MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΕΜΠΤΗ
13
ΜΑΡΤΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Δημιουργώντας με φάρο το πνεύμα του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη

Ο σκηνογράφος και εικαστικός Γιάννης Κατρανίτσας συνομιλεί με τις μνήμες του από τον κορυφαίο Θεσσαλονικιό συγγραφέα και ζωγράφο καθώς εργάζεται πάνω στο σκηνικό χώρο της νέας όπερας της Εναλλακτικής Σκηνής «Ο πεθαμένος και η ανάσταση».

Στέλλα Χαραμή | 13.03.2025 Φωτογραφίες: Βαλέρια Ισάεβα, Γιάννης Αντώνογλου

Να έχεις γεννηθεί στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Να μεγαλώνεις ως παιδί ανάμεσα σε όλες τις θρυλικές προσωπικότητες που εντάχθηκαν στον αποσυρμένο, ίσως, όρο της «καλλιτεχνικής σχολής της Θεσσαλονίκης». Να κοντάφτεις πότε – πότε στην ηλικιωμένη φιγούρα του Νικόλαου Γαβριήλ Πεντζίκη. Και σήμερα να υπογράφεις τη σκηνογραφία της πρώτης όπερας (σε μουσική Νικόλα Τζώρτζη) βασισμένης στο εξέχον πεζογράφημα του Πεντζίκη «Ο πεθαμένος και η ανάσταση» όπως ανεβαίνει στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Αυτή είναι, πολύ συνοπτικά, η διαδρομή που κάνει τη σύνδεση του σκηνογράφου και εικαστικού Γιάννη Κατρανίτσα με την περίπτωση του Πεντζίκη, έως και μοιραία με έναν τρόπο.

O σκηνογράφος και εικαστικός, Γιάννης Κατρανίτσας.

Με δύναμη από τη Θεσσαλονίκη

Σχεδόν, όλοι οι συντελεστές της νέας παραγωγής της Εναλλακτικής είναι, κατά (ωραία) σύμπτωση, Θεσσαλονικείς: Η σκηνοθέτρια Αναστασία Κουμίδου, οι πρωταγωνιστές της, Νίκη Λαδά, Νίκος Κύρτσος και Αναστάσης Ροϊλός. Αντιλαμβάνονται έως και φέρουν, τρόπον τινά, κατάλοιπα της κληρονομιάς που άφησε ο σπουδαίος πεζογράφος, ποιητής και ζωγράφος ως μοντερνιστής δημιουργός (και παράλληλα ενεργός φαρμακοποιός για πάνω από 20 χρόνια).
Ο Κατρανίτσας ωστόσο, διευκρινίζει πως μεγάλωσε «στο κέντρο της πόλης δηλαδή στο σημείο καθημερινής δραστηριότητας του Ν.Γ.Πεντζίκη. Μέναμε σε μια γειτονιά, στην οδό Ικτίνου, όπου τα ίχνη της γενιάς και της ευρύτερης ‘παρέας’ του Πεντζίκη (αναφέρεται κυρίως στους πρωτεργάτες του λογοτεχνικού περιοδικού «Κοχλίας») ήταν ακόμα ορατά. Τα καφέ, μερικά μαγαζιά, εκδηλώσεις και οι ίδιοι οι ήρωες σε προχωρημένη, πια, ηλικία. Φυσικά όλα αυτά φάνταζαν τότε αυτονόητα στα μάτια μου, ενώ τώρα συνειδητοποιώ την ιδιαιτερότητα της παιδικής μου ηλικίας».

Σκίτσο του Νικόλαου Γαβριήλ Πεντζίκη, δια χειρός Γιάννη Κατρανίτσα.

Ανακαλώντας αναμνήσεις

Η μνήμη του περιλαμβάνει πολλές εικόνες του Πεντζίκη στους δρόμους της πόλης, σε κάποιο καφέ της γειτονιάς ή σε εκδηλώσεις της χορωδίας που τραγουδούσε ως παιδί. «Η παιδική μου μνήμη καταγράφει έναν πολύ συμπαθητικό και ‘ζωντανό’ ηλικιωμένο κύριο με πολύ χαρακτηριστική φωνή και ιδιώματα ντοπιολαλιάς στο λόγο του» σημειώνει. Αν και η επικοινωνία με το καθαυτό έργο του έγινε αρκετά αργότερα όταν ο ηθοποιός Δημήτρης Καρέλης του χάρισε κάποια βιβλία του και ακουστικό υλικό. «Πάντα με κέντριζε η μοντερνιστική πλευρά του και ο συγκερασμός της με την παράδοση (εκκλησιαστική, αρχαία, δημοτική). Αυτό είναι ένα ζήτημα που έχει μεγάλο ενδιαφέρον και αφορά την πορεία του νεότερης ελληνικής τέχνης και τις διαφοροποιήσεις που αναπτύχθηκαν σε σχέση με το ευρωπαϊκό μοντέλο» παρατηρεί.

