Ο Δημήτρης Πετρόπουλος αισθάνεται άβολα όταν χρησιμοποιεί τη λέξη «ηθοποιός» για να περιγράψει τον εαυτό του. Για τον ίδιο η υποκριτική αποτελεί έναν ακόμη τρόπο επικοινωνίας με τον κόσμο. Επιθυμεί να μας μιλήσει και χρησιμοποιεί έναν ρόλο και μια παράσταση για να το κάνει. Από το 1976, όταν και αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, έως σήμερα το βιογραφικό του είναι πλούσιο σε θεατρικές παραστάσεις, συνεργασίες με το Εθνικό Θέατρο, το ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων, το Θέατρο Πορεία, εμφανίσεις στην Επίδαυρο, τηλεοπτικές σειρές και κινηματογραφικές παραγωγές, ενώ έχει καταπιαστεί, επίσης, με τη σκηνοθεσία και τη μετάφραση.
Αυτό, ωστόσο, που λίγοι ίσως ξέρουν είναι ότι η πολυπραγμοσύνη του δεν περιορίστηκε ποτέ αποκλειστικά στον καλλιτεχνικό χώρο. Η όρεξη του για γνώση τον οδήγησε στα έδρανα της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου -την ίδια περίοδο με τις σπουδές του στο ΚΘΒΕ- από εκεί στο Παρίσι, και ξανά στην Ελλάδα -το 2018 πήρε το τρίτο μεταπτυχιακό του στη Διαχείριση Πολιτιστικών Μονάδων. Δίδαξε στα ΙΕΚ, ως καθηγητής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης σε δημόσια σχολεία το μάθημα Πολιτικής και Δικαίου. Όλα αυτά παράλληλα με τις εμφανίσεις του στο θεατρικό σανίδι, τη μικρή και τη μεγάλη οθόνη.
Όταν τον συναντάς από κοντά, αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι απέναντι σε έναν πράο άνθρωπο, που αγαπάει τα λίγα αλλά ειλικρινή λόγια, ενδιαφέρεται να ακούσει τη γνώμη του συνομιλητή του. Ο ίδιος θεωρεί πως δεν έχει απωθημένα όσον αφορά τη θεατρική του καριέρα, αισθάνεται πως με τα χρόνια έχει βελτιωθεί ως ηθοποιός και ότι αυτό που του λείπει είναι ίσως μια παραπάνω «μαχητικότητα» ή «φιλοδοξία».
Τα τελευταία χρόνια για τον Δημήτρη Πετρόπουλο μοιάζουν σαν ένα «ριστάρτ» στη σταδιοδρομία του ως ηθοποιός, καθώς είχε την τύχη να καταπιαστεί με δύο ρόλους τους οποίους, όπως μας εξομολογήθηκε, ερωτεύθηκε. Ο ένας, αφορμή κιόλας για τη συνάντηση μας εκείνο το πρωί στον Κεραμικό, ήταν ο Λαπάλια στο «Καπούτ» του Άλντο Νικολάι. Μια παράσταση, η οποία παρουσιάζεται, στο Θέατρο Αλκμήνη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Διαμαντόπουλου. Μαζί του στη σκηνή ο Χάρης Εμμανουήλ και η Άννα Πατζέλη. Με την ιστορία να επικεντρώνεται με χιούμορ, τρυφερότητα και συγκίνηση στην αυθόρμητη φιλία δύο ηλικιωμένων γέρων, που αναπτύσσεται γύρω από το παγκάκι ενός πάρκου. Ο δεύτερος ρόλος, εκείνος του Βίγκαν στην παράσταση «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» που συνεχίζεται, για δεύτερη σεζόν, στο Θέατρο Μπέλλος, σε σκηνοθεσία Αικατερίνης Παπαγεωργίου.
Σύμφωνα με τον Δημήτρη Πετρόπουλο, ένα από τα μυνήματα του έργου “Καπούτ” είναι το ότι” “Η δοτικότητα πρέπει να περνάει από μονοπάτια αγάπης και όχι καθήκοντος¨.
