MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΣΑΒΒΑΤΟ
12
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ

“…Κι όταν σε πήρε το φιλί, γυναίκα..”- Εκεί που η γυναίκα έγινε πηγή έμπνευσης για τους ποιητές μας

H παγκόσμια μέρα της γυναίκας έφτασε και εμείς δεν θα μπορούσαμε να μη φέρουμε στον νου ποιήματα σπουδαίων νεοελλήνων που εξύμνησαν το γυναικείο φύλο.

| Φωτογραφία: Unsplash/Matthieu Pétel
author-image Μιλένα Αργυροπούλου

Σύζυγος, μητέρα, αδερφή, κόρη, νοικοκυρά, εργαζόμενη, μαχήτρια και χιλιάδες ακόμη ρόλοι που σελίδες ολόκληρες δεν θα ήταν αρκετές για να τους συμπεριλάβουν όλους. Γυναίκες που πάλεψαν για τα δικαιώματά τους, γυναίκες που με ένα μεροκάματο έφεραν μόνες στον κόσμο νέους ανθρώπους, γυναίκες που με την ομορφιά τους γοήτευσαν, γυναίκες που φέρθηκαν πιο ‘αντρίκια’ κι από τους άντρες, γυναίκες που μίλησαν για ‘ελευθερία’, γυναίκες που άλλαξαν τον κόσμο. Γυναίκες που θέλησαν να είναι κι εκείνες ‘άνθρωποι’.

Σε όλες αυτές ας ευχηθούμε «χρόνια πολλά» μέσα από όμορφους στίχους, που θα μας θυμίζουν ότι οφείλουμε να τις γιορτάζουμε κάθε μέρα..

Φωτογραφία: Unsplash/Sonica Agarwal

1. «Εγώ, η άνθρωπος»- Ζωή Καρέλλη (Από τη συλλογή του 1957, Αντιθέσεις)

Εγώ γυναίκα, η άνθρωπος,
ζητούσα το πρόσωπό Σου πάντοτε,
ήταν ως τώρα του ανδρός
και δεν μπορώ αλλιώς να το γνωρίσω.

Ποιος είναι και πώς
πιο πολύ μονάχος,
παράφορα, απελπισμένα μονάχος,
τώρα εγώ ή εκείνος;

Πίστεψα πως υπάρχω, θα υπάρχω,
όμως πότε υπήρχα δίχως του
και τώρα,
πώς στέκομαι, σε ποιο φως,
ποιος είναι ο δικός μου ακόμα καϋμός;

Ω, πόσο διπλά υποφέρω,
χάνομαι διαρκώς,
όταν Εσύ οδηγός μου δεν είσαι.

Πώς θα δω το πρόσωπό μου,
την ψυχή μου πώς θα παραδεχτώ,
όταν τόσο παλεύω
και δεν μπορώ ν’ αρμοστώ.

«Ότι διά σου αρμόζεται
γυνή τω ανδρί.»
Δεν φαίνεται ακόμα το τραγικό
του απρόσωπου, ούτε κι εγώ
δεν μπορώ να το φανταστώ ακόμα, ακόμα.

Τι θα γίνει που τόσο καλά,
όσα πολλά ξέρω και γνωρίζω καλλίτερα,
πως απ’ το πλευρό του δεν μ’ έβγαλες.

Και λέω πως είμαι ακέραιος άνθρωπος
και μόνος. Δίχως του δεν εγινόμουν
και τώρα είμαι και μπορώ
κι είμαστε ζεύγος χωρισμένο, εκείνος
κι εγώ έχω το δικό μου φως,
εγώ ποτέ, σελήνη,
είπα πως δεν θα βαστώ απ’ τον ήλιο
κι έχω τόσην υπερηφάνεια
που πάω τη δική του να φτάσω
και να ξεπεραστώ, εγώ,
που τώρα μαθαίνομαι και πλήρως
μαθαίνω πως θέλω σ’ εκείνον ν’ αντισταθώ
και δεν θέλω από κείνον τίποτα
να δεχτώ και δε θέλω να περιμένω.

Δεν κλαίω, ούτε τραγούδι ψάλλω.
Μα γίνεται πιο οδυνηρό το δικό μου
ξέσκισμα που τοιμάζω,
για να γνωρίσω τον κόσμο δ’ εμού,
για να πω το λόγο δικό μου,
εγώ που ως τώρα υπήρξα
για να θαυμάζω, να σέβομαι και ν’ αγαπώ,

εγώ πια δεν του ανήκω
και πρέπει μονάχη να είμαι,
εγώ, η άνθρωπος.

