γράψαμε μαζί.

Όσον αφορά στη μουσική του Δον Ζουαν, ποια η σημασία της στην παράστασή σας;

Είμαι εξαιρετικά περήφανη για τα τραγούδια της παράστασης. Ο Πάνος έχει ξεπεράσει ακόμα μια φορά τον εαυτό του και έχει γράψει στίχους συγκινητικούς, αστείους και ξεσηκωτικούς, που όχι μόνο συμπληρώνουν αλλά και προκαλούν τη δραματουργία μας. Η συνεργασία με τον Αλέξανδρο Κούρο, που έγραψε τη μουσική της παράστασης, ήταν καθοριστική, καθώς τα τραγούδια έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση του ύφους της παράστασης.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΘεατής: «Δον Ζουάν» στο Θέατρο Βεάκη12.09.2018

Θα ήθελα να μας πεις λίγο και για την άλλη θεατρική σου συνάντηση, αυτή τη φορά με τη Νατάσα Εξηνταβελώνη στη Θεσσαλονίκη, με το έργο “Girls and Boys” του Ντένις Κέλλι.

Το Girls and Boys είναι ένας συγκλονιστικός μονόλογος του Ντένις Κέλλι, που πραγματεύεται τη υποβόσκουσα βία στις ανθρώπινες σχέσεις. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται στην επικίνδυνη συνήθεια κάποιων να νομίζουν πως τους ανήκει για πάντα ό,τι έχουν αγαπήσει—καταστρέφοντάς το, αν χρειαστεί, στην περίπτωση που νιώσουν πως το χάνουν. Είναι ένα έργο που με άγγιξε βαθιά. Είμαι πάρα πολύ χαρούμενη για αυτήν τη συνεργασία με τη Νατάσα Εξηνταβελώνη. Είναι ένα φαινόμενο ηθοποιού, τη θαυμάζω απεριόριστα για το βάθος και την ερμηνευτική της δύναμη. Η ικανότητά της να αποδίδει τόσο σύνθετους χαρακτήρες με τέτοια αμεσότητα και ένταση είναι αξεπέραστη. Η παράσταση ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη, στη σκηνή του Metropolitan: The Urban Theater, και θα παρουσιαστεί στην Αθήνα, στο θέατρο Βασιλάκου, στα τέλη Απριλίου. Είμαι πολύ περήφανη για αυτή τη δουλειά και για το ότι είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ πάλι με τόσο ταλαντούχους ανθρώπους. Το έργο είναι βαθιά συγκινητικό και αποκαλυπτικό, και ελπίζω να αγγίξει το κοινό με τον ίδιο τρόπο που μας αγγίζει κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του.

Κλείνοντας, εκτός από την τέχνη σου, τι είναι αυτό που σε κρατά αισιόδοξη σήμερα, σε αυτή την ταραγμένη, σχεδόν δυστοπική, εποχή που ζούμε;

Παίρνω μεγάλη αισιοδοξία όταν γνωρίζω και συνυπάρχω με ανθρώπους που εκτιμώ και θαυμάζω. Νιώθω πιο χαρούμενη όταν βρίσκω τρόπους να προσφέρω στους γύρω μου. Επίσης, μου αρέσουν πολύ τα ταξίδια. Κάποτε μου άρεσε μόνο να φεύγω, τώρα απολαμβάνω και να επιστρέφω σπίτι μου.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Η Λητώ Τριανταφυλλίδου σκηνοθετεί την παράσταση “Δον Ζουάν” που ανεβαίνει κάθε Τετάρτη & Κυριακή στις 19:00, Πέμπτη, Παρασκευή & Σάββατο στις 21:00 στο Θέατρο Βεάκη (Στουρνάρη 32, Αθήνα).

Παίζουν: Πάνος Βλάχος, Κώστας Φιλίππογλου, Παναγιώτης Κατσώλης, Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη, Ειρήνη Μπούνταλη, Μελίνα Βαμπούλα

Προπώληση εισιτηρίων εδώ. 

Επιπλέον, σκηνοθετεί την παράσταση “Girls and Boys” κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 21;00 και Κυριακή στις 19:00 στο Metropolitan Urban Theater στη Θεσσαλονίκη.

Παίζει η Νατάσα Εξηνταβελώνη. 

Προπώληση εισιτηρίων εδώ. 

Περισσότερα από Πρόσωπα