Σήμερα, αυτές οι αναμνήσεις και οι επιρροές εμπλέκονται με το συνειρμικό έργο του Πεντζίκη που φέρνει τον εαυτό του στο προσκήνιο: Ένας συγγραφέας ετοιμάζεται να γράψει ένα βιβλίο με κεντρικό ήρωα ένα νεαρό άνδρα ο οποίος κατοικημένος από τον έρωτα, αγωνία, απελπίζεται και τελικά αυτοκτονεί. Ο Πεντζίκης αντλεί το περιεχόμενο του βιβλίου από το πραγματικό γεγονός αυτοχειρίας ενός εξαδέλφου του (έδωσε τέλος στη ζωή του πέφτοντας από τον Λευκό Πύργο) τον οποίο εξελίσσει σε έναν, εσωτερικής υφής, μονόλογο – μια φόρμα που διατηρεί και η σύνθεση της όπερας.

Αναπαράσταση του γραφείου του Πεντζίκη.

Ο σκηνικός κόσμος του Πεντζίκη

Ο Γιάννης Κατρανίτσας αναβιώνει σπαράγματα από το φαρμακείο του Πεντζίκη στην οδό Εγνατίας στο Μέγαρο Βαρβιτσιώτη (που λειτουργούσε κανονικά μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’50), από το γραφείο του και την ίδια στιγμή δημιουργεί ένα χώρο με συμβολικά υλικά για τον αναχωρητή: Μια σκάλα κι ένα πλέγμα από καθρέφτες. Ο ίδιος εξηγεί: «Η σκηνογραφία μου αφορά ένα χώρο χωρίς ολοκληρωμένες αναπαραστάσεις. Υποσύνολα μιας σκάλας, ενός τοίχου, ενός καταστήματος, ενός γραφείου που, την ίδια στιγμή, υπάρχουν ως αντικείμενα πέρα από τη φαινομενική τους υπόσταση. ‘Θρυμματίζεται το μηχανιστικό τους πλέγμα. Αποσπώνται χρονικά από τη χρησιμοθηρική και μηχανιστική τους συνάρτηση και εντάσσονται σε μια νέα ‘μυθική’ σχέση’ (Βασίλης Φράγκος /Οι διανοητές της περασμένης γενιάς/κριτική/1959). Αυτό γίνεται αντιληπτό μέσα από το φάσμα της μουσικής και της σκηνοθεσίας αλλά κυρίως μέσα από τη σχέση με το λόγο του Πεντζίκη, ‘όπου ο χώρος είναι οι κρυμμένες αισθήσεις, οι ψυχικές περιπλανήσεις, οι αναπολήσεις, οι συνειρμοί, η διαδικασία μνήμης και λήθης, το ψυχικό δράμα, ο κόσμος ως συγκεκριμένος και απτός τόπος εκπλήρωσης της ανθρώπινης παρουσίας και ζωής’ (Σωτήρης Γουνέλας/ανοικτός κύκλος ακαδημαϊκών διαλέξεων δήμου Ηρακλείου Αττικής/ 9 Δεκ. 2011).
Με αυτά στο μυαλό μου θέλησα να αναπτύξω την συγκεκριμένη σκηνογραφία ως ένα φορέα του λόγου του Πεντζίκη, όπου ο θεατής θα αναγνωρίσει παραδείγματα αλλά και γενικότερες ποιότητες εικόνων που περιγράφονται ενώ την ίδια στιγμή τα αντικείμενα μπορούν να παρασύρουν τη σκέψη σε συνειρμούς. Η σκάλα μπορεί να είναι μια σκάλα πρασιάς, σημείο συνάντησης, το μέσο αυτοκτονίας, η πορεία προς την θέωση. Μεγάλο ρόλο παίζουν επίσης οι προβολές οπτικού υλικού με βάση την κινηματογράφηση του πρωταγωνιστών της παραγωγής Νίκου Κύρτσου και Αναστάση Ροϊλού που τα φυσιογνωμικά τους χαρακτηριστικά θυμίζουν άνδρες της περιόδου του 1960. Προσπάθησα να εφαρμόσω τεχνικές των νεωτεριστών κινηματογραφιστών του ελληνικού κινηματογράφου του ’60 όπως ο Τάκης Κανελλόπουλος και άλλες τεχνικές ξένων πειραματισμών της ίδιας περιόδου».