Η ποιήτρια ποθεί απεγνωσμένα την απεξάρτηση της θηλυκής της φύσης από την αρσενική κυριαρχία. Επιθυμεί να υπάρξει ως αυτόνομη, αυτεξούσια και αυτόφωτη οντότητα και τολμά να δώσει θηλυκή υπόσταση στην-αρσενικού γένους-λέξη “άνθρωπος”.

2. «Ρόδα αειθαλή»-Τίτος Πατρίκιος (Από τη συλλογή του 2000, Λυσιμελής Πόθος)

Η ομορφιά των γυναικών που άλλαξαν τη ζωή μας
βαθύτερα κι από εκατό επαναστάσεις
δε χάνεται, δε σβήνει με τα χρόνια
όσο κι αν φθείρονται οι φυσιογνωμίες
όσο κι αν αλλοιώνονται τα σώματα.

Μένει στις επιθυμίες που κάποτε προκάλεσαν
στα λόγια που έφτασαν έστω αργά
στην εξερεύνηση δίχως ασφάλεια της σάρκας
στα δράματα που δεν έγιναν δημόσια
στα καθρεφτίσματα χωρισμών, στις ολικές ταυτίσεις.

Η ομορφιά των γυναικών που αλλάζουν τη ζωή
μένει στα ποιήματα που γράφτηκαν γι’ αυτές
ρόδα αειθαλή αναδίδοντας το ίδιο άρωμά τους
ρόδα αειθαλή, όπως αιώνες τώρα λένε οι ποιητές.

Όπως τα ρόδα που δεν μαραίνονται ποτέ- στην πολύ όμορφη παρομοίωση που κάνει εδώ ο Τίτος Πατρίκιος-έτσι και το στίγμα που αφήνει μια γυναίκα με την παρουσία της παραμένει ανεξίτηλο και οι αλλαγές που επιφέρει η ύπαρξή της είναι καθοριστικής σημασίας.

3. «Γυναίκες»- Τάσος Λειβαδίτης (απόσπασμα από την Καντάτα του 1960)

«…Φτωχές γυναίκες,
μοδίστρες, δακτυλογράφοι, ασπρορουχούδες,
τίμιες ή σπιτωμένες, ακόμα κι άλλες
εκείνες του σκοινιού και του παλουκιού,
γυναίκες του ανέμου, της βροχής, του κουρνιαχτού,
νιώσαμε το φόβο που κρύβεται καμιά φορά
πίσω από την αγνότητα,
την κούραση πίσω από την καλοσύνη ή την αδιαφορία
πίσω απ’ την υπακοή.

Μα πιο πολύ νιώσαμε την αδυναμία που
κρύβεται πίσω απ’ την κακία.
Συχνά μας άφησαν εκείνοι που αγαπούσαμε
πολλές, πάνω στη τρέλα τους, τους ρίξανε βιτριόλι,
οι πιο πολλές βέβαια κλάψαμε, χτυπηθήκαμε,
μα φροντίσαμε σύντομα να βρούμε έναν άλλον,
γιατί τα χρόνια περνάνε…

Αν μας έβλεπε κανείς το βράδυ, όταν μένουμε μονάχες
και βγάζουμε τις φουρκέτες, τις ζαρτιέρες, και κρεμάμε
στην κρεμάστρα το πανωφόρι κι αυτήν τη βαμμένη μάσκα
που μας φόρεσαν, εδώ και αιώνες τώρα, οι άντρες
για να τους αρέσουμε –
αν μας έβλεπαν, θα τρόμαζαν μπροστά σε τούτο
το γυμνό, κουρασμένο πρόσωπο.

Αχ, γυναίκες έρημες,
κανείς δεν έμαθε ποτέ πόση αγωνία κρύβεται πίσω απ’
τη λαγνεία, ή την υστεροβουλία μας.

Και πάντα γυρεύαμε το καλύτερο….
Συχνά καταφύγαμε και στις χαρτορίχτρες,
τρέχουμε στα μέντιουμ να μάθουμε- τι να μάθουμε;

Διαβάζουμε καθημερινά το ωροσκόπιο στις εφημερίδες,
πηγαίνουμε σε διάφορους ύποπτους αστρολόγους…
λοιπόν πού πάμε; Από πού ερχόμαστε; Τι ψάχνουμε
παλεύοντας αιώνια με τα έξω και τα μέσα μας στοιχεία;

Ερχόμαστε απ’ το φόβο και το φόνο, απ’ το αίμα και
την επανάληψη. Ερχόμαστε απ’ την παλαιολιθική αρπαγή-
κι αρχίζουμε την ανθρώπινη φιλία.

