Εκεί πέρασα και όλα μου τα φοιτητικά χρόνια. Στην Αθήνα ήρθα στα τέλη του 2019.
Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που ήμουν πάντα η μικρότερη.Με την αδερφή μου έχουμε εννιά χρόνια διαφορά, επομένως τη θυμάμαι ελάχιστα να ζει στο ίδιο σπίτι με εμένα. Ήμουν η μικρότερη κόρη, το μικρότερο εγγόνι, η μικρότερη ξαδέρφη και πάει λέγοντας. Αυτή η ηλικιακή απόσταση από όλους τους άλλους – και η μοναξιά που πάει παρέα μαζί της – μου δημιούργησε την ανάγκη να φτιάχνω κόσμους και ιστορίες και να χάνομαι μέσα τους, συνήθεια που έμεινε μαζί μου έως την ενήλικη ζωή μου, μεταμορφώθηκε και καθόρισε σε έναν σημαντικό βαθμό το πώς αντιλαμβάνομαι τη δημιουργική διαδικασία στο θέατρο.
Εξαρτάται από τη φάση που θα την πετυχαίνατε… Ανά περιόδους θα έλεγε κομμώτρια, αστρονόμος, γιατρός και —τα τελευταία πολλά χρόνια πριν τελειώσει το σχολείο— ηθοποιός. Πάντως σίγουρα ποτέ δεν είπε δικηγόρος.
Υπήρχαν φυσικά κομμάτια που με ενδιέφεραν πολύ, αλλά ήταν μοναχά κομμάτια. Δεν κατάφερα ποτέ να οραματιστώ τον εαυτό μου ως κάτι απ’ όλα αυτά που γίνεσαι μετά από τις νομικές σπουδές. Ή κάθε φορά που τον οραματιζόμουν, κάτι έλειπε. Έλειπε το ενδιαφέρον, αυτό που νοηματοδοτεί την ημέρα και την κάνει να πηγαίνει παρακάτω. Η σκέψη να γίνω ηθοποιός υπήρχε στο μυαλό μου ήδη από τα μαθητικά μου χρόνια. Κάπως έτσι, λοιπόν, μέσα από ομάδες και εργαστήρια μού επιβεβαιώθηκε ότι το θέατρο δίνει αξία για εμένα στον χρόνο. Αποφοιτώντας επομένως από τη Νομική, η συνέχεια στο μυαλό μου ήταν κάπως αυτονόητη. Λίγες μέρες μετά την αποφοίτηση έβαλα το πτυχίο μου στο συρτάρι με τα αναμνηστικά και έδωσα εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου.
@Toultsa Maria
Αυτή η αφοσίωση δοκιμάζει τα όρια του εαυτού σου, της επιθυμίας σου να βρίσκεσαι εκεί και σου διδάσκει μία πειθαρχία πολύ σημαντική. Κι αυτό είναι που κρατάω σφιχτά σαν μαθήμα από τα χρόνια εκείνα: την πειθαρχία και τη συστηματικότητα που απαιτείται, προκειμένου να συναντηθείς με την ελευθερία.
Η πρώτη μου δουλειά μετά τη σχολή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ λόγω του πρώτου lockdown.Θυμάμαι πολύ έντονα εκείνες τις ημέρες που δεν ξέραμε τι ακριβώς συμβαίνει, μαθαίναμε από άλλα θέατρα ότι είχαν αναστείλει τις πρόβες τους ή ότι σταματούν τις παραστάσεις τους. Λίγες μέρες μετά μπήκαμε στην πρώτη καραντίνα και όλα πάγωσαν. Αυτή η αίσθηση, ότι μπαίνουμε στον πάγο, είναι που θυμάμαι πιο έντονα από τότε. Μόλις είχα τελειώσει τη σχολή, είχα μετακομίσει στην Αθήνα, είχα ξεκινήσει να δουλεύω και έπρεπε, ενώ είχα όλη αυτή την ορμή και όρεξη για δημιουργία, να κάνω ένα βήμα πίσω.
