MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
09
ΜΑΡΤΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
HOT OR NOT

Hot or Not #157: Όλα όσα μας άρεσαν (ή μας χάλασαν) αυτή την εβδομάδα

Αυτή την εβδομάδα πήγαμε θέατρο, σινεμά, διαβάσαμε βιβλία, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και όπως κάθε εβδομάδα θέλουμε να μοιραστούμε μαζί σας, όλα όσα ξεχωρίσαμε.

Monopoli Team | 09.03.2025

Την εβδομάδα που πέρασε πήγαμε θέατρο και σινεμά, κάναμε βόλτες στην πόλη, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και όσα κρατήσαμε θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε! 

(+ και -) Σκέψεις για το Mickey 17 του Μπονγκ Τζουν-χο

Ποτέ δε μου άρεσε να σκέφτομαι τις ταινίες με αστεράκια ή βαθμολογίες και πάντα αγνοούσα οποιαδήποτε προδιάθεση που είχα για διάφορους σκηνοθέτες ή ηθοποιούς. Έτσι πήγα και στην ταινία αυτή – κάπως απροετοίμαστη πλην όμως έτοιμη για την αίσθηση επιστημονικής φαντασίας και τη δόση χιούμορ. Με λίγα λόγια δεν ξετρελάθηκα. Η ιδέα της μετοίκισης σε ξένο πλανήτη και η αναλώσιμη ρέπλικα του Mickey, που υπογράφει διαρκώς στον θάνατό και την επανεκτύπωσή του είναι μια ιδέα που θα μπορούσε να είχε ανοίξει πολύ περισσότερο τη βεντάλια του σχολιασμού, που ναι μεν επιχειρείται, αλλά δεν αφήνει ποτέ κάποια βαρύγδουπη πατημασιά. Ο Ρόμπερτ Πάτινσον κάνει τα πάντα για να αποδώσει έναν παιχνιδιάρικο, αφελή χαρακτήρα και ενίοτε να προσθέσει λίγο βάθος στην “κούραση” της επανεκτύπωσης- επιστροφής στη ζωή και πράγματι καταφέρνει να κουβαλήσει την ταινία διατηρώντας έναν πρωταγωνιστικό ρυθμό. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες μοιάζουν ανεκμετάλλευτοι ή κάπως εντελώς περιφερειακοί στο όραμα του σκηνοθέτη, ενώ ακόμα και ο Μαρκ Ρούφαλο που σατιρίζει θα έλεγε κανείς τον σύγχρονο πλανητάρχη και εν γένει την μεγαλομανία του εκάστοτε ηγέτη παραμένει πεζός χωρίς να ξεσκονίζει κάτι βαθύτερο ή θλιβερό πίσω από αυτή την υπερφίαλη περσόνα. Συνολικά, το κράμα των θεματικών της ταινίας είναι ενδιαφέρον, αλλά η εκτέλεση υπολείπεται σε συνοχή και ενώ η δράση, τα γραφικά του πλανήτη και το sci-fi world building πετυχαίνει, δεν παύει αυτή η ταινία να παραμένει ένα χαλαρό watch για σινεμά ή σπίτι, με παρέα, ποπκορν και αναψυκτικό.
Λίνα Ρόκα

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑMickey 17: Τι σχέση έχει η ερμηνεία του Robert Pattinson με ένα καρτούν των 90s;12.09.2018

(+) Στις «Σκηνές από έναν γάμο» αντιληφθήκαμε ότι η αγάπη προς τον Άλλον δεν έχει πάντοτε τη μορφή που φανταζόμαστε