Πρόκειται για μια μελαγχολική κωμωδία που δεν προορίζεται να σε ψυχαγωγήσει αλλά να σε συγκινήσει. Χαρακτηρίζεται από τρυφερότητα και χιούμορ χωρίς να καταφεύγει σε φαρσικές παρεκκλίσεις ή να γλιστράει προς το μελόδραμα. Και ο ίδιος ο Γιάννης Διαμαντόπουλος, ο σκηνοθέτης της παράστασης, το αντιμετώπισε προς αυτή τη σκηνοθετική κατεύθυνση. Αν και δεν έχω κάτι εναντίον του μελοδράματος. Αντιθέτως και σαν θεατής συγκινούμαι εύκολα, δεν με λογοκρίνω. Ίσως αυτό το έργο ήταν μια ευκαιρία, λοιπόν, να δώσω και να πάρω τρυφερότητα.
Άρα η «λέξη κλειδί» που χαρακτηρίζει την παράσταση σας στο Θέατρο Αλκμήνη είναι η «συγκίνηση», θα μπορούσαμε να πούμε;Το «Καπούτ» έχει αυτή την γλυκόπικρη ατμόσφαιρα που κάνει τον κόσμο να γελάει και να συγκινείται ταυτόχρονα. Ο κόσμος το έχει ανάγκη κάτι τέτοιο και αυτό φαίνεται και από την προσέλευση.
Ίσως, βέβαια, να πρόκειται και για μια δική μου προσωπική ανάγκη ως ηθοποιός αλλά και ως θεατής. Μου έχει τύχει πολλές φορές να κοιτάξω έναν πίνακα, ένα γλυπτό ή να ακούσω ένα μουσικό κομμάτι, θαυμάζοντας τις δεξιότητες εκείνου που το δημιούργησε, ωστόσο, μόνο όταν με συγκινήσει κάτι θα καταφέρει να παραμείνει ζωντανό στη μνήμη μου, γιατί εγγράφεται μέσα μου το συναίσθημα που με έκανε να νιώσω, μαζί με την ευγνωμοσύνη για τον καλλιτέχνη που μου το προκάλεσε αυτό. Στην περίπτωση του «Καπούτ» χαίρομαι απλά που η ιστορία που αφηγούμαστε έχει παραλήπτες σε όλη την γκάμα των συναισθημάτων. Πράγμα που σημαίνει πως ενεργοποιεί τους ψυχικούς κόσμους των θεατών. Πάνω απ’ όλα μια παράσταση, όπως και οποιαδήποτε άλλη κοινωνική επικοινωνία, σε φέρνει σε επαφή με τον εαυτό σου. Εσένα εξερευνάς. Κάτι θα διαπιστώσεις, κάτι θα έρθει στην επιφάνεια. Είσαι εσύ με εσένα και η παράσταση είναι το μέσο.
Τι είναι αυτό που θα θέλατε εσείς, λοιπόν, αυτοί οι «παραλήπτες», να κρατήσουν από το «Καπούτ». Τι έχετε εσείς να τους πείτε;Το πόσο ευχάριστο και ανανεωτικό είναι να δίνεις. Μόνο δίνοντας παίρνεις και δεν λιγοστεύεις αν δώσεις. Είμαι υπέρ της δοτικότητας αλλά δεν έχει να κάνει με την ανταλλαγή ηλικιακών παροχών. Δηλαδή «Εγώ όταν ήσουν μωρό σου άλλαζα την πάνα και ξενύχταγα στο πλευρό σου όταν είχες πυρετό, άρα πρέπει να κάνεις και εσύ το ίδιο τώρα που είμαι γέρος». Δεν πάει έτσι. Η δοτικότητα πρέπει να περνάει από μονοπάτια αγάπης και όχι καθήκοντος. Το καθήκον καμιά φορά μπορεί να βοηθάει, αλλά στην ειλικρινή έγνοια που έχεις για τον άλλον κρίνονται τα πράγματα.