Το πρώτο μου θεατρικό έργο “Δε Μιλένιαλς”, είναι μια παράσταση bar theater που έχει επιστρέψει αυτή τη σεζόν με έναν νέο κύκλο παραστάσεων.Αυτή η αίσθηση ότι πάμε να ξεκινήσουμε τη ζωή μας και κάποιος άλλος πατάει απότομα το φρένο, είναι αυτή που με ώθησε να γράψω ένα έργο για ανθρώπους που βρίσκονται τώρα γύρω στα 30. Πριν τα απανωτά lockdown προηγήθηκε η οικονομική κρίση και οι millennials είτε ξεκινούσαν τότε την πορεία τους είτε θα την ξεκινούσαν λίγα χρόνια μετά, στα απόνερά της. Υπό αυτές τις συνθήκες η γενιά αυτή ψάχνει διαρκώς τον τρόπο να υπάρξει σε έναν κόσμο που μοιάζει να μην έχει χώρο για εκείνη. Κι αυτό είναι λυπηρό. Όχι τόσο για τους millennials—είναι τόσο γαλουχημένοι στις δυσκολίες που έχω μια βαθιά πεποίθηση ότι θα βρουν τον τρόπο— αλλά για τον κόσμο που διαμορφώνεται. Όταν δεν υπάρχει χώρος να γεννηθεί και να ανθίσει το νέο, ο κόσμος αυτός είναι καταδικασμένος να γεράσει.
Οι «Μιλένιαλς» της Χρύσας Κολοκούρη έχουν επιστρέψει για έναν δεύτερο κύκλο bar theater παραστάσεων στο Πάπια Bar.
Αντιλαμβάνομαι περισσότερο τον εαυτό μου ως δημιουργό πια, παρά ως ηθοποιό κι αυτό ήταν πολύ απελευθερωτικό. Αγαπώ πολύ τη δουλειά του ηθοποιού, ωστόσο υπήρχε ένα κομμάτι μου που βρήκε τη θέση του μέσα από τη συγγραφή και τη σκηνοθεσία κι αυτή η ανακάλυψη ήταν κάτι που με καθόρισε. Το να βρίσκομαι κάτω από τη σκηνή πια μου φαίνεται εξίσου ελκυστικό και ταιριαστό.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη συγκίνηση ενός ανθρώπου, που θα μπορούσε να είναι ο μπαμπάς μου, όταν μετά το τέλος της παράστασης με πλησίασε και μου είπε: «Κορίτσι μου, τι σας κάναμε; Συγγνώμη. Λυπάμαι πολύ». Η αντίδρασή του αυτή με έκανε να σκεφτώ τις προηγούμενες γενιές, που έχουν διαγράψει πια την πορεία τους στην ιστορία, και το βάρος που μπορεί να έχει αυτή η πορεία στον χρόνο. Γράφοντας μια παράσταση για τους millennials δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι γράφω αυτομάτως και για τις προηγούμενες γενιές. Είμαστε άλλωστε παιδιά τους και ζούμε στον κόσμο που και εκείνοι διαμόρφωσαν.
