MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
14
ΜΑΡΤΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Μαρία Μαγκανάρη: Δεν είμαι καθόλου άνθρωπος της εξουσίας

Η σκηνοθέτρια και ηθοποιός Μαρία Μαγκανάρη προσπαθεί ν’ αναρωτιέται τι στόχους εξυπηρετεί όταν έχει χάσει τη χαρά.

Στέλλα Χαραμή | 14.03.2025 Φωτογραφίες: Θανάσης Καρατζάς

Τη βρίσκω να μιλάει με φίλους και γνωστούς καθώς δεν έχει απομακρυνθεί και πολύ από το σπίτι της, στα ορεινά των Εξαρχείων. Παραμένει, δηλαδή, σε γνώριμο περιβάλλον. Για τη Μαρία Μαγκανάρη – ένα πλάσμα που δεν έκρυψε την αγάπη της για την ελευθερία και τη μαχητικότητα – αυτή φαίνεται να ήταν πάντα η πυξίδα της: Οι άνθρωποι, η οικειότητα, το σπίτι με μια ευρεία ερμηνεία, όπως επισημαίνει.

‘Παιδί’ της επιδραστικής ομάδας «Κανιγκούντα», βρήκε γρήγορα τον προσωπικό της δρόμο υποκριτικά και σκηνοθετικά σε μια λιγότερο ανεκτική συγκυρία για την Ελληνίδα γυναίκα καλλιτέχνιδα. Χωρίς, από την άλλη, να θελήσει να κόψει βίαια τον ομφάλιο λώρο από τις αναφορές της, με όρους οικογένειας – είτε αυτή αφορούσε το θεατρικό, είτε τον οικογενειακό πυρήνα. Ακόμα και η πρόσφατη θέση ευθύνης που ανέλαβε ως επικεφαλής του Μικρού Εθνικού είχε μια πίσω αναφορά στο γιο της και στα αισθητικά και πνευματικά ερεθίσματα που δέχεται ένα παιδί της γενιάς του στην κοινωνία του καπιταλιστικού αναλώσιμου.

Όσο για την τελευταία σκηνοθεσία της στις «Τρεις αδερφές» του Αντόν Τσέχοφ – που μόλις έκανε πρεμιέρα στο Εθνικό Θέατρο – δεν αποτελεί μόνο ένα νέο κεφάλαιο της συγγένειας της με τον συγγραφέα μετά τον εμβληματικό «Θείο Βάνια» της. Μα πρώτιστα μια αναπάντεχη αφιέρωση στις αδερφές της, μια επιστροφή στην παιδική ηλικία της που καθορίστηκε από την συγκυρία πως υπήρξε η δεύτερη από τρεις κόρες της οικογένειας της. Στη Μάσα (Μαρία στα ρωσικά) του Τσέχωφ έβρισκε μια όχι και πολύ μακρινή συγγενική φιγούρα, μετατρέποντας την συζήτηση και την παράσταση σαν ένα ξεφύλλισμα στο οικογενειακό άλμπουμ· που κάποιες φορές της έφερε δάκρυα στα μάτια.

Για την Μαρία Μαγκανάρη “ανάμεσα στους κλασικούς συγγραφείς, είναι ο Τσέχωφ και μετά όλοι οι άλλοι”.

Θεωρείς πως ανέπτυξες κάποια συναισθηματική σχέση με το υλικό του Τσέχωφ, μετά το «Θείο Βάνια»;

Ο Τσέχωφ με γοήτευε τρομερά από τα χρόνια της δραματικής σχολής. Με τη σκηνοθεσία του «Θείου Βάνια» ένιωσα πως αντιλήφθηκα κάποιους κώδικές του και πως μου ταιριάζει πολύ. Τώρα, με τις «Τρεις Αδελφές» και τη δυναμική που αναπτύχθηκε στις πρόβες, βιώνω τη σχέση με αυτόν τον συγγραφέα ως καρμική. Για μένα, ανάμεσα στους κλασικούς συγγραφείς, είναι ο Τσέχωφ και μετά όλοι οι άλλοι – κρατώντας μια επιφύλαξη καθώς δεν έχω δουλέψει συστηματικά πάνω στον Σαίξπηρ. Από την πρώτη στιγμή που διάβασα προσεκτικά τα κείμενα του, κατάλαβα ότι κάτι τον διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους συγγραφείς – το οποίο δεν μπορώ να προσδιορίσω επακριβώς. Ίσως, αυτό το κάτι έχει σχέση με την ιατρική του ιδιότητα και με την ανθρωπιστική του ματιά: Απέδωσε την ανθρώπινη κατάσταση με τέτοια ευκρίνεια στο έργο του, κατάλαβε όλο το ανθρώπινο σύστημα σε τέτοιο βαθμό που, μερικές φορές, είναι υπερβατικός. Ο «Βάνιας», λοιπόν, ήταν ένα δώρο, μια ανεξάρτητη παραγωγή που δημιουργήθηκε κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, αγκαλιάστηκε τόσο πολύ και η παρακαταθήκη που άφησε είναι συγκινητική και την ίδια στιγμή ίσως λίγο βαριά.

Σε επηρεάζουν οι προσδοκίες των άλλων στη δουλειά σου;

Με τα χρόνια έχω αναπτύξει μηχανισμούς που αφήνουν τέτοιες σκέψεις στην άκρη, δεν παίρνουν πολύ χώρο μέσα μου. Εξάλλου, είναι αδύνατον η δουλειά σου ν’ αρέσει πάντα και σε όλους. Όσο και να μ’ ενδιαφέρει η γνώμη κάποιων ανθρώπων που εκτιμώ, προσπαθώ να εστιάζω στη δική μου φωνή. Σ’ αυτό που έχω ανάγκη να πω τη δεδομένη στιγμή, σ’ αυτό που αρέσει σ’ εμένα. Η επιτυχία του «Θείου Βάνια» θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν βάρος, όμως, όσο το σκέφτομαι, στις τωρινές πρόβες, ερχόταν σαν αεράκι απ’ το παρελθόν και μετά έφευγε.