«Έχω δύο εισιτήρια για την παράσταση με τον Νίκο Ψαρρά και τη Μαρίνα Ασλάνογλου! Πάμε;», μου λέει μια φίλη μου την περασμένη εβδομάδα και χωρίς δεύτερη σκέψη η απάντησή μου ήταν καταφατική. «Αν δώσει ο Θεός και παντρευτούμε στο μέλλον, να ξέρουμε και τι μας περιμένει!», λέμε αστειευόμενες και δίνουμε ραντεβού στο θέατρο Χώρα ακριβώς 10 λεπτά πριν από την έναρξη της παράστασης. Την οποία να σημειωθεί ότι την προλάβαμε στο τσακ πριν ολοκληρώσει την τρίτη χρονιά της επιτυχίας της-αυτό κι αν είναι τύχη-βουνό. Δεν έχουμε προλάβει καλά καλά να βρούμε τις θέσεις μας και οι πρωταγωνιστές μας περιμένουν φορώντας τα καλά τους και κερνώντας κρασί «για τα 10 χρόνια γάμου τους». «Αυτοί λάμπουν από ευτυχία, έτσι μοιάζει ο έγγαμος βίος;», αναρωτιόμαστε και η σκέψη ότι δεν θα είναι και τόσο άσχημα τελικά να έρθει στη ζωή μας στριφογυρίζει στο μυαλό μας. Ώσπου τα φώτα σβήνουν. Οι γόβες, τα ακριβά σκουλαρίκια, οι γραβάτες και τα καλά κοστούμια αποσύρονται και δίνουν τη θέση τους σε ένα μισοστρωμένο κρεβάτι, στις ρόμπες σπιτιού, στον ήχο του βραστήρα λίγο πριν ετοιμαστεί το τσάι, σε αδιάκριτα τηλεφωνήματα συγγενών, σε ένα ξεχασμένο βάζο μαρμελάδας πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Το «φτωχικό» του Γιόχαν και της Μαριάννε ξεπροβάλλει μπροστά μας όπως ακριβώς είναι, χωρίς καμία προσπάθεια ωραιοποίησης. Εκεί μέσα εκτυλίσσεται η συζυγική ζωή, που-όσες στιγμές απόλυτης ευτυχίας, χαράς, νοιαξίματος περιλαμβάνει-από άλλες τόσες δυστυχίας, απελπισίας, απόγνωσης συνοδεύεται. Και για αυτό ποιος ευθύνεται; Αν με ρωτήσετε, δεν θα σας πω ο γάμος σαν γάμος, όπως θα υποστηρίξουν ίσως μερικοί. Αλλά οι δύο διαφορετικοί κόσμοι που καλούνται να συνυπάρξουν. Γιατί τα πάνω μας και τα κάτω μας τα έχουμε όλοι-και ποτέ δεν ήταν εύκολο να αναμετρηθούμε με τον ασταθή εαυτό μας. Πόσο μάλλον όταν καλούμαστε να κοιτάξουμε κατάματα και τον ψυχισμό του Άλλου. Όσο κι αν αγαπάμε, τα πάθη μας, οι αδυναμίες μας-ο ανάποδος εαυτός μας στην τελική-θα έρχεται ανά διαστήματα στην επιφάνεια. Και τότε θα έπονται και οι συγκρούσεις και οι παράλογες εκρήξεις και οι προδοσίες-σε σημείο που ίσως να μην αναγνωρίζουμε πια ποιοι τελικά είμαστε. Παρόλα αυτά πάντα θα προσπαθούμε να αγαπάμε.

Μια τέτοια λοιπόν πραγματικότητα παρακολουθήσαμε στον οικογενειακό χώρο του θεάτρου Χώρα και αυτό που αφήνουμε φεύγοντας είναι ένα μεγάλο μπράβο στην Έλενα Καρακούλη για μία άκρως ρεαλιστική σκηνοθεσία και ένα θερμό χειροκρότημα στον Νίκο Ψαρρά και τη Μαρίνα Ασλάνογλου για το τόσο επιτυχημένο εγχείρημά τους να καθρεφτίσουν την ίδια την ωμή πραγματικότητα πάνω σε μια σκηνή θεάτρου.
Μιλένα Αργυροπούλου

(+) «Ο Βράχος» στην Κάμιρο

Μπαίνοντας ένα Σάββατο βράδυ στην «Κάμιρο», που είχε μετατραπεί για τις ανάγκες της παράστασης «Ο Βράχος» της Ηλέκτρας Ελληνικιώτη σε παλιό καφενείο, αισθάνεσαι σαν να πρόκειται για ένα συνηθισμένο Σαββατόβραδο με φίλους, κάπου σε κάποια γειτονιά της Κυψέλης. Μα εκείνη η βραδιά δεν είχε τίποτε το συνηθισμένο ούτε για εμάς αλλά ούτε και για τους ήρωες του έργου. Το καφενείο ανήκει στη Μαρία και τον Νίκο, δύο αδέρφια των οποίων η ζωή θα ανατραπεί, μέσα σε μια στιγμή, όταν ένα τηλεφώνημα τους πληροφορήσει για τον θάνατο του πατέρα τους. Όλα αυτά μια 21η Δεκέμβρη, τη μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου, όπου υπερφυσικές δυνάμεις ελλοχεύουν μέσα στους τοίχους και στις σκιές και οι ήρωες μας, η Μαρία, ο Νίκος, η Χάρις και η Ελένη, έρχονται αντιμέτωποι με το απόλυτο της ζωής και του θανάτου. Μαζί τους και εμείς, οι σιωπηλοί θαμώνες που γινόμαστε μάρτυρες και κομμάτι του πένθους τους, των πιο προσωπικών και ευάλωτων στιγμών τους, αυτών που από πάντα ήταν και δικοί μας, γι’ αυτό και τους αισθανόμαστε τρομερά οικείους.

