Την εβδομάδα που πέρασε πήγαμε θέατρο και σινεμά, κάναμε βόλτες στην πόλη, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και όσα κρατήσαμε θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Κνοκ στην Φρυνίχου: Κλασικός πυρήνας, μοντέρνο περίβλημα
@Γιάννης Γαλιάτσος
Αν δεν υπήρχαν κάποιες (ελάχιστες) υπομνήσεις εποχής στην αναπαράσταση του κι αν δεν είχαν μεσολαβήσει τόσες κινηματογραφικές μεταφορές στο πέρασμα των χρόνων, το ανέβασμα της Αργυρώς Χιώτη στο έργο του Ζυλ Ρομέν «Κνοκ ή ο θρίαμβος της Ιατρικής» δεν θα μαρτυρούσε την ηλικία του.
Έναν αιώνα πριν, ο διορατικός Ρομέν γράφει ένα έργο για την χειραγώγηση του πλήθους μέσω της Ιατρικής αλλά και την διαχείριση μιας επιστήμης ως αγοραίο προϊόν. Ήρωας του, ο Κνοκ, ένας δήθεν γιατρός, ο οποίος μετατίθεται σε μια μικρή γαλλική κωμόπολη. Από την άφιξη του και μετά, ως διάδοχος του καλοκάγαθου γιατρού Παρπαλαί, κάνει μια ολόκληρη εκστρατεία προσηλυτισμού των ντόπιων, παραπλανώντας σταδιακά ολοένα και περισσότερους για την κακή τους υγεία. «Κάθε υγιής άνθρωπος είναι ένας ασθενής που δεν το γνωρίζει» είναι το δόγμα του Κνοκ – μια φράση του έργου που έκανε μεγάλη καριέρα και εκτός θεάτρου – στήνοντας το σχέδιο του. Άπαντες γίνονται υποχείρια του, τυφλά εξαρτημένοι από τις «υπηρεσίες» του σ’ αυτήν την αποκαλυπτική και σήμερα (πόσο μάλλον για την εποχή της) σάτιρα σχετικά με τη μεθοδολογία και την πολιτική ανάπτυξη του ψέματος, της τρομολαγνείας και τις πρακτικές της κοινωνικής χειραγώγησης. Απαλλάσσοντας το ανέβασμα από τα βαρίδια του κλασικού και με οδηγό την σταθερή άσκηση της στην μουσικότητα του λόγου και των σωμάτων των ερμηνευτών, η Χιώτη – σε μια απόλυτα συναφή μετάφραση του Έκτορα Λυγίζου – παραδίδει μια μοντέρνα φάρσα. Κουνημένες αλλά απολαυστικές ερμηνείες από τον Ευθύμη Θέου (ως Κνοκ) και τους Ματίνα Περγιουδάκη, Γιώργο Κριθάρα και Χαρά Γιώτα σε πολλαπλές μεταμορφώσεις και ρόλους και η παιγνιώδης μουσική του Γιαν Βαν Αγγελόπουλου να τους τροφοδοτεί. Με ενδιαφέρον στέκεται κανείς και στην, αφηγηματικής αξίας, όψη του ανεβάσματος: Τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη (τα μη ρεαλιστικά κοστούμια παραπέμπουν στην αναπαράσταση του μικροβίου ως μηχανισμού μετάδοσης της ασθένειας), το ευφυές σκηνικό του Χαράλαμπου Χιώτη (στην ίδια προβληματική με τα κοστούμια) και τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Τάσου Παλαιορούτα.