Η σκηνοθεσία προσανατολίζεται περισσότερο στο εύρημα, στην εξυπνάδα, στην υπονόμευση, στο πώς θα κρατηθεί με νύχια και με δόντια το ενδιαφέρον του κοινού – πώς θα προκύψει το σουξέ. Η εμβάθυνση και η αληθινή επικοινωνία, όμως, χρειάζονται χρόνο

Πώς θα χαρακτήριζες τον τρόπο με τον οποίο σκηνοθετείς;

Το θέατρο που μ’ ενδιαφέρει, τόσο ως δημιουργό, όσο κι ως θεατή έχει στο επίκεντρο του τους ηθοποιούς και τη μεταξύ τους επικοινωνία. Κομβική είναι και η σχέση με το κείμενο. Θεωρώ, επίσης, πως η δομή και η πειθαρχία είναι εντελώς απαραίτητες στην σκηνοθετική κατασκευή. Θα έλεγα πως ξεκινώ φτιάχνοντας ένα συντηρητικό σύστημα, το οποίο έχει βάση, αρχή, μέση και τέλος. Κι αφού κατακτηθεί αυτή η δομή, αποφασίζω να την τρελάνω. Γιατί χωρίς αυθαιρεσία και ρωγμές, νομίζω πως και η πιο στέρεα κατασκευή δεν αναπνέει – στερείται ενδιαφέροντος.

Αισθάνεσαι πως έχει αλλάξει ο προσανατολισμός της σκηνοθεσίας όσο καιρό είσαι ενεργή σκηνοθέτρια;

Σίγουρα έχει αλλάξει το πλαίσιο και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Αισθάνομαι πως υπάρχει πλέον λιγότερος χώρος για έρευνα. Η συμπίεση του χρόνου των προβών και οι απαιτήσεις των παραγωγών έχουν οδηγήσει αλλού το πράγμα στο θέατρο: Η σκηνοθεσία προσανατολίζεται περισσότερο στο εύρημα, στην εξυπνάδα, στην υπονόμευση, στο πώς θα κρατηθεί με νύχια και με δόντια το ενδιαφέρον του κοινού – πώς θα προκύψει το σουξέ. Η εμβάθυνση και η αληθινή επικοινωνία, όμως, χρειάζονται χρόνο. Και συχνά δεν κάνουν τόσο θόρυβο. Επίσης, προσωπικά, δεν τα πάω καλά με την επιθετικότητα τόσο στο θέατρο, όσο και στη ζωή.

Σχολιάζοντας τις προσδοκίες των άλλων: “Όσο και να μ’ ενδιαφέρει η γνώμη κάποιων ανθρώπων που εκτιμώ, προσπαθώ να εστιάζω στη δική μου φωνή”.

Μελετώντας τις «Τρεις αδερφές» τι σε κέρδισε;

Η μεταφυσική πυκνότητα του έργου, το οποίο ο Τσέχωφ γράφει όντας ασθενής. Έχει αποκτήσει μιαν άλλη αντίληψη για τη ζωή, έχοντας επίγνωση πως οι μέρες του είναι μετρημένες. Ίσως γι’ αυτό παραδίδει ένα έργο τόσο εκτενές, σύνθετο μορφολογικά και πιο κρυπτικό. Τα ρολόγια στο έργο μετρούν διαρκώς τον χρόνο που περνάει και η αναζήτηση του νοήματος της ύπαρξης γίνεται ζήτημα ζωής και θανάτου. Και την ίδια στιγμή η έννοιες της θνητότητας και της ματαίωσης (που καθορίζουν την ανθρώπινη υπόσταση), αντιμετωπίζονται με μια τρομερή ελαφρότητα. Σαν να μας λέει ο Τσέχωφ με χαμόγελο «δεν πειράζει που δεν θα τα καταφέρετε!».

Ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ταυτότητας μου έχει διαμορφωθεί από το γεγονός πως ήμουν η δεύτερη, η μεσαία αδερφή

Είναι σύμπτωση ότι είσαι κι εσύ μια από τις τρεις αδερφές στην οικογένεια σου;

Ασυνείδητα αυτό το έργο υπήρχε πάντα μέσα στην ψυχή μου γιατί μάλλον ταυτιζόμουν με τη Μάσα, ως η μεσαία κόρη. Η τριαδικότητα – το σχήμα που προκαλεί τις μεγαλύτερες συγκρούσεις – ήταν κι ένα δικό μου, οικογενειακό βίωμα. Το θέμα της οικογένειας με αφορά σχεδόν σ’ όλες μου τις δουλειές – αφορά και τα περισσότερα μεγάλα έργα βέβαια, το βλέπουμε και στην αρχαία τραγωδία που μ’ ενδιαφέρει πολύ να μελετάω. Η έννοια της συγγένειας, οι δεσμοί αίματος, είναι το πιο σύνθετο κομμάτι της υπόστασης μας, ο βασικός διαμορφωτής της εξέλιξης μας. Όσο κι αν θέλουμε να αλλάξουμε τα μοτίβα με τα οποία μεγαλώσαμε – και ίσως να πάμε τη ζωή μας κόντρα σε αυτό που ήταν οι γονείς μας – πάλι εκεί θα αναφερόμαστε. Για μένα, η διερεύνηση αυτής της περιοχής είναι αφορμή της διερεύνησης του εαυτού. Μπορεί, κατά βάθος, αυτή η παράσταση να είναι μια ασυνείδητη αφιέρωση στις αδερφές μου.

Συνεπώς, η σκηνοθεσία σου ανάγεται σε κάτι πολύ προσωπικό.