Τέλος, ύστερα από πολλά, παντρευόμαστε,
κάνουμε κάμποσες εκτρώσεις, αρκετά παιδιά,
ύστερα έρχεται η κλιμακτήριος, οι μικρονευρασθένειες,
κι ύστερα τίποτα. Όλα καταλαγιάζουν μέσα μας.

Κι επιθυμίες κι αναμνήσεις- αχ περνάει
γρήγορα η ζωή, ούτε το καταλαβαίνεις.
Τα παιδιά ζούνε σ’ ένα δικό τους κόσμο, δε μας ξέρουν
παρά μονάχα σα μητέρες, δεν μπόρεσαν να μας δουν
ποτέ λίγο κι εμάς σαν ανθρώπους-
με τις μικρότητες ή τις παραφορές τους.

Έτσι ζήσαμε. Αγνοημένες και μονάχες μέσα
στο εσωτερικό μας πάθος,
αγνοημένες κι έρημες μέσα στην ιερότητα
της μητρότητάς μας…»

Ο Τάσος Λειβαδίτης επιχειρεί να αποτυπώσει εδώ μία σύγκρουση που συντελείται μέσα στον γυναικείο ψυχισμό, την ισορροπία που καλούνται να διατηρήσουν οι γυναίκες ανάμεσα στα προσωπικά τους θέλω και τις επιταγές μια κοινωνίας, που έχει επιλέξει να αποδίδει σε εκείνες όλους τους άλλους ρόλους εκτός από αυτόν της ‘γυναίκας-ανθρώπου’. Ένα ποίημα που δίνει ΄φωνή’ σε αυτό τους το παράπονο..

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑH COSMOTE TV τιμά την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας με ειδικό πρόγραμμα12.09.2018

4. «Με την πρώτη σταγόνα της βροχής»-Οδυσσέας Ελύτης (απόσπασμα από το ποίημα «Ελένη» της συλλογής του 1940, Προσανατολισμοί)

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα
Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας
τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας
τώρα που οι μακρυνές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα
Κι είμαστε μόνοι ολομόναχοι
τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.
Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα

Ένα καθαρά ερωτικό ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη, που μαρτυρά τη λαχτάρα του να βιώσει ξανά τη γυναικεία παρουσία. Η γυναίκα ταυτίζεται με τη φύση του έρωτα και αποτελεί λόγο ύπαρξής της.

5. «Σημείο Αναγνωρίσεως» (Άγαλμα γυναίκας με δεμένα χέρια)-Κική Δημουλά (από τη συλλογή του 1971, Το λίγο του κόσμου)

Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,
εγώ σε προσφωνώ γυναίκα κατευθείαν.

Στολίζεις κάποιο πάρκο.
Από μακριά εξαπατάς.
Θαρρεί κανείς πώς έχεις ελαφρά ανακαθήσει
να θυμηθείς ένα ωραίο όνειρο πού είδες,
πώς παίρνεις φόρα να το ζήσεις.
Από κοντά ξεκαθαρίζει το όνειρο:
δεμένα είναι πισθάγκωνα τα χέρια σου
μ’ ένα σκοινί μαρμάρινο
κι η στάση σου είναι η θέλησή σου
κάτι να σε βοηθήσει να ξεφύγεις
την αγωνία του αιχμάλωτου.
Έτσι σε παραγγείλανε στο γλύπτη:
αιχμάλωτη.
Δεν μπορείς
ούτε μια βροχή να ζυγίσεις στο χέρι σου,
ούτε μια ελαφριά μαργαρίτα.
Δεμένα είναι τα χέρια σου.
Και δεν είν’ το μάρμαρο μόνο ο Άργος.
Αν κάτι πήγαινε ν’ αλλάξει
στην πορεία των μαρμάρων,
αν άρχιζαν τ’ αγάλματα αγώνες
για ελευθερίες και ισότητες,
όπως οι δούλοι,
οι νεκροί
και το αίσθημά μας,
εσύ θα πορευόσουνα
μες στην κοσμογονία των μαρμάρων
με δεμένα πάλι τα χέρια, αιχμάλωτη.

Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,
εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως.
Όχι γιατί γυναίκα σε παρέδωσε
στο μάρμαρο ο γλύπτης
κι υπόσχονται οι γοφοί σου
ευγονία αγαλμάτων,
καλή σοδειά ακινησίας.
Για τα δεμένα χέρια σου, πού έχεις
όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω,
σε λέω γυναίκα.

Σε λέω γυναίκα
γιατ’ είσ’ αιχμάλωτη.

Η ποιήτρια προβαίνει στην παρομοίωση του αγάλματος με τη γυναίκα, καθότι και οι δύο καθίστανται ‘αιχμάλωτοι’ και υπόδουλοι, χωρίς ελεύθερη βούληση και αυτονομία. Στους στίχους αυτούς διακρίνει κανείς τη σκληρή πραγματικότητα της γυναικείας περιθωριοποίησης και χειραφέτησης.

6. «Γυναίκες»- Γιάννης Ρίτσος (Ποιήματα, τόμος Β’ του 1961 από την ενότητα Παρενθέσεις)

Είναι πολύ μακρινές οι γυναίκες. Τα σεντόνια τους μυρίζουν καληνύχτα.
Ακουμπάνε το ψωμί στο τραπέζι για να μη νιώσουμε πως λείπουν.
Τότε καταλαβαίνουμε πως φταίξαμε. Σηκωνόμαστε απ’ την καρέκλα και λέμε:
«Κουράστηκες πολύ σήμερα», ή «άσε, θ’ ανάψω εγώ τη λάμπα».

Όταν ανάβουμε το σπίρτο, εκείνη στρέφει αργά πηγαίνοντας
με μιαν ανεξήγητη προσήλωση προς την κουζίνα. Η πλάτη της
είναι ένα πικραμένο βουναλάκι φορτωμένο με πολλούς νεκρούς –
τους νεκρούς της φαμίλιας, τους δικούς της νεκρούς και τον δικό σου.

Ακούς το βήμα της να τρίζει στα παλιά σανίδια
ακούς τα πιάτα να κλαίνε στην πιατοθήκη κι ύστερα ακούγεται
το τρένο που παίρνει τους φαντάρους για το μέτωπο.

H γυναίκα που συντονίζει ένα ολόκληρο σπίτι και από τα χέρια της περνούν τα πάντα, που αποχαιρετά με πίκρα το παιδί της. Ο Γιάννης Ρίτσος περιγράφει αυτήν την εικόνα από τη σκοπιά του άντρα και περνά το μήνυμα πως τα γυναικεία βάρη είναι περισσότερα από όσα κανείς φαντάζεται.

Φωτογραφία: Unsplash/Artem Kovalev

7. «Γυναίκα»- Κωστής Παλαμάς (Σατυρικά Γυμνάσματα, 1907-1909)

Γυναίκα, αν θες αντρίκεια να δουλέψεις
για τον ξεσκλαβωμό σου, δε σε φτάνει
να κάψεις, να σκορπίσεις, να ξοδέψεις
το χρυσάφι, τη σμύρνα, το λιβάνι
στο νέο βωμό. Μέσα σου πρώτα κάψε
το τριπλό ξόανο που τους δούλους κάνει,

Συνήθεια, Κέρδος, Πρόληψη. Και σκάψε,
και του παλιού καιρού τα παραμύθια,
κι ας ειν’ όμορφα, μια για πάντα θάψε.

Α! τα μεστά καμαρωτά σου στήθια
βραχνάς τα πνίγει, πνίχ’ τον, πολεμίστρα
για την Αγάπη και για την Αλήθεια.
Πάντα μαζί σου κ’ η Ομορφιά η μεθύστρα.

Ο ποιητής γνωρίζει τη ‘σκλαβιά’ που η γυναίκα υποχρεούται να βιώνει εντός της κοινωνίας, συμπάσχει με εκείνη και την παρακινεί να κινητοποιηθεί για να αλλάξει ριζικά η κατάσταση.

8. «Το αμίαντο χέρι» (το πρώτο από τα «Τρία ποιήματα στη γυναίκα με το τσακισμένο χέρι»)-Νικηφόρος Βρεττάκος (από τη συλλογή του 1957, Ο χρόνος και το ποτάμι)

Έφυγες με μισό χέρι για τον αγρό του Βοόζ
να μας στείλεις ένα ψωμί καλοζυμωμένο,
ζεστό, σαν την αγάπη της μάνας
που προσπαθεί να ζεστάνει του βρέφους της
τα χεράκια με την ανάσα της,
με πολύν ήλιο πάνω στη φλούδα,
με πολλά δάκρυα μέσα στην ψίχα του.