Το κείμενο δεν γράφτηκε με μια διάθεση καταγγελίας.Μέσα στο κείμενο αναφέρεται κάπου ότι: «Οι millennials είναι έτοιμοι να περπατήσουν στη ζωή. Μπορεί όχι με τις καλύτερες προϋποθέσεις, αλλά με μια βαθιά ελπίδα ότι υπάρχει ακόμα χρόνος κι ότι οι άνθρωποι έχουν μάθει να σκύβουν με μεγαλύτερη φροντίδα πάνω απ’ τον πόνο» κι αυτή είναι η δική μου ματιά για τη γενιά μου. Το κείμενο δεν γράφτηκε με μια διάθεση καταγγελίας ούτε με σκοπό να πει πόσο ιδιαίτερη γενιά είμαστε και πόσο δύσκολα μας ήρθαν τα πράγματα. Γράφτηκε έχοντας στον πυρήνα του την ελπίδα ότι όντως υπάρχει ακόμα χρόνος κι ότι παρά τις δυσκολίες είμαστε εδώ, προσπαθώντας να βγάλουμε τη μέρα μας, παίρνοντας κουράγιο απ’ ό,τι μπορεί ο καθένας. Δεν πιστεύω πάντως ότι η γενιά μου είναι μια χαμένη γενιά. Όπως έλεγε και ο αγαπημένος μου παραμυθάς: «Δεν είναι σίγουρο ότι έχουν χαθεί όλοι όσοι περιπλανιούνται».
Το «Εκκενώστε» είναι τέσσερις παράλληλες ιστορίες που διασταυρώνονται και αφορούν την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα του σήμερα. Ο πρωθυπουργός της χώρας πεθαίνει, μια γειτονιά κατακλύζεται από καταλύματα βραχυχρόνιων μισθώσεων, μια φυσική καταστροφή προκαλεί τρόμο την ίδια στιγμή που ένα ζευγάρι παλεύει με τον φόβο του να βγει από το σπίτι ενώ ένας άντρας αναζητά την ελπίδα στα επείγοντα ενός νοσοκομείου. Το «Εκκενώστε» θα μπορούσε να είναι ένας σουρεαλιστικός αστείος εφιάλτης γύρω από την ελληνική πραγματικότητα. Τα Airbnb, ο εθισμός μας και η ευκολία μας στον φόβο, ο τρόπος μετάδοσης της πληροφορίας στα δελτία ειδήσεων, το εξαθλιωμένο σύστημα υγείας και φυσικά η πολιτική σκηνή, που θυμίζει κακοπαιγμένο θέατρο από ηθοποιούς που νομίζουν ότι όσο περισσότερο φωνάζουν τόσο περισσότερο ενδιαφέρον έχουν.
Είχαμε πολύ περιορισμένο χρόνο προβών, πράγμα που σήμαινε ότι κάθε ώρα ήταν πολύτιμη. Αυτό αυτομάτως δημιούργησε ένα τεράστιο ρολόι στο μυαλό μου, που διαρκώς έτρεχε. Είχα, όμως, τεράστια εμπιστοσύνη σε όλη την ομάδα. Ήμουν σίγουρη ότι θα αντεπεξέρχονταν κάτω από αυτές τις συνθήκες και θα το έκαναν με τέτοιο τρόπο που δεν θα θυσιαζόταν ούτε στο ελάχιστο το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Και το κατάφεραν. Ακούγοντας την παράσταση από τα καμαρίνια, νιώθω πολύ περήφανη για όλους τους.
Η νέα της θεατρική δουλειά, στην οποία υπογράφει το κείμενο και τη σκηνοθεσία, έχει τίτλο «Εκκενώστε» και ανεβαίνει στο Studio Μαυρομιχάλη, για λίγες ακόμη παραστάσεις.
Δύναμη να κινητοποιήσουν, να ξεσηκώσουν, να καθησυχάσουν, να παρηγορήσουν, να θεραπεύσουν. Είμαστε ένα είδος που λέει ιστορίες από την αρχή του χρόνου, χρησιμοποιώντας λέξεις, εικόνες, ήχους. Αυτή η στιγμή, που συναντιέται ο αφηγητής με τον ακροατή ή τον θεατή, είναι για μένα από τις πιο ευαίσθητες και άξιες προστασίας. Οι ιστορίες που επιλέγουμε να πούμε και επιλέγουμε να ακούσουμε καθορίζουν το βλέμμα μας πάνω στον κόσμο. Κάθε φορά, λοιπόν, που λέω μια ιστορία ως μέρος μιας θεατρικής πράξης έχω αυτό στο μυαλό μου: αυτή τη συνάντηση με εκείνον που ακούει, μια σχέση που ταξιδεύει τόσο πίσω στον χρόνο όσο και η πορεία μας σ’ αυτόν τον κόσμο.