Ναι, είναι το μόνο που μ ’ενδιαφέρει να κάνω. Δεν μ’ ενδιαφέρει να σκηνοθετώ πράγματα με τα οποία δεν συνδέομαι προσωπικά. Μάλιστα, σε κάθε παράσταση επιδιώκω να ενσωματώνω, ακόμα και στον σκηνικό χώρο, δικά μου αντικείμενα – αντικείμενα που έχουν κάποια σημασία για μένα. Στον «Μισάνθρωπο» ήταν ένα κέντημα της μαμάς μου, στη «Φθινοπωρινή Σονάτα» μια υδρόγειος σφαίρα ενός θείου που δε ζει πια. Εδώ, σε κάποιο σημείο της παράστασης προβάλλονται σλάιτς που μου είχε φέρει μια θεία από ένα ταξίδι της στη Σοβιετική Ένωση των αρχών της δεκαετίας του ’80. Είναι, μάλλον, ένας ακόμα τρόπος να συνδέω την ψυχή μου με τη δουλειά.

Γιατί την απασχολεί η έννοια της συγγένειας και της οικογένειας; “Όσο κι αν θέλουμε να αλλάξουμε τα μοτίβα με τα οποία μεγαλώσαμε – και ίσως να πάμε τη ζωή μας κόντρα σε αυτό που ήταν οι γονείς μας – πάλι εκεί θα αναφερόμαστε. Για μένα, η διερεύνηση αυτής της περιοχής είναι αφορμή της διερεύνησης του εαυτού”, απαντά.

Αυτό σημαίνει πως, μέσα από το θέατρο, έχεις ξαναδεί τα τραύματα σου με άλλο μάτι;

Γίνεται αυτόματα, είναι μοιραίο. Εξάλλου, επί της ουσίας γι’ αυτό διαλέγουμε να κάνουμε αυτή τη δουλειά. Στην πρόβα μιλώ πολύ για τα βιώματα μου, όπως άλλωστε και οι ηθοποιοί. Κάποτε εντοπίζω μέσα στα έργα δικούς μου “άλυτους κόμπους”.

Σκόνταψες σε κόμπο στις «Τρεις αδερφές»;

Ναι. Στην δύσκολη, βαθιά, σύνθετη, μα κι εμπεριέχουσα πολλή αγάπη κατάσταση των σχέσεων της οικογένειας, η οποία δεν τελειώνει ποτέ. Ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ταυτότητας μου έχει διαμορφωθεί από το γεγονός πως ήμουν η δεύτερη, η μεσαία αδερφή.

Αναγκάστηκα να δουλέψω από μικρή· για μένα το να κοπιάζω για τα πράγματα ήταν πάντα όρος επιβίωσης

Θα ήθελες να μιλήσεις γι’ αυτό;

Για διάφορους λόγους μάλλον αναγκάστηκα να μεγαλώσω νωρίς. Όταν ήμουν επτά ετών γεννήθηκε η μικρότερη αδερφή μου και θυμάμαι πως, πολύ συχνά, είχα την ευθύνη της. Κι έπειτα στο σχολείο αποζητούσα έναν χώρο προσοχής και αποδοχής που ίσως δεν έβρισκα στο σπίτι, επειδή ήμουν το μεσαίο παιδί ή επειδή ήμουν κάπως αντιδραστική. Αναγκάστηκα να δουλέψω από μικρή· για μένα το να κοπιάζω για τα πράγματα ήταν πάντα όρος επιβίωσης. Αυτό εμπεριέχει ένα καλό κομμάτι – αυτό των επιτευγμάτων – και ένα κακό ότι ίσως έχασα ένα μέρος της παιδικής μου ηλικίας. Σε κάθε περίπτωση, είχα ενήλικους προβληματισμούς από πολύ μικρή. Θυμάμαι στο Δημοτικό το δάσκαλο μου να μου λέει πως είμαι «η φεμινίστρια και η δημοκράτισσα της τάξης». Νομίζω, λοιπόν, ότι στη ζωή δεν μπόρεσα να απολαύσω πλήρως την παιδική ξεγνοιασιά, αλλά πιθανότατα, ό,τι έχασα τότε το ξαναβρήκα στο θέατρο.

“είχα ενήλικους προβληματισμούς από πολύ μικρή. Θυμάμαι στο Δημοτικό το δάσκαλο μου να μου λέει πως είμαι «η φεμινίστρια και η δημοκράτισσα της τάξης». Νομίζω, λοιπόν, ότι στη ζωή δεν μπόρεσα να απολαύσω πλήρως την παιδική ξεγνοιασιά, αλλά πιθανότατα, ό,τι έχασα τότε το ξαναβρήκα στο θέατρο”, ομολογεί.

Φαντάζομαι πως ως μια από τις τρεις αδερφές στη ζωή, θα φέρεις κι έναν τόπο ουτοπίας, εκεί που αδιαπραγμάτευτα αισθάνεσαι πως ανήκεις.

Όταν ήμουν νεότερη, η λέξη ουτοπία είχε ένα πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενο και μέσα μου ακουμπούσε περισσότερο σε μια κοινωνικοπολιτική διάσταση. Είχα πολύ μεγάλη ανάγκη να βρίσκομαι σε αγώνες, στο δρόμο – ανάγκη που δεν έχει εντελώς εκλείψει. Ωστόσο, η ουτοπία πια, η «Μόσχα μου» συναντάει πιο καθημερινούς χώρους, σχέσεις με ανθρώπους, συναντάει την ανάγκη για ησυχία – φταίει και ότι μεγαλώνω. Η «Μόσχα» έρχεται και απαντάει στο ερώτημα της κάθε μέρας, αν η κάθε ημέρα έχει κάποιο νόημα, αν τα λάθη που έκανα είναι αναστρέψιμα, αν μπορώ να είμαι λίγο καλύτερη την επόμενη μέρα, αν με κάποιο τρόπο οι στόχοι που παλιότερα έθεσα εξακολουθούν να με αφορούν και σήμερα. Τη Μόσχα την αναζητώ πλέον στην καθημερινή επαφή μου με τους ανθρώπους, στην πρόβα, στο σπίτι, με το παιδί, με τον σύντροφο μου, με τους φίλους μου.