Μες στο καράβι που άρχισε να βουλιάζει
σε περιμένουμε και οι τρεις:

Να μας φέρεις πίσω το χέρι σου.

Το χέρι που σφύριζε σαν μαστίγιο στον άνεμο,
απειλώντας τη μοίρα, πλένοντας τις αυλές,
αθροίζοντας σε αριθμούς τα δέματα και τους τόνους
που φέρνανε τα καράβια.
Το χέρι σου που έπιανε το μαστό σου όταν θήλαζες
πλαγιασμένο στο στήθος σου ένα τριαντάφυλλο·
το χέρι σου που έκοβε υφάσματα λύπης
και μπάλωνε με κλωστές από φως
των παιδιών μας τα ρούχα.
Το χέρι σου,
που αγρύπναγε στις προφυλακές κι αντιστέκονταν
σαν ένας ολόκληρος ιερός λόχος.
Τόσο αμίαντο κι ιερό, δεν ξέρω πού να το βάλω,
πού να ‘βρω μέρος καθαρό – μια θήκη θαλασσιά
κομμένη από τον ουρανό ή απ’ της Παναγίας το ιμάτιο.
Στεφανωμένο με πορτοκαλάνθια,
το νιώθω κρεμασμένο μέσα μου
σαν τον Ιησού στο σταυρό
πάνω στην Άγια Τράπεζα
στο εξωκκλήσι του Άι-Γιώργη μας.

Ο ποιητής επιθυμεί να δείξει την ιερότητα του έργου της γυναίκας-οικογενειάρχισσας, που γίνεται θυσία για να φροντίσει τους αγαπημένους της. Η διήγησή του μάλιστα είναι βιωματική, αφού αναφέρεται στη σύζυγό του, Καλλιόπη Αποστολίδου Βρεττάκου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΠοιος ανακάλυψε την Αμερική: Προσφορά 1+1 δώρο στα εισιτήρια για την Ημέρα της Γυναίκας12.09.2018

9. «Ύμνος δοξαστικός για τις γυναίκες που αγαπούμε»-Νίκος Εγγονόπουλος (από τη συλλογή του 1948, Έλευσις)

Είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε σαν τα ρόδια
έρχονται και μας βρίσκουνε
τις νύχτες
όταν βρέχη
με τους μαστούς τους καταργούν τη μοναξιά μας
μεσ’ τα μαλλιά μας εισχωρούν βαθειά
και τα κοσμούνε
σα δάκρυα
σαν ακρογιάλια φωτεινά
σα ρόδια

είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε κύκνοι
τα πάρκα τους
ζουν μόνο μέσα στην καρδιά μας
είν’ τα φτερά τους
τα φτερά αγγέλων
τ’ αγάλματά τους είναι το κορμί μας
οι ωραίες δεντροστοιχίες είν’ αυτές οι ίδιες
ορθές στην άκρια των ελαφρών ποδιών
τους
μας πλησιάζουν
κι είναι σαν μας φιλούν
στα μάτια
κύκνοι

είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε λίμνες
στους καλαμιώνες τους
τα φλογερά τα χείλια μας σφυρίζουν
τα ωραία πουλιά μας κολυμπούνε στα νερά τους
κι ύστερα
σαν πετούν
τα καθρεφτίζουν
– υπερήφανα ως είν’ –
οι λίμνες
κι είναι στις όχθες τους οι λεύκες λύρες
που η μουσική τους πνίγει μέσα μας
τις πίκρες
κι ως πλημμυρούν το είναι μας
χαρά
γαλήνη
είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε
λίμνες

είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε σαν σημαίες
στου πόθου τους ανέμους κυματίζουν
τα μακρυά μαλλιά τους
λάμπουνε
τις νύχτες
μεσ’ στις θερμές παλάμες τους κρατούνε
τη ζωή μας
είν’ οι απαλές κοιλιές τους
ο ουράνιος θόλος
είναι οι πόρτες μας
τα παραθύρια μας
οι στόλοι
τ’ άστρα μας συνεχώς ζούνε κοντά τους
τα χρώματά τους είναι
τα λόγια της αγάπης
τα χείλη τους
είναι ο
ήλιος το φεγγάρι
και το πανί τους είν’ το μόνο σάβανο που μας αρμόζει:
είν’ οι γυναίκες που αγαπούμε σαν σημαίες