Και μέσα σας; Με ποιον τρόπο μίλησε το έργο και ο ρόλος τον οποίο υποδύεστε;Με συμπάθησα και με κατανόησα καλύτερα τώρα που γέρασα. Μου αρέσει να είμαι ένας αγαπησιάρικος γερούλης.
Ως ηθοποιός αφέθηκα στη διάθεση του έργου και του ρόλου. Υπάρχει ένα στοιχείο αυτοβιογραφικότητας, παρ’ όλο που η ζωή μου διαφέρει από εκείνη του ήρωα που υποδύομαι. Δεν έχω αισθανθεί τη δική του μοναξιά, ένα είδος “μοναξιάς μέσα στο πλήθος” θα έλεγα. Ακόμα τουλάχιστον, γιατί κανείς δεν γνωρίζει τι τον περιμένει στην άλλη γωνία. Η ζωή κάνει περίεργες, σκληρές φάρσες. Σαν και εκείνον, ένας γεράκος είμαι και εγώ που θέλω να πω την ιστορία μου.
Ο Δημήτρης Πετρόπουλος με τον Χάρη Εμμανουήλ σε σκηνή από το έργο “Καπούτ”
Είμαι όντως αρκετά συμφιλιωμένος με τον χρόνο. Σε υπερβολικό βαθμό θα έλεγα. Δεν μου κάνει καμία εντύπωση και ούτε βρίσκω κάτι αρνητικό σε αυτό. Ούτε καν το ενδεχόμενο ότι λιγοστεύουν οι προοπτικές σου. Δεν έβλεπα ποτέ, όμως, τα πράγματα με μακρινούς ορίζοντές. Δεν είναι δηλαδή κάτι που μου συνέβη με την ηλικία. Δεν ήμουν ποτέ των μακροπρόθεσμων σχεδιασμών. Το ότι είμαι γέρος σημαίνει ότι έζησα πάρα πολλά χρόνια. Τι το αρνητικό έχει αυτό; Εντάξει, δεν λέω, υπάρχει το ενδεχόμενο της ανημπόριας, του πόνου, της μοναξιάς, υπάρχει η φθορά, η αντοχές περιορίζονται, τα ζω ήδη αυτά εγώ, όμως, αισθάνομαι ότι με συμπάθησα και με κατανόησα καλύτερα τώρα που γέρασα. Παραιτήθηκα κάπως από όλες αυτές τις αυτοκριτικές διαθέσεις και την αυτό-απόρριψη που με βασάνιζαν άσκοπα και ανοήτως για πολλά χρόνια. Θεωρώ πως μου ταιριάζει. Μου αρέσει να είμαι ένας αγαπησιάρικος γερούλης.
Είπατε πως όσο μεγαλώνει κανείς περιορίζονται οι προοπτικές του. Στο «Καπούτ» παρακολουθούμε, ωστόσο, τους δύο ηλικιωμένους φίλους αποφασισμένους να γυρίσουν, έστω και σε αυτή την ηλικία, σελίδα στη ζωή τους. Θεωρείται ότι όσον αφορά την τρίτη ηλικία είναι αργά για μια καινούρια αρχή;Δεν με ενοχλεί ούτε με πληγώνει ότι οι νέοι δεν συγκινούνται ιδιαίτερα ώστε να ενσκήψουν στα προβλήματα των ηλικιωμένων. Τα νιάτα καλό είναι να απολαμβάνουν τον εαυτό τους. Θα έρθει κάποια στιγμή και η τρίτη ηλικία.
Θεωρώ πως εξαρτάται με το περιεχόμενο του στόχου. Για να φέρω ένα προσωπικό παράδειγμα, ήθελα, αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, να πάρω μέρος στη λαμπαδηδρομία. Και αρκετά χρόνια αργότερα, με αφορμή την Ολυμπιάδα του Παρισιού, πήρα μέρος στην υποδοχή της ολυμπιακής φλόγας στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, διανύοντας μια μικρή απόσταση βέβαια. Δεν το περίμενα, ούτε το είχα σχεδιάσει. Σκέφτηκα, όμως «Κοίτα να δεις πως τα έφερε η ζωή». Δεν θα είχα νόημα να το ευχηθώ για τους επόμενους αγώνες γιατί δεν μπορώ. Αν βάλουμε στη θέση της ολυμπιακής φλόγας κάτι άλλο που απαιτεί νεότητα, δεν έχει νόημα. Ναι μεν δεν είναι ποτέ αργά με την προϋπόθεση ότι ο στόχος είναι εφικτός.