Αν θα σου ζητούσα να τοποθετήσεις τη Μόσχα στο χάρτη;

Η ψυχή μου ακουμπάει στο χωριό μου, στη Μονή της Νάξου και δεν είναι τυχαίο – γιατί και η Μόσχα στις «Τρεις αδερφές» έχει να κάνει με την παιδική ηλικία που οι τρεις αδελφές “άφησαν” πίσω, φεύγοντας μακριά της. Η ρίζα μου είναι στο νησί μου, το καταφύγιο μου είναι εκεί, εκεί έχω “αφήσει” τα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας. Μόνο που εγώ τα ξαναβρίσκω.

Όταν ήμουν νεότερη, η λέξη ουτοπία ακουμπούσε περισσότερο σε μια κοινωνικοπολιτική διάσταση. Είχα πολύ μεγάλη ανάγκη να βρίσκομαι σε αγώνες, στο δρόμο – ανάγκη που δεν έχει εντελώς εκλείψει. Ωστόσο, η ουτοπία πια, η «Μόσχα μου» συναντάει πιο καθημερινούς χώρους, σχέσεις με ανθρώπους

Μίλησες για το νόημα της κάθε μέρας. Τι νοηματοδοτεί τη μέρα σου;

Θεωρώ μεγάλη τύχη ότι το ένστικτο μου με έφερε στο θέατρο και δεν με πήγε αλλού – λόγου χάρη στα αρχικά ακαδημαϊκά σχέδια της Φιλοσοφικής – με όλα τα ρίσκα και τις δυσκολίες που έφερε η επιλογή αυτή. Στη δουλειά μας εξασκούμαστε στο να αναγνωρίζουμε πότε κάτι λειτουργεί και πότε όχι. Πότε μια σκηνή είναι ζωντανή και πότε είναι ψέμα. Αυτό προσπαθώ να το εφαρμόζω κι εκτός σκηνής, στην καθημερινή ζωή. Στη σκηνοθεσία φτιάχνω τις συνθήκες για να λειτουργήσουν όλα μέσα στο σύμπαν της παράστασης, στην καθημερινότητα προσπαθώ (χωρίς πάντα να τα καταφέρνω) ώστε η κάθε μέρα να έχει ενδιαφέρον και να μου δίνει χαρά. Ως άνθρωπος που παίρνει πολύ σοβαρά την έννοια της ευθύνης – συχνά στις πλάτες μου νομίζω πως κουβαλάω ολόκληρο τον κόσμο – προσπαθώ να γυρίζω πίσω, να κοιτάζω και ν’ αναρωτιέμαι τι στόχους εξυπηρετώ όταν έχω χάσει τη χαρά. Βρίσκομαι πια σε μια ηλικία που αισθάνομαι ότι πρέπει να εξετάσω την παραμικρή μου φιλοδοξία, ο,τιδήποτε είναι άχρηστο πρέπει να πεταχτεί· Οπότε διαρκώς αναρωτιέμαι: Για τον χρόνο που έχω αφιερώσει σήμερα στο γιο μου, για πόσο καιρό έχω χάσει τους φίλους μου, αν πέρασα καλά στην πρόβα, αν κράτησα λίγο ποιοτικό χρόνο για τον εαυτό μου.

Ως άνθρωπος η Μαρία Μαγκανάρη παραδέχεται πως παίρνει πολύ σοβαρά την έννοια της ευθύνης: “Συχνά στις πλάτες μου νομίζω πως κουβαλάω ολόκληρο τον κόσμο” λέει.

Τι επιθυμείς πολύ και ξέρεις πως δεν θα φτάσεις;

Το 1995 είχα πάει για Erasmus στο Παρίσι από την Φιλοσοφική Ιωαννίνων κι ένα παράθυρο στον κόσμο άνοιξε για μένα. Tαξίδευα για πρώτη φορά στο εξωτερικό, ως ένα παιδί της εργατικής τάξης, μεγαλωμένη σε μια λαϊκή γειτονιά και τότε είπα στον εαυτό μου «εσύ θα ζήσεις έτσι, ως κοσμοπολίτισσα, θα κάνεις σπουδές και residencies στο εξωτερικό» – σχεδίαζα πράγματι να κάνω διδακτορικό στο Παρίσι κάτι που τελικά δεν έγινε. Το 2007 ξαναέζησα αυτό το όνειρο σκηνοθετώντας μια ταινία μικρού μήκους, ακολουθώντας την σε διάφορα Φεστιβάλ ανά τον κόσμο όπου και συμμετείχε. Τώρα, βλέπω αυτό το όνειρο να με αποχαιρετά. Αισθάνομαι πως η καθημερινότητα δεν θα μου το δώσει εύκολα – αν και ποτέ δεν ξέρεις.

Η μητρότητα έχει μεγάλες δυσκολίες και πυκνά σκοτάδια, αλλά, αν ανοίξεις τον χώρο μέσα σου, σε γυρνάει σε κάτι πιο πυρηνικό. Νομίζω ότι για χάρη του γιού μου άνοιξα χώρους που δεν φανταζόμουν στην ψυχή μου, θυσιάζοντας άλλα κομμάτια μου

Ταξιδιάρα ψυχή;

Είμαι ένας άνθρωπος που πάντα επιδίωκε να είναι ελεύθερη. Αγαπούσα τα ταξίδια, τη ζωή εκτός σπιτιού, δεν ήθελα ποτέ να μπω σε μισθό. Θυμάμαι πως όταν έπρεπε να επιλέξω να εργαστώ παράλληλα με τις σπουδές μου προτίμησα να δουλέψω σε μπαρ αντί να κάνω ιδιαίτερα μαθήματα. Ήμουν ένα πολύ μαχόμενο και θυμωμένο παιδί, διεκδικητική σε όλες τις φάσεις της ζωής μου, στο σχολείο, στο Πανεπιστήμιο. Προσδιοριζόμουν, όσο με θυμάμαι, από τις πολιτικές μου πεποιθήσεις που ήταν και εξακολουθούν να είναι στραμμένες στην Αριστερά· και είναι ακράδαντη η πεποίθηση μου πως ο άνθρωπος είναι πάνω από τα κέρδη. Και η ελευθερία πάνω απ’ όλα.