Διαθλαστικοί καθρέφτες ως μέρος του σκηνικού.

Η θεώρηση για τη ζωή

Κι ενώ ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης υπήρξε ένας αυτοδίδακτος μεν αλλά πολυπαραγωγικός ζωγράφος – το έργο του υπολογίζεται πως περιλαμβάνει πάνω από 1500 έργα – ο σκηνογράφος της παράστασης ομολογεί πως δεν έλκεται μόνο από την εικαστική αισθητική του, αλλά συνολικά από την προσωπικότητα ως κριτικού πνεύματος και στοχαστή. «Απολαμβάνω περισσότερο τις συνεντεύξεις του όπου με μεγάλη πάντα σαφήνεια εξηγεί τα του έργου του, αλλά κυρίως αναπτύσσει την δική του θεώρηση για τη ζωή. Εξαιτίας της ευρυμάθειάς του αναδεικνύονται ένα σωρό συσχετισμοί σε βασικά φιλοσοφικά ζητήματα όπως η ζωή και θάνατος, ο χρόνος, ο έρωτας, η πίστη, η αγάπη ενώ την ίδια στιγμή μπορεί να αναφέρεται σε απτά και καθημερινά στιγμιότυπα με έναν γλαφυρό τρόπο. Τον θεωρώ χαρισματικό ομιλητή», σημειώνει.

«Ο πεθαμένος και η ανάσταση» ως μουσικό υλικό μέσα από την προσέγγιση του Νικόλα Τζώρτζη δοκιμάζει τα όρια της μουσικής γραφής, παρακολουθώντας, όπως όλα δείχνουν, το νεωτεριστικό, υπερβατικό αφηγηματικό στιλ του συγγραφέα που καταργεί κάθε φόρμα. Το πεζογράφημα γράφτηκε στην εκπνοή του Μεσοπολέμου, στα 1938 αλλά δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1944. Σχολιάζοντας το, ο Κατρανίστας συγκινείται από την παράθεση όλων των πιθανών πτυχών ενός αδιεξόδου ζωής, δοσμένη μέσα από έναν χειμαρρώδη εσωτερικό μονόλογο. «Πρόκειται για ζητήματα που μας απασχολούν ολοένα πιο πολύ και θεωρώ ότι από την μυθολογία που αναπτύσσουν συγγραφείς όπως ο Πεντζίκης μπορούμε να τα κατανοήσουμε καλύτερα».

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

“Ο πεθαμένος και η ανάσταση” ανεβαίνει στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ στις 14, 15, 16, 21, 22, 23 Μαρτίου 2025

Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, Εναλλακτική Σκηνή ΕΛΣ
Ώρα έναρξης: 20.30 (Κυριακή: 19.30)

Μουσική: Νικόλας Τζώρτζης
Λιμπρέτο: Νικόλας Τζώρτζης, βασισμένο στο ομώνυμο πεζογράφημα του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη
Μουσική διεύθυνση: Κορνήλιος Σελαμσής
Σκηνοθεσία: Αναστασία Κουμίδου
Σκηνικό, κοστούμια, σχεδιασμός βίντεο: Γιάννης Κατρανίτσας
Σχεδιασμός φωτισμών: Νίκος Σωτηρόπουλος

Ερμηνεύουν: Νίκη Λαδά, Νικόλαος Κύρτσος, Αναστάσης Ροϊλός.

Παίζουν οι μουσικοί: Βενσάν Νταούντ σαξόφωνο, Αλεξαντρά Γκρεφέν-Κλεν βιολί, βιόλα, Φρεντερίκ Μπαλντασσάρε βιολοντσέλο, βιόλα ντα γκάμπα, Θοδωρής Βαζάκας κρουστά, Στέφανος Θωμόπουλος πιάνο, Αγγελίνα Τκάτσεβα τσίμπαλουμ

Τιμές εισιτηρίων: €15, €20 • Φοιτητικό, παιδικό: €10

Περισσότερα από Art & Culture