Το «Καπούτ» είναι ένα έργο που εστιάζει στα προβλήματα της τρίτης ηλικίας. Θεωρείτε πως μια τέτοια θεματική σπανίζει στη σύγχρονη δραματουργία;Θεωρώ, παρ’ ότι ανήκω στην τρίτη ηλικία και εγώ ο ίδιος, πως είναι υγιές οι νέοι συγγραφείς και σκηνοθέτες που ξεκινάει τώρα τη δημιουργική τους περίοδο, με την ορμή της νιότης τους -ως θετική έννοια- να τους αφορά λιγότερο η τρίτη ηλικία. Δεν μπορεί να ασχολείσαι στα τριάντα με ότι αναπόφευκτα θα συμβεί στα ογδόντα. Προσωπικά δεν με ενοχλεί ούτε με πληγώνει ότι οι νέοι δεν συγκινούνται ιδιαίτερα ώστε να ενσκήψουν στα προβλήματα των ηλικιωμένων. Τα νιάτα καλό είναι να απολαμβάνουν τον εαυτό τους. Θα έρθει κάποια στιγμή και η τρίτη ηλικία.
Και όσον αφορά τον ηλικιακό ρατσισμό; Όχι μόνο στην τέχνη αλλά γενικότερα στην κοινωνία. Πιστεύετε πως υπάρχει;Ο ηλικιακός ρατσισμός πηγάζει αδιαμφισβήτητα από την ανοησία. Και η ανοησία είναι ένα μη αντιμετωπίσιμο πράγμα. Δεν την πολεμάς. Απλώς πρέπει να περιμένεις να περάσει.
Τον χρησιμοποιών και εγώ αναγκαστικά αυτό τον όρο, ωστόσο δεν ξέρω αν λέγεται ηλικιακός ρατσισμός. Πηγάζει αδιαμφισβήτητα από την ανοησία. Και η ανοησία είναι ένα μη αντιμετωπίσιμο πράγμα. Δεν την πολεμάς. Απλώς πρέπει να περιμένεις να περάσει. Δεν έχει νόημα να κηρύξεις πόλεμο στην ανοησία. Είναι άσκοπο. Αυτό που προσπαθούν να μας πείσουν είναι η αυτονόητη υπεροχή της νιότης, του “σωματικού καλώς έχειν” συγκεκριμένα. Με αυτή την πρόφαση πουλάνε εκατομμύρια προϊόντα σε παραλλαγές. Προϊόντα για να είσαι πιο όμορφος ή πιο νέος. Και αυτό επεκτείνεται σαν πανδημία. Μας λένε ότι οι γιαγιάδες και οι παππούδες πρέπει να είναι νόστιμοι και πικάντικοι. Κατ’ αυτόν τον τρόπο περιορίζεται η ποικιλομορφία η οποία μόνο όφελος έχει. Δεν υπάρχει τίποτα αρνητικό σε έναν ηλικιωμένο που κάνει κάτι μη «ταιριαστό» με την ηλικία του.
Ο Δημήτρης Πετρόπουλος με την Άννα Πατζέλη σε σκηνή από το έργο “Καπούτ”.
Με τον Γιάννη Διαμαντόπουλο έχουμε συνεργαστεί μαζί πολλές φορές στην τηλεόραση και άλλη μια φορά στο θέατρο. Μου είναι αγαπητός έτσι και αλλιώς, γιατί συνήθως μια συνεργασία γίνεται κομμάτι της ζωής μου. Όχι πάντα βέβαια. Αλλά αισθάνομαι ότι ο Γιάννης ανήκει στους δικούς μου ανθρώπους. Το ερωτεύτηκε αυτό το έργο και κάπως έτσι μπήκα και εγώ μαζί του σε αυτό το ταξίδι.