“Είμαι ένας άνθρωπος που πάντα επιδίωκε να είναι ελεύθερη. Αγαπούσα τα ταξίδια, τη ζωή εκτός σπιτιού, δεν ήθελα ποτέ να μπω σε μισθό”, ομολογεί.

Και πότε ήρθε η μετατόπιση;

Μάλλον καταλυτική ήταν η απόφαση μου να κάνω παιδί. Μέχρι τα 35 μου χρόνια δεν σκεφτόμουν καν αυτό το ενδεχόμενο. Ήταν κάτι που γεννήθηκε ως ανάγκη μέσα σε μια συγκεκριμένη συντροφική σχέση.

Μιλάμε, δηλαδή, για τον επαναπροσδιορισμό της μητρότητας.

Ναι, επαναπροσδιορισμός σε όλα τα επίπεδα. Ας πούμε, από τότε που γεννήθηκε ο Κώστας, αποφάσισα τα καλοκαίρια να μην δουλεύω, γιατί δουλεύω πάρα πολύ το χειμώνα και δεν τον βλέπω όσο θα ’θελα. Έτσι, πηγαίνω μαζί του στη Νάξο για να ρεφάρω και θεωρώ ότι αυτό είναι μια πολύτιμη παρακαταθήκη και για τους δύο μας – κάτι που έκανα πολύ συνειδητά. Προσπάθησα να βρω πιο ανθρώπινους ρυθμούς και να του δώσω έναν χώρο για να έχει άμεση επαφή με τη φύση και τη θάλασσα. Θέλω να είμαι εκεί, μαζί του. Επίσης, από τότε που ήρθε στη ζωή μας έχω απόλυτη έλλειψη προσωπικού χρόνου στην καθημερινότητα. Από την άλλη, ούσα μητέρα, λόγω της πίεσης του χρόνου, ομφαλοσκοπώ λιγότερο, ιεραρχώ καλύτερα τις ανάγκες, επιστρέφω στα βασικά. Η μητρότητα έχει μεγάλες δυσκολίες και πυκνά σκοτάδια, αλλά, αν ανοίξεις τον χώρο μέσα σου, σε γυρνάει σε κάτι πιο πυρηνικό. Νομίζω ότι για χάρη του γιού μου άνοιξα χώρους που δεν φανταζόμουν στην ψυχή μου, θυσιάζοντας άλλα κομμάτια μου – θυσίες που στοιχίζουν πολύ βέβαια. Το πιο δύσκολο είναι να μην είσαι ψεύτης, γιατί τα παιδιά καταλαβαίνουν τα πάντα. O γιος μου καταλαβαίνει πότε το μυαλό μου και η ψυχή μου είναι αλλού, μου το λέει και το φέρω βαρέως.

Διεκδικώ χρόνο αναστοχασμού και δικαίωμα στην καλοπέραση. Κι επίσης, έχω αρχίσει να συνειδητοποιώ ότι τελικά δεν είμαι όσο φιλόδοξη νόμιζα πως ήμουν

Για τι άλλο δίνεις μάχη από την στιγμή που έγινες μητέρα;

Ο άνθρωπος που ήμουν πριν με τα καλά και τα κακά, με τους εγωισμούς και τις φιλοδοξίες, με τα παιδικά τραύματα δίνει καθημερινό αγώνα να μην επαναλάβει στο παιδί του τις φράσεις που άκουσε ως παιδί και τις κατάπιε αμάσητες. Τη μαμά μου και τον μπαμπά μου τους λατρεύω, όσο μεγαλώνω ακόμα περισσότερο γιατί καταλαβαίνω πόσα πράγματα έκαναν σωστά στην ανατροφή μας· ωστόσο εγώ παλεύω να τα κάνω κάπως αλλιώς τα πράγματα.

Έχει δημιουργηθεί ένας νέος πυρήνας στη ζωή σου;

Αποζητούσα πάντα το σπίτι, με όλες τις συμβολικές του έννοιες. Ήταν πάντα οι άνθρωποι που με ενδιέφεραν και το κατάλαβα νωρίς. Και στη δουλειά μου οι άνθρωποι, οι ηθοποιοί με ενδιαφέρουν. Κάνω το θέατρο του ηθοποιού και δεν υπάρχει καλύτερη ανταμοιβή από το να θέλουν οι ηθοποιοί να δουλέψουν μαζί μου. Υπό αυτήν έννοια, θέλω να ξέρω ότι είναι καλά οι άνθρωποι που αγαπώ. Δεν είναι τυχαίο πως οι δύο στενότερες φίλες μου από το Πανεπιστήμιο, η Μυρτώ και η Ευγενία με τις οποίες γνωριζόμαστε από το 1992, δεν έχουν λείψει ποτέ από την ζωή μου γιατί αυτό μου δίνει ησυχία, αγάπη, ασφάλεια – είναι οι αναφορές μου. Το ίδιο μου προσφέρει και ο σύντροφος μου – με τον οποίο χανόμαστε στη δίνη της πρόβας και ξαναβρισκόμαστε μετά την πρεμιέρα· το έχει συνηθίσει πια, το αντέχει κι αυτό είναι ένα ισχυρό crash test της σχέσης μας. Και φυσικά, στην κορυφή όλων, είναι ο γιος μου. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι καλύτερο από το να είναι ήσυχος και ευτυχισμένος.