Η δική μου εμπειρία, μέχρι σήμερα, έχει δείξει ότι η μεγαλύτερη πρόκληση για έναν καλλιτέχνη σήμερα είναι η οικονομική.Οι περισσότεροι νέοι καλλιτέχνες που ξέρω – και όχι μόνο από τον χώρο του θεάτρου – αναγκάζονται να εργάζονται και σε άλλα πεδία, ώστε να μπορούν να πληρώσουν τα έξοδα του μήνα, καθώς οι αμοιβές στην τέχνη στην Ελλάδα συνήθως είναι ανεπαρκείς. Έχουν ειπωθεί και έχουν ξαναειπωθεί αυτά πολλές φορές και είναι σχεδόν δεδομένο στο μυαλό των ανθρώπων ότι εάν ασχολείσαι με την τέχνη στην Ελλάδα, θα ασχολείσαι παράλληλα και με κάτι άλλο για να επιβιώσεις. Αυτό το δεδομένο με πληγώνει πολύ και πληγώνει και τον πολιτισμό με αλλεπαλληλους τρόπους. Πέρα από το προφανές, ότι η τέχνη στην Ελλάδα είναι βαθιά υποτιμημένη, όταν ένας καλλιτέχνης αναγκάζεται να αφιερώνει μεγάλο μέρος του χρόνου του σε μία άλλη εργασία στερεί χρόνο από την πρόβα του, τη δημιουργική του προετοιμασία και τελικά την τριβή του με το αντικείμενό του. Η δημιουργία απαιτεί χρόνο κι αυτός ο χρόνος στην Ελλάδα είναι είτε απλήρωτος είτε κακοπληρωμένος.
Με αφορά εκείνο το θέατρο που έχει τη διάθεση να προσεγγίσει με τρυφερότητα τον θεατή και να του πει μια ιστορία.Το σημερινό ελληνικό θέατρο πάσχει από πρακτική και οικονομική υποστήριξη των δημιουργών. Ναι, οι θεατρικές παραστάσεις είναι πολλές και υπάρχει μια άνθιση πολλών μικρών ομάδων, σαν κι αυτή του «Εκκενώστε» ή του «Δε μιλένιαλς». Όμως η άνθιση αυτή συμβαίνει γιατί βάζουμε εμείς πλάτες, γιατί εμείς επιμένουμε να δημιουργούμε μέσα στον ζόφο, κάνοντας δύο και τρεις δουλειές ταυτόχρονα. Αν η ελληνική θεατρική πραγματικότητα είναι πλούσια αυτό οφείλεται στους δημιουργούς της και στην επιμονή τους παρά την ολοκληρωτική υποτίμηση της εργασίας τους.
Τη δημιουργική μου φάση σήμερα κινητοποιεί η ίδια η ζόρικη εποχή που ζούμε!Η δημιουργία, ζώντας μέσα σε αυτές τις συνθήκες, μου μοιάζει η μόνη πιθανή διέξοδος. Είναι ένας μηχανισμός επιβίωσης.
Οι φίλοι μου λένε «κλασική Χρύσα» για την τάση μου να ξεχνάω παντού τα πράγματά μου.Και που σκουντουφλάω πάνω στα έπιπλα στον χώρο!
Η παράσταση «Εκκενώστε» της Χρύσας Κολοκούρη παρουσιάζεται κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 21:00 στο Studio Μαυρομιχάλη. Προπώληση εισιτηρίων εδώ.
Οι «Μιλένιαλς», επιπλέον, έχουν επιστρέψει για έναν δεύτερο κύκλο bar theater παραστάσεων στο Πάπια Bar. Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00. Προπώληση εισιτηρίων εδώ.