είν’ οι γυναίκες που αγαπούμε δάση
το κάθε δέντρο τους είν’ κι ένα μήνυμα του πάθους
σαν μεσ’ σ’ αυτά τα δάση
μας πλανέψουνε
τα βήματά μας
και χαθούμε
τότες είν’
ακριβώς
που βρίσκουμε τον εαυτόνε μας
και ζούμε
κι όσο από μακρυά ακούμε νάρχωνται οι μπόρες
ή και μας φέρνει
ο άνεμος
τις μουσικές και τους θορύβους
της γιορτής
ή τις φλογέρες του κινδύνου
τίποτε – φυσικά – δε μπορεί πια να μας φοβίση
ως οι πυκνές οι φυλλωσιές
ασφαλώς μας προστατεύουν
μια που οι γυναίκες π’ αγαπούμε είναι σα δάση

είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε σαν λιμάνια
(μόνος σκοπός
προορισμός
των ωραίων καραβιών μας)
τα μάτια τους
είν’ οι κυματοθραύστες
οι ώμοι τους είν’ ο σηματοφόρος
της χαράς
οι μηροί τους
σειρά αμφορείς στις προκυμαίες
τα πόδια τους
οι στοργικοί
μας
φάροι
– οι νοσταλγοί τις ονομάζουν Κ α τ ε ρ ί ν α –
είναι τα κύματά τους
οι υπέροχες θωπείες
οι Σειρήνες τους δεν μας γελούν
μόνε
μας
δείχνουνε το δρόμο
– φιλικές –
προς τα λιμάνια: τις γυναίκες που αγαπούμε

έχουνε οι γυναίκες π’ αγαπούμε θεία την ουσία
κι όταν σφιχτά στην αγκαλιά μας
τις κρατούμε
με τους θεούς κι εμείς γινόμαστ’ όμοιοι
στηνόμαστε ορθοί σαν άγριοι πύργοι
τίποτε δεν είν’ πια δυνατό να μας κλονίση
με τα λευκά τους χέρια
αυτές
γύρω μας γαντζώνουν
κι έρχονται όλοι οι λαοί
τα έθνη
και μας προσκυνούνε
φωνάζουν
αθάνατο
στους αιώνες
τ’ όνομά μας
γιατί οι γυναίκες π’ αγαπούμε
την μεταδίνουν
και σ’ εμάς
αυτή
τη θεία τους
ουσία

«Η γυναίκα που αγαπά» το κάθε αρσενικό γίνεται πηγή χαράς, ευτυχίας, συντροφικότητας. Η παρουσία της και μόνο ομορφαίνει τον κόσμο και καθίσταται ικανή να ‘διαλύσει’ κάθε σκοτάδι.

10. «Γυναίκα»-Τόλης Νικηφόρου

Κάθε μικρή σου υποταγή
μειώνει τη δική μου ελευθερία
εμένα ταπεινώνει
κάθε χαμένο σου δικαίωμα
πληγώνει τη δική μου αξιοπρέπεια
κάθε παραπανίσιο σου φορτίο
έχει σε μένα ρίζες προγονικές

κάθε σε βάρος σου αδικία
είναι μια στυγερή κλοπή
απ’ το παγκάρι της δικής μου εκκλησίας
κι όταν εσύ λιποψυχείς
εγώ είμαι ο αληθινός προδότης

στέκεσαι δίπλα μου
στο σπίτι, στη δουλειά ή στο οδόφραγμα
με τα ίδια μάτια
ελεύθερα ατενίζουμε τον ήλιο
περήφανοι
ασυμβίβαστοι
ωραίοι μέσα στο τόσα ελαττώματά μας
εμείς που η φύση έταξε σε σάρκα μία

Με ένα πραγματικά πρωτοποριακό ποίημα ο Τόλης Νικηφόρου καταδεικνύει πως ο αληθινά ‘ηττημένος’ δεν είναι η ‘σκλαβωμένη’ γυναίκα, αλλά αυτός που τη θέτει σε συνθήκη δουλείας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΤο KINO ATHENS γιορτάζει την Ημέρα της Γυναίκας με ειδικές προβολές στην Τεχνόπολη12.09.2018

Περισσότερα από Αφιέρωμα
whatsup