Μιλώντας για όσα την ορίζουν: “Αποζητούσα πάντα το σπίτι, με όλες τις συμβολικές του έννοιες. Ήταν πάντα οι άνθρωποι που με ενδιέφεραν και το κατάλαβα νωρίς”.

Αναθεωρείς, κοιτάζεις το παρελθόν ή είσαι πιο δεμένη με το τώρα;

Για πάρα πολλά χρόνια, ήμουν ο άνθρωπος που κοιτούσε πίσω, που νοσταλγούσε. Είχα προσκόλληση στο παρελθόν – έγραφα, άλλωστε, ημερολόγια από την Δ΄ Δημοτικού μέχρι που έμεινα έγκυος. Πλέον, έχω αλλάξει· προφανώς και λόγω της ψυχοθεραπείας αλλά και επειδή ο χρόνος κατά κάποιον τρόπο μηδενίστηκε ή άρχισε να μετράει αλλιώς όταν έγινα μητέρα. Πλέον, παλεύω να κρατιέμαι από το παρόν. Αν και για να είμαι ειλικρινής μου αρέσει να πλανάρω και είναι ένα κοινό στοιχείο που έχουμε με τον σύντροφο μου. Έχω καταφέρει κάπως να βάζω ένα φρένο στις απαιτήσεις και να δίνω προτεραιότητα στην ισορροπία. Για παράδειγμα: Μόλις δέχθηκα μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση συνεργασίας, η οποία έπρεπε να υλοποιηθεί άμεσα. Ο παλιός μου εαυτός θα είχε πει «ναι» ακαριαία, ο νέος είπε «όχι» γιατί ξέρω πως είμαι πολύ κουρασμένη για το αναλάβω. Κι αυτή είναι μια μεγάλη εξέλιξη για μένα. Διεκδικώ χρόνο αναστοχασμού και δικαίωμα στην καλοπέραση. Κι επίσης, έχω αρχίσει να συνειδητοποιώ ότι τελικά δεν είμαι όσο φιλόδοξη νόμιζα πως ήμουν. Ο χρόνος έχει το καλό να κλείνει κύκλους στη ζωή μας και αυτό βοηθάει να αναγνωρίζεις τις ανάγκες του παρόντος.

Τι σήμαινε για σένα φιλοδοξία πριν;

Νομίζω πως είχε υπαρξιακή σημασία για ’μένα το να τα καταφέρω στο χώρο του θεάτρου. Ας πούμε, πως οι πιθανότητες ήταν εναντίον μου κι εγώ κατάφερα να τις ανατρέψω.

Προχωρώντας ως σκηνοθέτρια δέχθηκα αμφισβήτηση και σεξισμό από άνδρες ηθοποιούς. Εκεί φυσικά οφείλεις να αντιδράς ευθέως και να είσαι αυστηρή

Τι άλλο σου αποκαλύφθηκε συν τω χρόνω;

Ότι δεν είμαι καθόλου άνθρωπος της εξουσίας, δεν μου δίνει καμία χαρά να πρέπει να πω στον οποιονδήποτε τι να κάνει. Δεν δουλεύω με όρους επιβολής, γι’ αυτό και χρειάζομαι να ξέρω πως οι ηθοποιοί μου θέλουν με την ψυχή τους να είναι στην ομάδα. Το κομμάτι της εξουσίας στη σκηνοθεσία το αντιλαμβάνομαι μόνο σε σχέση με την ευθύνη των τελικών καλλιτεχνικών αποφάσεων – και για ό,τι κάνω, επιτυχία ή αποτυχία, παίρνω την απόλυτη ευθύνη.

Πως αντιλαμβάνεται το κομμάτι της εξουσίας στη σκηνοθεσία; “Μόνο σε σχέση με την ευθύνη των τελικών καλλιτεχνικών αποφάσεων – και για ό,τι κάνω, επιτυχία ή αποτυχία, παίρνω την απόλυτη ευθύνη”, ξεκαθαρίζει.

Το Μικρό Εθνικό ήταν μια τέτοια στιγμή, ανάληψη ευθύνης ή ήταν και το εγχείρημα ελκυστικό;

Ήταν όλα μαζί. Ήταν μια πολύ τιμητική η πρόταση από τον Γιάννη Μόσχο κι επίσης πάντα προτιμώ να κάνω τα πράγματα από το να μην τα κάνω. Στην αρχή, ομολογώ πως τρόμαξα γιατί θεωρώ τον εαυτό μου άνθρωπο της πρόβας· αλλά από την άλλη, σκέφτηκα ότι είναι πολύ εύκολο να βρισκόμαστε απ’ έξω και να κρίνουμε όλους όσοι έχουν θέσεις ευθύνης. Αποφάσισα, λοιπόν, να δεχθώ την πρόσκληση να δοκιμαστώ και στο καλλιτεχνικό έργο και στην οργάνωση του Μικρού Εθνικού. Και τελικά να εξασκηθώ στο διοικητικό κομμάτι το οποίο ήταν μια περιοχή που κάπως κατείχα ούσα μέλος ομάδων και υπεύθυνη για μια σειρά από ανεξάρτητες παραγωγές. Κάτι που νομίζω ότι επιβεβαιώθηκε.

Σε περιορίζει με έναν τρόπο η διοικητική ευθύνη;

Ναι. Είμαι ανυπόμονη και πρακτική, έχω μάθει να περνάνε όλα από τα χέρια μου και σε έναν οργανισμό, όπως το Εθνικό Θέατρο, τα πράγματα χρειάζονται εσωτερικές εγκρίσεις και διεργασίες αφήνοντας συχνά την καλλιτεχνική διαδικασία σε μιαν αναμονή.