Η Ηλέκτρα Ελληνικιώτη υπογράφει το κείμενο και τη σκηνοθεσία. Αντλώντας έμπνευση από το δοκίμιο του Αλμπέρ Καμύ «Ο μύθος του Σίσυφου», αναζητά τον χώρο του «μη πραγματικού», κάπου ανάμεσα σε εμάς τους ίδιους και τον κόσμο που μας περιβάλλει, στο αγεφύρωτο χάσμα που δημιουργείται εξαιτίας της ελπίδας του γεννημένου σε ένα παράλογο σύμπαν ανθρώπου. Εκεί που γεννιούνται αμέτρητα βασανιστικά ερωτήματα και καθόλου απαντήσεις. Εκεί που ακόμα και το «παράλογο» μοιάζει σαν μια σταθερά που δύναται να προσφέρει μια κάποια τάξη στο χάος. Ατμοσφαιρική, «ντυμένη» με διασκευές των υπέροχων τραγουδιών του Σταμάτη Κραουνάκη και της Λίνας Νικολακοπούλου από τον δίσκο «Ανθρώπων Έργα»«Δερβίσης», «Ανθρώπων Έργα», «Το Κάστρο», «Βράχος», «Υπερωκεάνιο», «Αράχνες»– η παράσταση ισορροπεί ανάμεσα στο καθημερινό-συνηθισμένο και το υπερβατικό, το φως και το σκοτάδι, την απόγνωση και την επιθυμία, την ευτυχία και τη δυστυχία, τη ζωή και τον θάνατο, οξύνοντας την τραγική διάσταση της ανθρώπινης εμπειρίας. Διαρρηγνύει με όλο και πιο αυξανόμενη ορμή το «πέπλο» με όλα εκείνα τα «ασήμαντα» που καλύπτουν την τρωτότητα μας απέναντι στον υπαρξιακό πόνο και τρόμο. Ο χώρος στον οποίο βρισκόμαστε -τη σκηνογραφία υπογράφει η Δήμητρα Λιάκουρα– δίνει την αίσθηση πως μετράει τους νεκρούς και τους ζωντανούς του, διατρέχοντας τα ίχνη και το αποτύπωμα που αφήνουμε στο πέρασμα του χρόνου.

Καθώς οι ήρωες, τους οποίους υποδύονται οι Ελένη Δημοπούλου, Μαρία Μαμούρη, Χάρις Σερδάρη και Νίκος Κυπαρίσσης χαρίζοντας μας δυνατές ερμηνείες, περνούν από ποικίλα στάδια συνειδητοποίησης και αντιμετώπισης του κόσμου, συμφιλιώνονται, επαναστατούν, αποδέχονται, απορρίπτουν, θυμώνουν, παρηγορούν, παγώνουν, ενεργούν, άλλοτε αποφασίζουν να διασκεδάσουν το παράλογο, άλλοτε να το πολεμήσουν, διεκδικούν το δικαίωμα τους στη δυστυχία ή την ευτυχία. Δυνατοί και συνάμα ανίσχυροι δεν παύουν να αναρωτιούνται τι είναι χειρότερο, η αναπόδραστη μοίρα του θανάτου ή η επίγνωση ότι είμαστε φτιαγμένοι να αντέχουμε στην απώλεια, τον πόνο και τη μοναξιά, ότι η ζωή συνεχίζεται με εμάς να κλείνουμε τα μάτια σε ότι δεν μας αγγίζει. Στις πιο υποβλητικές στιγμές -σ’ εκείνες που οι φωτισμοί της Ισμήνης Σταρίδα έχουν κάτι το μυστηριακό και υπερφυσικό- τα «τι», τα «πως» και τα «γιατί» τους γίνονται τραγούδια, σαν να ενώνεται η φωνή τους με εκείνη των νεκρών για να αφηγηθούν μια ιστορία τόσο παλιά όσο και ο χρόνος. Και στο τέλος, όλοι μαζί, αγκαλιάζουμε το σκοτάδι και τους φόβους μας, πίνουμε στην υγειά της ζωής και του θανάτου σαν να είμαστε παλιοί καλοί τους φίλοι.
Αριστούλα Ζαχαρίου