Στέλλα Χαραμή
Αν αγαπάς το θέατρο, δεν πρέπει να χάσεις αυτή την παράσταση, στο λέω αλήθεια. Η αγαπημένη (μου) παρέα των sold out «Παικτών» και ο σκηνοθέτης Γιώργος Κουτλής έχουν επιστρέψει, αυτή τη φορά στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, με το «Merde!», μια ελληνική κωμωδία που έρχεται να σατιρίσει το ίδιο το ελληνικό θέατρο. Ένα φρέσκο έργο που υπογράφει ο Suyako (κατά κόσμον Βασίλης Μαγουλιώτης), ο οποίος σκηνοθετεί την παράσταση από κοινού με τον Γιώργο Κουτλή. Πάμε να σου μεταφέρω όσα μπορώ σε λίγες μόνο γραμμές. Όλα συμβαίνουν στον μικρόκοσμο του θεάτρου «Μπούκα», ένα αθηναϊκό θέατρο και «εμπορικό» – κάτι που το προδίδουν όλα εξαρχής, από τη φωτεινή του μαρκίζα μέχρι την αφίσα του «Μπακαλόγατου», την παράσταση δυνατό χαρτί του θεάτρου εδώ και αρκετές σεζόν. Τι γίνεται, όμως, όταν ένα τέτοιο θέατρο με έναν παραγωγό… παλιάς κοπής στο τιμόνι αποφασίσει να ανεβάσει μία νέα, πειραματική δουλειά ενός «κουλτουριάρη» σκηνοθέτη που έχει να ζωντανέψει το μεγαλεπήβολο όραμά του έχοντας έναν «εμπορικό» πρωταγωνιστή με τον οποίο πρέπει να συνεργαστεί αναγκαστικά;
Τότε ξεκινούν να παρελαύνουν επί σκηνής όλα τα πρόσωπα που συνθέτουν αυτή τη μεγαλειώδη παραστατική τέχνη, μπροστά και πίσω από τη σκηνή · «κουλτουριάριδες» σκηνοθέτες, «εμπορικοί» ηθοποιοί, παραγωγοί παλαιάς και νέας κοπής, κριτικοί θεάτρου, ιερά «τέρατα» του ένδοξου παρελθόντος που όλοι μαζί ψάχνουν να βρουν το νόημα πίσω από την Τέχνη του θεάτρου. Γιατί κάνουμε θέατρο τελικά; «Για τα λεφτά» ή «για την ψυχή μας»; Νάρκισσοι, εξουσιομανείς, «γλείφτες», εκμεταλλευτές, καλοπροαίρετοι, ταλαντούχοι και μη – όλοι σε πόλεμο εξαπολύουν τα πυρά τους (και τη σάτιρά τους) προς όλες τις πλευρές ανεξαιρέτως. Θα καταφέρουν να συμφιλιωθούν; Μέσα στην χαριτωμένη αυτοαναφορικότητά του το «Merde!» κρατάει από την αρχή μέχρι το τέλος τον ζωντανό ρυθμό του, σε παρασύρει σε ένα γκροτέσκο θέαμα, σε κάνει σίγουρα να γελάς με τα «κακώς κείμενα» του ελληνικού θεάτρου, που είτε ήδη γνωρίζεις, είτε φαντάζεσαι. Οι πρωταγωνιστές του (Μαριαλένα Ηλία, Νίκος Καραθάνος, Βασίλης Μαγουλιώτης, Ηλίας Μουλάς, Γιάννης Νιάρρος, Χρήστος Πούλος-Ρένεσης, Λυδία Τζανουδάκη, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος, Αποστόλης Ψυχράμης) σαρωτικοί και εύστοχα αστείοι (μπορεί να μην είμαι και καθόλου αντικειμενική αλλά δεν με νοιάζει) και με τη συνοδεία ζωντανής μουσικής (Γιάννης Παπαδόπουλος στο πιάνο-πλήκτρα, Δημήτρης Κλωνής στα drums, Κώστας Πατσιώτης στο κοντραμπάσο, Λεωνίδας Σαραντόπουλος στο σαξόφωνο-πνευστά), που βοηθάει στο τέμπο της παράστασης – αν και σε σημεία καλύπτει παραπάνω από όσο θα ήθελα την πρόζα.