Θέλω να αισθάνομαι όμορφη. Ωστόσο, δεν πρόκειται να πειράξω τίποτα πάνω μου, πρωτίστως γιατί κάνω θέατρο. Θεωρώ πως οι ρυτίδες μας είναι ένα κομμάτι αυτού που είμαστε, το πρόσωπο ενός ηθοποιού είναι ένας πολυδιάστατος ζωγραφικός πίνακας

Θα καταπιανόσουν στο μέλλον με μια άλλη θεσμική θέση;

Όχι, σε αυτή τη φάση της ζωής μου. Το μόνο που με απασχολεί είναι να γίνει με τον καλύτερο τρόπο ο προγραμματισμός της επόμενης σεζόν στο Μικρό Εθνικό, να υλοποιηθούν πράγματα που έχω φανταστεί.

Εργατική τάξη και τέχνη: Ποιά είναι η εμπειρία της; “Είναι πολύ πιο δύσκολο για μια γυναίκα προερχόμενη από την εργατική τάξη να βρει πρόσβαση στο χώρο του θεάτρου”, λέει.

Πως αισθάνεσαι στο Εθνικό, σε ένα περιβάλλον γυναικών; Δεν έχει συμβεί ποτέ κάτι ανάλογο.

Είμαι πολύ χαρούμενη για την Αργυρώ (Χιώτη) την οποία εκτιμώ πολύ και με την οποία έχουμε κοντινές διαδρομές με τις ομάδες. Κάπως, όλα αυτά τα χρόνια, συμπορευόμασταν. Θεωρώ ότι οι γυναίκες δεν πρέπει να είναι μόνο συμπληρωματικές στα σχήματα διοίκησης αλλά να βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής. Επιπλέον, διαπιστώνω πως η Αργυρώ έχει πολύ ωραίες ιδέες που πρόκειται να υλοποιήσει και θέλω να είμαι δίπλα της σε αυτό.

Μίλησες νωρίτερα για τις πιθανότητες που ήταν εναντίον σου στο να καταφέρεις ως σκηνοθέτρια. Γενικά, συνάντησες εμπόδια ως εργαζόμενη γυναίκα στο θέατρο;

Είχα να αντιμετωπίσω δύο βασικές δυσκολίες στην δουλειά μου. Γιατί ο στόχος δεν είναι μόνο το να καταφέρεις να υπάρξεις στο χώρο, αλλά να κάνεις τη δουλειά σου όπως επιθυμείς. Και είμαι πολύ χαρούμενη γιατί πίστεψα όλες μου τις δουλειές τόσο ως ηθοποιός όσο και ως σκηνοθέτρια. Η μία δυσκολία ήταν σίγουρα η ταξική: Είναι πολύ πιο δύσκολο για μια γυναίκα προερχόμενη από την εργατική τάξη να βρει πρόσβαση στο χώρο. Τα παιδιά αστικής καταγωγής έχουν πάει στο θέατρο από μικρά, έχουν καλύτερα ερεθίσματα, έχουν πρόσβαση σε καλύτερη εκπαίδευση, είναι πιο αποδεκτό αν αποφασίσουν να ασχοληθούν με την τέχνη. Στην παιδική μου ηλικία είχα δει μια και μοναδική παιδική παράσταση, το «Ματία» της Ξένιας Καλογεροπούλου με το σχολείο και από εκεί και πέρα επιθεωρήσεις με τον Στάθη Ψάλτη ή Δελφινάριο. Δυσκολεύτηκα ακόμα και να πείσω τους γονείς μου ότι θέλω να ασχοληθώ με το θέατρο· έκαναν να μου μιλήσουν μήνες όταν τους το ανακοίνωσα, γιατί το όνειρο τους να διδάξω κατέρρευσε. Κατά δεύτερον, προχωρώντας ως σκηνοθέτρια μετά τη διάλυση της «Κανιγκούντα» και την ίδρυση της «Προτσές» δέχθηκα αμφισβήτηση και σεξισμό από άνδρες ηθοποιούς. Εκεί φυσικά οφείλεις να αντιδράς ευθέως και να είσαι αυστηρή – κάτι που επίσης πίστευα πως δεν είχα, μα το βρήκα στην πορεία.

Το κακό χορεύει ήδη πάνω από τους τάφους μας όταν βλέπεις τι συμβαίνει στην Αμερική, όταν συνειδητοποιείς πως  διανύουμε το τέλος της πολιτικής και την διάψευση των όποιων ευρωπαϊκών οραμάτων, όταν έχουν ακυρωθεί οι προσδοκίες για μια κοινωνική επανάσταση

Μοιάζει ο χρόνος να έχει καταλυτική επίδραση στο πως έχεις ωριμάσει. Πως βιώνεις ως γυναίκα το πέρασμα του χρόνου σε έναν κόσμο όπου όλα μοιάζουν αναλώσιμα;

Η κοινή αλήθεια, το κοινό βίωμα είναι ο αμείλικτος ηλικιακός ρατσισμός που υπομένουμε ως γυναίκες. Από την άλλη, σε προσωπικό επίπεδο, το θέατρο μου δίνει την πολυτέλεια να παίζω – κυριολεκτικά και μεταφορικά – κι έτσι για πολλά χρόνια δεν είχα συναίσθηση της ηλικίας μου. Φέτος, κλείνοντας τα 50, είναι η πρώτη φορά που άλλαξε μέσα μου η αίσθηση του χρόνου. Έχει ένα συμβολισμό αυτή η ηλικία αλλά, παρόλα αυτά, συνεχίζω να παίζω στα 50 μου χρόνια και ίσως αυτό να είναι καλό. Θέλω να αισθάνομαι όμορφη. Ωστόσο, δεν πρόκειται να πειράξω τίποτα πάνω μου, πρωτίστως γιατί κάνω θέατρο. Θεωρώ πως οι ρυτίδες μας είναι ένα κομμάτι αυτού που είμαστε, το πρόσωπο ενός ηθοποιού είναι ένας πολυδιάστατος ζωγραφικός πίνακας. Γι’ αυτό και στενοχωριέμαι όταν βλέπω συναδέλφους – ειδικά νέα κορίτσια – να πειράζουν τα πρόσωπα τους. Οπότε, εκείνο που με απασχολεί είναι να είμαι γερή, να έχω δυνάμεις – αν και οι αντοχές μου, προφανώς, δεν είναι ίδιες με είκοσι χρόνια πριν.

“Εδώ θα είμαι, περιμένοντας να πιστέψω: Να γυρίσω πίσω στο νεανικό μου εαυτό και να πιστέψω στην ουτοπία”, σημειώνει.

Γενικότερα, πως αντιμετωπίζεις την έννοια του μέλλοντος σε αυτή την εκτροχιασμένη εποχή – και όχι μόνο στην Ελλάδα – χωρίς ένα σκίρτημα φόβου;

Δουλεύοντας στον Τσέχωφ μου υπενθυμίστηκε ότι το κακό, δυστυχώς, είναι πάντα πιο έτοιμο για πράξεις απ’ ό,τι το καλό. Το κακό χορεύει ήδη πάνω από τους τάφους μας όταν βλέπεις τι συμβαίνει στην Αμερική, όταν συνειδητοποιείς πως έχουν πέσει εντελώς οι μάσκες και διανύουμε το τέλος της πολιτικής και την διάψευση των όποιων ευρωπαϊκών οραμάτων, όταν έχουν ακυρωθεί οι προσδοκίες για μια κοινωνική επανάσταση και είναι πια σχεδόν αδύνατο να ταυτιστεί κανείς με μια ουτοπία – κάτι που ενδεχομένως μπορούσαν να κάνουν οι άνθρωποι την δεκαετία του ’80. Μας έχει πάρει φαλάγγι η αγορά και τα κέρδη – ακόμα και παιδιά σε τρυφερές ηλικίες εκπορνεύονται στο Only fans – κι αυτό για μένα είναι τρομακτικό. Το κακό καλπάζει. Κι αν ρωτήσεις τι κάνουμε σε οργανωμένο επίπεδο δεν θα πάρεις απαντήσεις. Γιατί το να είμαστε έντιμοι, να μην αδικούμε, να υπερασπιζόμαστε το καλό είναι σημαντικό αλλά δεν φτάνει· προφανώς χρειάζεται κάτι ακόμα – το οποίο νομίζω ότι θα αναζητώ για πάντα. Και εδώ θα είμαι, περιμένοντας να πιστέψω: Να γυρίσω πίσω στο νεανικό μου εαυτό και να πιστέψω στην ουτοπία. Είμαι βαθιά πεπεισμένη πως δεν υπάρχει καμία περίπτωση ο Καπιταλισμός να γίνει φιλεύσπλαχνος και καλός. Κι αν σε αυτά προσθέσει κανείς την κλιματική κρίση, νομίζω ότι ο κόσμος όπως τον γνωρίζαμε, δεν υπάρχει πια.

Είμαι βαθιά πεπεισμένη πως δεν υπάρχει καμία περίπτωση ο Καπιταλισμός να γίνει φιλεύσπλαχνος και καλός

Πιστεύεις, κόντρα σε όλα, ότι θα συναντήσεις καλύτερες εκδοχές του εαυτού σου στο παρακάτω της ζωής σου;

Ναι. Μια εκδοχή εαυτού που θα φοβάται λιγότερο και θα χαίρεται περισσότερο.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Η Μαρία Μαγκανάρη σκηνοθετεί το έργο του Αντόν Τσέχωφ “Τρεις αδερφές”. Η παράσταση ανεβαίνει στην Πλαγία Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου (Κτήριο Τσίλερ, Αγίου Κωνσταντίνου 22-24).

Μετάφραση: Γιώργος Π. Δεπάστας  Αλέξανδρος Ίσαρης
Σκηνοθεσία: Μαρία Μαγκανάρη
Σύμβουλος δραματουργίας: Σοφία Ευτυχιάδου
Σκηνικά: Φιλάνθη Μπουγάτσου
Κοστούμια: Παύλος Θανόπουλος
Μουσική: Χαράλαμπος Γωγιός
Κίνηση: Σεσίλ Μικρούτσικου
Φωτισμοί: Μαρία Γοζαδίνου
Δραματολόγος παράστασης: Εύα Σαραγά
Βοηθός σκηνοθέτριας: Ελένη Παππά

Παίζουν (αλφαβητικά): Μαρία Γεωργιάδου, Αντώνης Γκρίτσης, Θανάσης Δήμου, Δημήτρης Δρόσος, Τρύφωνας Ζάχαρης, Αμαλία Καβάλη, Ανδρέας Νάτσιος, Νικόλας Ντούρος, Ελίνα Ρίζου, Νάνσυ Σιδέρη, Μαρία Σκουλά, Θάλεια Συκιώτη, Αινείας Τσαμάτης, Γιωργής Τσαμπουράκης, Ανδριάνα Χαλκίδη

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη & Κυριακή στις 21.00 | Πέμπτη & Παρασκευή στις 18.00
Τιμές εισιτηρίων: 
Τετάρτη & Πέμπτη 17€, Παρασκευή 14€ & Κυριακή 22€
Φοιτητικό – Νεανικό (έως 28 ετών) 12€, Άνω των 65 ετών: Τετάρτη 10€ & Πέμπτη, Παρασκευή, Κυριακή 14€, Άνεργοι, ΑμεΑ & συνοδοί 5€, Πολύτεκνοι 10€
Προπώληση εισιτηρίων: https://www.ticketservices.gr/event/n-t-treis-adelfes/?lang=el#eventpage_tics

Περισσότερα από Πρόσωπα