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΣκηνές από ένα Γάμο: Η παράσταση της Έλενας Καρακούλη επιστρέφει στο Θέατρο Χώρα12.09.2018

(+) Οι Μάγισσες του Βάρντε – Μισαλλοδοξία και θρησκευτικός φανατισμός με θύματα τις γυναίκες

Το διάβασμα ήταν κάποτε για εμένα μια φυσική συνήθεια, ένας τρόπος να χάνομαι σε φανταστικούς κόσμους φτιαγμένους από λέξεις. Σήμερα, όμως, με τα social media και το scrolling που από 5 λεπτά μπορεί να γίνει δύο ώρες για πλάκα, το να αφιερώσω ουσιαστικό χρόνο σε ένα βιβλίο μοιάζει σχεδόν άθλος. Έτσι, κόντρα στις ειδοποιήσεις που φωτίζουν την οθόνη σου, κάθε σελίδα ενός βιβλίου που καταφέρνεις να γυρνάς είναι μια μικρή νίκη απέναντι στην απόσπαση προσοχής, και όταν τελικά καταφέρνεις να φτάσεις στην τελευταία, είναι γεγονός πως νιώθεις μια αληθινή περηφάνια—όχι μόνο γιατί το ολοκλήρωσες, αλλά γιατί άξιζε τον χρόνο σου. Περνάω στο ψητό. Διάβασα τις «Μάγισσες του Βάρντε» της Kiran Millwood Hargrave (Εκδόσεις Πατάκη), δώρο μιας φίλης, που ξεκίνησα άμεσα από τη στιγμή που το έπιασα στα χέρια μου και τελικά το ρούφηξα.

Η ιστορία, με λίγα λόγια, ξεκινά την παραμονή των Χριστουγέννων σε μια απομονωμένη νορβηγική κοινότητα του 1617, το Βάρντε, αφού μια καταστροφική καταιγίδα βυθίζει τα καράβια των 40 ανδρών ψαράδων της. Πίσω στο νησί μένουν τελικά μόνες οι γυναίκες, οι οποίες ψάχνουν τον τρόπο να επιβιώσουν σε αυτή τη νέα συνθήκη, έχοντας παράλληλα να αντιμετωπίσουν το συναίσθημα της απώλειας των αγαπημένων τους και να πολεμήσουν τις προκαταλήψεις που τους στερούν την ελευθερία τους. Η σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών κόσμων είναι εμφανής από την αρχή, σε συνεπαίρνει. Το βιβλίο είναι εµπνευσµένο από τα πραγµατικά γεγονότα της καταιγίδας του Βάρντε, το κυνήγι μαγισσών που απειλούσε να διαλύσει τη μικρή κοινότητα του νησιού και που τελικά οδήγησε σε δίκη και δολοφονία γυναικών στο όνομα της θρησκείας. Με συγκίνησε, με θύμωσε αλλά θαύμασα τη δύναμη της γυναικείας αλληλεγγύη και τη δυναμικότητα που επέδειξαν με θάρρος οι γυναίκες της κοινότητας αναλαμβάνοντας ανδρικούς ρόλους σε μια εποχή όπου η Εκκλησία και η εξουσία έτρεμαν κάθε τι που ξέφευγε από την αυστηρή γραμμή της παράδοσης.
Ευδοκία Βαζούκη

(+) Το «Women Fighters – 2nd Part: 1944-1960» στο 27ο ΦΝΘ

Μεταδίδω live από την άκρως ανοιξιάτικη (19 βαθμούς έχει, παιδιά!) και πάντα ερωτεύσιμη Θεσσαλονίκη και φυσικά από το 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ . Έχω πάρα πολλά να πω, τα οποία μάλλον θα διαβάσετε και θα δείτε τις επόμενες μέρες κάπου εδώ γύρω, αλλά για τώρα ΠΡΕΠΕΙ να σας μιλήσω για το ντοκιμαντέρ με τίτλο «Women Fighters – 2nd Part: 1944-1960», στην πρεμιέρα του οποίου δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω. Ο Λεωνίδας Βαρδαρός εκτός των άλλων, φτιάχνει ντοκιμαντέρ γύρω από την ιστορία και τις γυναίκες που την διαμόρφωσαν. Το δεύτερο μέρος για τις γυναίκες της κοινωνικοπολιτικής και ιστορικής ζωής της Ελλάδας ασχολείται με την περίοδο από την εθνική απελευθέρωση έως τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο Πόλεμο. Οι αριστερές οργανώσεις έχουν απαγορευτεί και η μόνη οργάνωση που λειτουργεί ανοιχτά είναι η ΠΕΟΠΕΦ – οι σύζυγοι, οι αδελφές και οι μανάδες των φυλακισμένων, των εξόριστων και των αγωνιστών που αντιμετωπίζουν τα εκτελεστικά αποσπάσματα, μάχονται για τη σωτηρία των αγαπημένων τους.