Και ένα τελευταίο σχόλιο για τη μέχρι στιγμής ανταπόκριση του κόσμου στην παράσταση του Θεάτρου Αλκμήνη;Το «Καπούτ», όπως είπαμε και νωρίτερα, έχει αυτή την γλυκόπικρη ατμόσφαιρα που κάνει τον κόσμο να γελάει και να συγκινείται ταυτόχρονα. Ο κόσμος το έχει ανάγκη κάτι τέτοιο και αυτό φαίνεται και από την προσέλευση. Όχι μόνο οι μεγάλοι, αλλά και οι νέοι έρχονται στην παράσταση μας και τους αρέσει. Άλλωστε από την αρχή της καριέρας μου έως σήμερα συνεργάστηκα με αρκετά μικρά θέατρα της Αττικής. Δεν θεώρησα ποτέ αναγκαία προϋπόθεση της επιτυχίας τα μεγάλα πλήθη. Αυτό που έχει σημασία είναι η ανταπόκριση του κόσμου. Αν είναι 15 αυτοί που ευχαριστήθηκαν ή 50 δεν αλλάζει κάτι. Δεν είναι ποσοτικό.
Ο Δημήτρης Πετρόπουλος σε σκηνή από το έργο “Η Λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα” @Ελίνα Γιουνανλή
Όπως και το «Καπούτ», η «Λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» αποτελεί ένα έργο με ισχυρή επικοινωνία με το κοινό του. Υπάρχουν πολλά πράγματα που με γοητεύουν και σε αυτή την παράσταση. Η συνεργασία με τόσο νεαρά και ταλαντούχα παιδιά, το ότι διαθέτω τον εαυτό μου να κατοικηθεί από τον ρόλο χωρίς ασκήσεις αυτοσυγκέντρωσης και περίπλοκες προετοιμασίες. Θεωρώ πως σηματοδότησε ένα «ρεστάρτ» στα 70 μου. Και το «Καπούτ» βέβαια υπήρξε η συνέχεια αυτού.
Τι είναι αυτό που σας γοητεύει στο έργο του Ματέι Βίζνιεκ;Πρόκειται για ένα έργο 20 χρονών που δυστυχώς διατηρεί την επικαιρότητα του. Αυτό που θα κρατούσα εγώ, όσον αφορά συγκεκριμένα τον δικό μου τον ρόλο, είναι η έννοια της αγάπης χωρίς όρια. Ο ήρωας που υποδύομαι συνομιλεί με το πεθαμένο παιδί του, αγαπάει και νοιάζεται γι’ αυτό και τη γυναίκα του, στην πράξη, δρώντας αδιαμαρτύρητα, αποκαλύπτοντας τις δυνάμεις που απελευθερώνονται όταν αγαπάς χωρίς προϋποθέσεις.
Κλείνοντας, να σημειώσουμε πως μετράτε πενήντα χρόνια παρουσίας στο ελληνικό θέατρο. Πώς τα βλέπετε τα πράγματα σήμερα;Θεωρώ ότι πάνε καλά τα πράγματα. Γίνονται ενέργειες, μπορεί όχι τόσο σπουδαίες όσο τις παρουσιάζουνε, αλλά ο χώρος εμπλουτίζεται και αυτό είναι θετικό. Αν κάτι πρέπει να αλλάξει πιστεύω πως έχει να κάνει με το οικονομικό σκέλος, το οποίο κακώς εμένα δεν με καθόρισε ποτέ. Δεν με απασχολούσε κατά βάθος, παρά το γεγονός ότι στερήθηκα πολλά πράγματα. Δεν υπήρξε κριτήριο για εμένα γιατί δεν ήμουν έτσι μαθημένος από το σπίτι μου. Παρ’ ότι δεν υπήρχε ευχέρεια στην οικογένεια, η λέξη χρήμα δεν ήταν μέσα στις θεματικές μας. Και επομένως δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι θέλω κάτι και δεν το έχω, όχι γιατί το είχα, αλλά γιατί ήξερα πως δεν το χρειαζόμουν.