Ευδοκία Βαζούκη
Η αριστουργηματική ποιητική σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου «Χρονικό» παίρνει σάρκα και οστά αυτόν τον καιρό στο Θέατρο 104, σε σκηνοθεσία Βασίλη Καλφάκη (ερμηνεύει ο ίδιος μαζί με τους Γιώτα Φέστα, Σάντρα Λειβαδάρα, Γιώργο Σύρμα) και αυτή την Τρίτη το βράδυ βρέθηκα να την παρακολουθώ με μεγάλη περιέργεια για το πώς θα μοιάζει αυτό το έργο σε θεατρική μεταφορά. Άλλωστε και ο ίδιος ο Βασίλης Καλφάκης στην αρχή της παράστασης αναγνωρίζει με χιουμοριστική διάθεση τους φόβους του κοινού για το τι πρόκειται να δει- ότι θα είναι δηλαδή απίστευτα βαρετό. Ένας φόβος που δεν βγήκε καθόλου μα καθόλου αληθινός. Οι τέσσερεις ηθοποιοί έδωσαν ζωή στον (ήδη μαγευτικό) λόγο του Ρίτσου με τρόπο τόσο αβίαστο που τους παρακολουθούσα με αμείωτη προσοχή, καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης.
Το «Χρονικό» είναι στην ουσία το χρονικό μιας πολιτείας, της Ελλάδας της εποχής του Ρίτσου, που δυστυχώς σε πολλά κομμάτια της δεν απέχει και πολύ από την Ελλάδα του σήμερα. Ομολογουμένως δεν πρόκειται για ένα «easy watch». Τα νοήματα του κειμένου είναι πυκνά και μέσα στη ροή της παράστασης δεν υπάρχει ο χρόνος να τα επεξεργαστεί κανείς όπως στον γραπτό λόγο. Είναι όμως μια ευπρόσδεκτη πνευματική πρόκληση.
Αν και το Χρονικό λοιπόν που διηγείται ο Ρίτσος δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτό μιας πολιτείας που ευημερεί, εκείνος μας παρακινεί να διατηρήσουμε την ελπίδα. Και γιατί άλλωστε να μην είμαστε αισιόδοξοι. Τουλάχιστον τώρα πια τους καλλιτέχνες που δεν μας αρέσει αυτό που λένε δεν τους στέλνουμε στην Μακρόνησο όπως τότε. Απλά κατεβάζουμε τα έργα τους από τις Πινακοθήκες. Το λες και πρόοδο.
Ιωάννα Λυκουροπούλου
(-) Η τέχνη ως αποδιοπομπαίος τράγοςΧριστόφορος Κατσαδιώτης (1971), Εικόνισμα 1ο, 2021, Οξυγραφία, ραφή με κλωστή, μέταλλο, 48,5 x 43,3 εκ., Συλλογή Χριστόφορου Κατσαδιώτη, Φωτο: Οδυσσέας Βαχαρίδης
Αυτή την εβδομάδα είδαμε έναν βουλευτή του κόμματος “Νίκη” να εισβάλλει στην Εθνική Πινακοθήκη, όχι με φιλότεχνες διαθέσεις – νομίζω αυτό θα μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση – αλλά για να βανδαλίσει έργα τέχνης, τα οποία θεωρούσε βλάσφημα. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι δεν ήθελε να τα καταστρέψει, απλά να τα “κατεβάσει”. Πολύ φυσιολογικό αυτό, σωστά; Αν δεν μας αρέσει κάτι μπορούμε να μπουκάρουμε στον χώρο που βρίσκεται και να αρχίσουμε να σπάμε τζαμαρίες και να τα ξεχαρβαλώνουμε με το έτσι θέλω. Εντάξει τώρα, έτσι όπως το θέτουν, βγάζει νόημα. Τι, όχι;
Πάντως, αν παρακολουθήσεις λίγο την επικαιρότητα, θα δεις ότι αυτό δεν είναι μονάχα ένα “ελληνικό φαινόμενο”. Όχι δεν το λέω αυτό, για να μας παρηγορήσω – το αντίθετο. Αν ήταν μόνο θέμα ενός γραφικού χριστιανοταλιμπάν, θα γελούσαμε και θα προχωρούσαμε. Πρόκειται όμως για ένα διεθνές ρεύμα, μια τάση λογοκρισίας της τέχνης με κάθε αφορμή, αυτή τη φορά στο όνομα της “χριστιανοφοβίας” – ναι, υπάρχει και αυτό. Νωρίτερα αυτόν τον μήνα, στο μακρινό Μεξικό, το δικαστήριο αποφάσισε να κλείσει την πιο ιστορική Ακαδημία Τέχνης σε όλη την Αμερική, λόγω μιας έκθεσης που περιλάμβανε έργα του Fabian Chairez – καλλιτέχνη, γνωστού για ομοερωτικά πορτραίτα με μέλη της Καθολικής Εκκλησιας. Μια Γερουσιαστής κατέκρινε τα έργα, διαδηλωτές έστησαν… “βωμό” έξω από την Ακαδημία και φώναζαν “Όχι στην Χριστιανοφοβία”. Αυτά είναι μόνο τα πιο πρόσφατα από τα πολλά παράδειγμα επίθεσης στον πολιτισμό. Και ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας, αυτή η κτηνωδία που βάζει στο στόχαστρό της την ελευθερία της έκφρασης, την τέχνη, οποίους λόγους και να επικαλείται, πάει χέρι – χέρι με την άνοδο του φασισμού, της ακροδεξιάς σε όλο τον κόσμο. Η θρησκεία έρχεται να δώσει την αφορμή, όταν η πραγματική αιτία είναι άλλη. Πολύ απλά, όταν μια ιδεολογία, μια πολιτική δεν έχει τίποτα να πει για την πραγματικότητα που ζούμε, για την ποιότητα ζωής και τα καθημερινά προβλήματα του λαού, όταν δεν έχεις να προτείνεις καμία ουσιαστική διέξοδο για όλα αυτά τα πολύ πραγματικά ζητήματα που αντιμετωπίζουμε, ψάχνεις αποδιοπομπαίους τράγους και εξαντλείς τις δυνάμεις σου σε απεγνωσμένες προσπάθειες εντυπωσιασμού – στο όνομα, για παράδειγμα, μιας θρησκείας. Με πολύ απλά λόγια, όταν δεν έχεις τίποτα να πεις, τότε είναι που φωνάζεις. Όπως φώναζε ο κ. Παπαδόπουλος μπαίνοντας σε έναν χώρο τέχνης, που ιδέες σαν τις δικές του δεν τις χωρά.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
Μια βδομάδα με πλούσια επικαιρότητα. Θεωρώ σχεδόν περιττό να εξιστορήσω από την αρχή τα γεγονότα, αφού λίγο πολύ όλοι γνωρίζετε τι και πώς. Σε πρώτο πλάνο ο βανδαλισμός στην Πινακοθήκη. Μια αποτρόπαια πράξη, που πέρα από θλίψη, φέρνει και απογοήτευση σε σχέση με τα βήματα που έχουμε κάνει ως κοινωνία για την εξάλειψη της βίας και του φανατισμού. Από την άλλη το θέμα της προσβολής των θρησκευτικών πεποιθήσεων και το ερώτημα για το αν πρέπει να χρησιμοποιούνται εθνικά ή θρησκευτικά σύμβολα στην καλλιτεχνική δημιουργία. Ακούστηκε πληθώρα απόψεων, κι εγώ προσωπικά πιστεύω πως κάθε περίπτωση δεν είναι ίδια. Για παράδειγμα, η Ελληνική ροζ σημαία της Γεωργίας Λάλε που προκάλεσε αντιδράσεις το 2023, στόχευε στο να καταδείξει τη θλιβερή ελληνική πραγματικότητα των απανωτών γυναικοκτονιών. Η Παναγία αντίστοιχα έχει πολλές φορές σε αναπαραστάσεις παραλληλιστεί με φτωχές γυναίκες, προσφύγισσες ή μητέρες που κρατούν στην αγκαλιά τους το νεκρό παιδί τους. Στην εν λόγω περίπτωση έχουμε γκροτέσκο τέχνη, που από τη φύση της εμπεριέχει το αποκρουστικό, το ‘αλλόκοτο’. Δεν μπορώ να παραβλέψω μια πιθανή ‘ενόχληση’ που μπορεί να προκύπτει στη θέα των συγκεκριμένων έργων. Αναφέρομαι στους ανθρώπους που δυσανασχέτησαν βλέποντας πχ την Παναγία με ένα τσιγάρο στο στόμα ή τον Άγιο Γεώργιο με κεφάλι τέρατος. Ούσα κι εγώ πιστή, μπορώ να καταλάβω ότι όταν ένα πρόσωπο το έχεις συνδυάσει με αγάπη, στοργή, καταφυγή στις δύσκολες στιγμές, καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο να μη σου ξενίσει μια τέτοιου είδους αναπαράσταση. Κι αυτό μόνο αν έχεις έντονο θρησκευτικό συναίσθημα είσαι σε θέση να το κατανοήσεις καλύτερα. Ωστόσο, δεν δικαιολογείται με καμία δύναμη μια πράξη βανδαλισμού, καταστροφής και προσπάθειας επιβολής της δικής σου άποψης με τη βία. Κάτι τέτοιο άλλωστε αντίκειται καθαρά στο αληθινό χριστιανικό μήνυμα και καλό θα είναι ορισμένοι να το καταλάβουν, γιατί δυστυχώς γίνονται συχνά η αιτία να δυσφημείται η πίστη και να χάνουν οι άνθρωποι τη σχέση τους με αυτή.
Ααα και…«καλύτερα νεκρός, παρά ανάπηρος!». Το ακούσαμε και αυτό. Η συγκεκριμένη δήλωση καθίσταται από ατυχής μέχρι άκρως προσβλητική. Το αν ο καθένας από εμάς θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να μην είναι αρτιμελής, είναι δικό του θέμα-που κι αυτό βέβαια ακραίο μου φαίνεται. Μιλώντας όμως με τέτοιο τρόπο είναι σαν να εκμηδενίζεις κάθε προσπάθεια ζωής και λειτουργικότητας από ανάπηρα άτομα, που πολλά από αυτά μάλιστα ξεπέρασαν τον μέσο όρο και αποδείχθηκαν πιο σπουδαία και από εμένα που σας γράφω και από κάποιους από εσάς που διαβάζετε. Ο Στίβεν Χόκινγκ πέρασε πάνω από τη μισή ζωή του σε καροτσάκι και σήμερα θεωρείται από τους κορυφαίους επιστήμονες όλων των εποχών. Η δική μας Αλεξάνδρα Σταματοπούλου, η οποία έσπευσε και να τοποθετηθεί επί της δήλωσης, είναι πρωταθλήτρια των Παραολυμπιακών Αγώνων. Πόσο κουράγιο και πόσο ψυχικό σθένος άραγε απαιτεί κάτι τέτοιο; Ούτε που το φανταζόμαστε μάλλον. Για αυτό καλύτερα να φιλτράρουμε καλύτερα όσα σκεφτόμαστε πριν τα εξωτερικεύσουμε…
Μιλένα Αργυροπούλου
Η εβδομάδα, και πάλι, έδωσε «ψωμάκι» για να τραβάμε τα μαλλιά μας, να βάλουμε τα κλάματα ή κάτι παρεμφερές. Εκτός λοιπόν από όλα όσα τα κορίτσια παραπάνω έθεσαν εξαιρετικά, αυτή την εβδομάδα είχαμε και ανασχηματισμό της κυβέρνησης. Ναι, τώρα θα μου πείτε ποιος τον ζήτησε, και εγώ θα σας πω κανένας. Αλλά αφού εκλογές, πετυχημένη πρόταση μομφής, απόδοση Δικαιοσύνης για τα ΤΕΜΠΗ, και όλα τα συναφή δεν υπάρχει περίπτωση να συμβούν, είπαν οι επικοινωνιολόγοι του κυβερνώντος κόμματος «ας δώσουμε έναν ανασχηματισμούλη για να νομίζουν πως άλλαξε κάτι».
Ωστόσο, αυτή τη φορά, όχι απλά δεν πέτυχε το distraction strategy, αλλά απορώ και με τη γελοιότητα της συνθήκης. Οι πιο “μπαμ” αλλαγές (ή μη) ήταν: ο Άδωνις Γεωργιάδης (που δεν έχει διαλύσει ακόμα το ΕΣΥ, οπότε παρέμεινε ως υπουργός Υγείας), η Νίκη Κεραμέως (με εξαιρετικό βιογραφικό σε υπουργεία Παιδείας και Εσωτερικών), η οποία αναλαμβάνει να διαλύσει – συγγνώμη, να στελεχώσει – το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Αλλά το καλύτερο απ’ όλα ήταν ο Μάκης Βορίδης ως υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου – δεν είχα ακούσει καλύτερο ανέκδοτο, μέχρι που κατάλαβα πως είναι πραγματικότητα. Ένας πρώην βουλευτής του «ΛΑΟΣ», πρόεδρος της χουντικής νεολαίας «ΕΠΕΝ» και ιδρυτικό μέλος του νεοφασιστικού σχήματος «Ελληνικό Μέτωπο» θα είναι αρμόδιος για τη μεταναστευτική πολιτική και την απόδοση ασύλου σε μια χώρα όπου πνίγονται παιδιά στη θάλασσα και οι μετανάστες δεν αντιμετωπίζονται ως άνθρωποι σχεδόν από πάντα.
Αν με ρωτάτε, πιστεύω πως παίξανε «αμπε μπα μπλουμ» στο Μαξίμου ή αριθμάκια – δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Μιλάμε για πρωτοφανή «γκάφα», εκτός κι αν αυτός ήταν ο στόχος. Παρ’ όλα αυτά, καλύτερα από όλους το σχολίασε ένας φίλος, στον οποίο έστειλα ένα ποστ με τον νέο σχηματισμό της κυβέρνησης, και εκείνος απάντησε: «Ευτυχώς, μεταναστεύω!» – μήπως είναι και για εμάς η ώρα παιδιά;
Μαρία Βαλτζάκη
Αν έχεις να διαθέσεις κοντά στις 6.5 ώρες από την Κυριακή σου μη διστάσεις να βρεθείς στο Εθνικό Θέατρο για να παρακολουθήσεις την παράσταση «Η Κληρονομιά μας», το έργο του Μάθιου Λόπεζ που ανεβαίνει, στη Σκηνή Νίκος Κούρκουλος (Κτήριο Τσίλλερ), σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου. Προσωπικά για εμένα η διάρκεια δεν πρέπει να σε φοβίσει, όχι μόνο γιατί υπάρχει η δυνατότητα να παρακολουθήσει κανείς ξεχωριστά το Α’ και Β’ μέρος μέσα στην εβδομάδα, αλλά πρωτίστως -και το λέω ως θεατής που παρευρέθηκε στην ενιαία παράσταση της Κυριακής- επειδή πρόκειται για ένα υπέροχο κατ’ εμέ έργο. Η μεγάλη διάρκεια του βγάζει νόημα με τον πιο ουσιαστικό, συγκινητικό και τρυφερό τρόπο. Και αυτό γιατί, στη σκηνή, μέλη της gay κοινότητας της Νέας Υόρκης από διαφορετικές γενιές διασταυρώνονται για να μας πουν ο καθένας την ιστορία του, την προσωπική και συλλογική του, η οποία με έναν «μαγικό» τρόπο αισθάνεσαι πως αυτονόητα καταλήγει σε ένα «αλλόκοτο, παλιό αγροτόσπιτο, σε έναν μικρό επαρχιακό δρόμο που οδηγεί στο πουθενά», έναν τόπο ζωντανής μνήμης – καταφύγιο εξιλέωσης, γαλήνης, επούλωσης πληγών και διαγενεακών τραυμάτων. Στο έργο του Μάθιου Λόπεζ η μνήμη είναι πολύτιμη. Αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για το πως μπορεί κανείς θα πορευθεί στο παρόν και θα συνδημιουργήσει το μέλλον. Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς, λοιπόν, για μια «ανεπίσημη ιστορία» της gay κοινότητας -από το Stonewall Inn, την «μετα θάνατον» έκδοση του «Maurice» του E. M. Forster, την επιδημία του HIV/AIDS, την πρώτη περίοδο θητείας του Τράμπ- μέσα από τα προσωπικά βιώματα των ηρώων, που επωμίζονται να κουβαλήσουν μέσα τους μια κληρονομιά.
Στην παράσταση του Γιάννη Μόσχου, η «Κληρονομιά» αυτή, όπως υπογραμμίζεται μέσα από τη σκηνοθεσία, ξεπερνάει τα όρια της υλικότητας και γίνεται πνευματική παρακαταθήκη που εμπλουτισμένη περνάει από γενιά σε γενιά: Δικαιώματα, ελευθερίες, αγώνες, νίκες, ήττες, συμβιβασμοί, φόβοι, ανασφάλειες, προκλήσεις, δοκιμασίες, ανάγκη για σύνδεση, επιθυμίες, ενσυναίσθηση, εγωισμός, αλληλεγγύη, ατομικισμός, πόνος, επιβίωση. Η «ομορφιά» ή η «ασχήμια» είναι κάτι πιο βαθύ από ένα σώμα με πάνω του τα σημάδια της επιτυχίας ή της ασθένειας αντίστοιχα. Οι ηθοποιοί – Γιώργος Ζιάκας, Αλκιβιάδης Μαγγόνας, Γιώργος Μακρής, Στέφανος Μουαγκιέ, Κώστας Μπερικόπουλος, Άγγελος Μπούρας, Κώστας Νικούλι, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Θέμης Πάνου, Θανάσης Ραφτόπουλος, Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, Γιώργος Χριστοδούλου- με τις υπέροχες, γεμάτες ευαισθησία ερμηνείες τους -μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές για εμένα ο συγκλονιστικός μονόλογος της Αλεξάνδρας Σακελλαροπούλου στο τέλος ως μια μητέρα που έχασε το παιδί της κατά τη διάρκεια της επιδημίας- δίνουν σάρκα και οστά σε ήρωες που φέρουν την «κληρονομιά» τους σε κάθε σπιθαμή του «είναι» τους, η δύναμη και η ευαλωτότητα τους εμφανίζεται ως μια συνέχεια εκείνης των προκατόχων τους, η προσπάθεια τους να επιβιώσουν ο καθένας με τον τρόπο του σε έναν σκληρό κατά βάση, αδιάφορο ή εχθρικό κόσμο, σε κάνει να βλέπεις πέρα από τα ελαττώματα ή τα προτερήματα τους, σε εκείνο το πληγωμένο κομμάτι τους που επιζητά δικαίωση. Θες να τους πιάσεις το χέρι, να τους αγκαλιάσεις, να κλάψεις για εκείνους. Να γελάσετε ή να χαρείτε μαζί. Να τιμήσεις τη μνήμη τους.
Όλα αυτά στην καρδιά του σύγχρονου αμερικάνικου ονείρου. Τη Νέα Υόρκη που ασφυκτιά από πολιτιστική ζωή, από δυνατότητες, από φιλοδοξίες και που δεν παραλείπει να μας δείξει την άλλη όψη του νομίσματος εκείνη του αναλέητου νεοφιλελευθερισμού και της επακόλουθης ανόδου της ακροδεξιάς: Ο Έρικ χάνει το σπίτι της οικογένειας του, ο Λέο περιφέρεται άστεγος και αναγκάζεται να προσφέρει σεξουαλικές υπηρεσίες για χρηματικό αντάλλαγμα, ο Τρίσταν ως μαύρος γκέι γιατρός αποφασίζει μετά την εκλογή του Τραμπα να εγκαταλείψει τις ΗΠΑ.
Μπορεί η παράσταση του Εθνικού, στην Ελλάδα, να μη γλίτωσε από ομοφοβικές επιθέσεις μίσους, ωστόσο, κατάφερε να θριαμβεύσει πάνω τους ολοκληρωτικά. Γιατί το ισχυρό της μήνυμα, εκείνο της αποδοχής, της αγάπης, της φροντίδας, της αφοσίωσης, της συγχώρεσης, δείχνει τον δρόμο για το πως θα έπρεπε να είναι πραγματικά ο κόσμος μας. Όταν υπάρχουν αυτά η ελπίδα δεν χάνεται ποτέ, αντίθετα αναγεννιέται σαν λουλούδι που φυτρώνει σε άγονη γη.
Αριστούλα Ζαχαρίου