Είδα την πρεμιέρα της ταινίας και καθόμουν σε εκείνη την αίθουσα, περιτριγυρισμένη από γυναίκες κυρίως, όλων των ηλικιών, που έβλεπαν τα πρόσωπα στην οθόνη και θυμόντουσαν την ημέρα που τα γνώρισαν. Η αίσθηση του ανήκω, ο πόνος, η δύναμη και η αδικία ήταν τα συναισθήματα εκείνα που εναλλάσσονταν καθ’ όλη τη διάρκεια αυτών των 90’.Έβλεπα μπροστά μου μια ιστορία που οριακά δεν ήξερα πως υπάρχει, μια ιστορία που κανένα σχολείο δεν μου έμαθε. Μετά το τέλος της προβολής, ο υπέροχος δημιουργός της έλαβε ερωτήσεις και μια από εκείνες τις γυναίκες που γνώριζαν τα πρόσωπα στην οθόνη πήρε τον λόγο και εγώ απλά ξεκίνησα να ξανακλαίω – νομίζω είναι ο θαυμασμός. Κάντε την χάρη στο εαυτό σας και δείτε αυτή την ταινία, όπου και να είστε, στα online screenings του 27ου ΦΝΘ έως τις 16/3 – πιστέψτε με, αξίζει.
Μαρία Βαλτζάκη

(+) Το live που έγινα φαν των Godsleep
View this post on Instagram

A post shared by Rooftop Jam (@rooftopjamrocks)

Σάββατο βράδυ κι ο δρόμος με βγάζει στο An Club, στα Εξάρχεια. Εκει που θα ανακάλυπτα το καινούριο μου αγαπημένο συγκρότημα. Εντάξει για να είμαι και απόλυτα ειλικρινής δεν το ανακάλυψα, μου το σύστησαν. Και συγκεκριμένα, η φίλη μου, η οποία τυγχάνει να είναι και η κοπέλα του μπασίστα (ορκίζομαι δεν είμαι biased, stay with me). Πήγα που λέτε για το support, και βγήκα (εκκολαπτόμενη) φαν των Godsleep. Αλλά ας το πιάσουμε από την αρχή.

Η φάση, λοιπόν, ήταν το High Bias Festival, από το Rooftop Jam, με το lineup πολλά υποσχόμενο και εκρηκτικό.
Από αυτό κρατάω τους Krause, τους οποίους ομολογώ πως δεν είχα ακούσει πολύ πριν, ωστόσο η ενέργεια που εξέπεμπαν, σε συνδυασμό με την killer φωνή του frontman μας έστειλα ολ@.

Και έρχεται η ώρα των Godsleep. Μεταφερόμαστε μπροστά μπροστά για ευνόητους λόγους, τα φώτα χαμηλώνουν και οι Godsleep ανεβαίνουν στη σκηνή, με πράσινα και κόκκινα φώτα να τους λούζουν (και να τους κάνουν να φαίνονται πολύ cool, σαν ροκσταρς των 70s).
Από το πρώτο κιόλας τραγούδι, στο κοινό επικράτησε πανζουλισμος. Τέτοιο πράγμα μόνο στον Παπακωνσταντίνου είχα δει (εγώ η ανίδεη από μεταλάδες). Όλοι άρχιζαν να σπρώχνονται και να χορεύουν αλλοπροσαλλα στο ρυθμό που δαμαζαν οι Godsleep. Χωρίς να το ξέρω, ήμουν ανάμεσα σε ένα πολύ πιστό και παθιασμένο fanclub. Ε λίγο αυτό, λίγο τα τραγούδια που ήταν συγκλο, πώς να μην γίνω μετά κι εγώ μια από αυτούς.

Κάπου στα μισά του live, ένιωσα πως είχα τηλεμεταφερθεί δεκαετία ’90, κάποια από τα bops τους έβγαζαν vibes Oasis, αλλά με ένα πολύ πιο φρέσκο τόνο που δεν ήξερα ότι χρειαζόμουν. Για να μην σας πολυλογώ, κατέληξα στο τέλος του live να προμηθεύομαι με τα essentials. Καινούριο μπλουζάκι και tote bag από το merch των παιδιών (τα οποία προφανώς και έχω κάνει δεύτερο δέρμα).
Ειρήνη Δερμιτζάκη

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις