Δεν ξέρω πόσες φορές έχετε ερωτευτεί στη ζωή σας (ελπίζω πολλές – ή τουλάχιστον μία). Δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στον έρωτα για ανθρώπους, αλλά σε μέρη, συνθήκες, στιγμές και δευτερόλεπτα. Όταν όλα βγάζουν νόημα και ξέρεις πως αυτό που ζεις είναι μια στιγμή ευτυχίας – και ναι, η διάλυση είναι εκεί δίπλα και παραμονεύει.
Αυτό το «όλο», εκείνο το «τίποτα» και ό,τι ενδιάμεσο, το βίωσα, με μια σπανιότητα, για πρώτη φορά παράλληλα με την πρώτη φορά που άκουσα τη μουσική των Κόρε. Ύδρο. Προσπαθώ, η αλήθεια είναι, εδώ και μέρες να θυμηθώ πότε αυτές οι νοσταλγικές μελωδίες και οι ανοργάνωτα τέλειοι στίχοι τους ακούμπησαν για πρώτη φορά τα αυτιά μου. Νομίζω πως ήταν το καλοκαίρι του 2020, σε μια άδεια παραλία στη Γαύδο, όπου το σήμα δεν έπιανε και το Spotify είχε κολλήσει σε ένα τραγούδι που λεγόταν “Όχι πια έρωτες”. Το τραγούδι ακόμη έτσι λέγεται αλλά εγώ από τότε δεν υπήρξα ποτέ ξανά η ίδια – και γιατί ερωτεύτηκα και γιατί απογοητεύτηκα αλλά κυρίως επειδή μπήκαν στην ζωή μου τα τραγούδια των Κόρε. Ύδρο.
Στην προετοιμασία μου για το 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ένας πολύ δικός μου άνθρωπος που μένει στον Βορρά μού έστειλε ένα Instagram post που ανακοίνωνε την πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ «Εδώ Μιλάνε για Λατρεία» – την ιστορία των Κόρε. Ύδρο. από τον Βύρωνα Κριτζά την Παρασκευή 14/3, την τελευταία Παρασκευή του Φεστιβάλ. Ήταν το πρώτο εισιτήριο που έκλεισα· βασικά, έκλεισα δύο. Ήμουν στη Θεσσαλονίκη για όλο το Φεστιβάλ, αλλά μυστικά ανυπομονούσα για εκείνη την Παρασκευή – και ας σήμαινε το τέλος του. Δεν είχα προλάβει να δω ποτέ από κοντά τους Κόρε. Ύδρο. ή, όπως μου υπενθύμισε η ταινία, τους Κορεσμένους Υδρογονάνθρακες. Όταν εγώ τους ανακάλυψα, εκείνοι είχαν ήδη διαλυθεί έξι χρόνια (thank God for the Internet). Οι στίχοι τους μιλούσαν απευθείας σε ένα πολύ λεπτεπίλεπτο κομμάτι της ψυχής μου. Η φωνή του Παντελή Δημητριάδη και οι μελωδίες του Αλέξανδρου Μακρή διαφέρουν από οποιαδήποτε άλλη μουσική άγγιξε ποτέ τα αυτιά μου.
Το ντοκιμαντέρ του Βύρωνα Κριτζά κέρδισε τον “Αργυρό Αλέξανδρο” στο διαγωνιστικό τμήμα Newcomers και το “Βραβείο Κοινού Fischer” για ελληνική ταινία άνω των 50 λεπτών.
Στην κατάμεστη αίθουσα του Cine John Cassavetes βρήκαμε θέση στη δεύτερη σειρά, στο κέντρο, και ο άνθρωπος του Φεστιβάλ που προλόγισε την ταινία (ξεκαθάρισε εξ αρχής πως βασικά βρίσκεται εκεί ως μεγάλος φαν των Κόρε. Ύδρο.) αλλά και ο σκηνοθέτης Βύρωνας Κριτζάς, μαζί με όλους τους συντελεστές, δεν έμοιαζαν ούτε λίγο αγχωμένοι όταν παρουσίαζαν την ταινία – ήθελαν απλά να ξεκινήσει να παίζει. Αυτή την αίσθηση έδιναν στο κοινό από κάτω. Και ξεκίνησε.
Το ντοκιμαντέρ ανοίγει με ένα βίντεο από μία παλιά βιντεοκάμερα σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι στην Κέρκυρα, όπου μερικοί έφηβοι γυρνάνε ένα ακόμα βίντεο κλιπ και μία γιαγιά από το παντζούρι τούς φωνάζει πως πάλι κάνουν βλακείες και να πάνε να βρουν καμιά κοπέλα. Γελάσαμε. Για το πρώτο μισάωρο της ταινίας, είδαμε όλα τα πρώην μέλη των Κορεσμένων Υδρογονανθράκων, τους παιδικούς τους φίλους, τους συνεργάτες τους μετέπειτα, τους συμμαθητές τους, πώς κατέληξαν σε εκείνο το όνομα και πώς μερικά αγόρια από μία απίστευτα κλειστή κοινωνία όπως είναι η Κέρκυρα ήθελαν από τότε να κάνουν κάτι, να κινηματογραφήσουν τα βίντεο κλιπ τους, να τραγουδήσουν, να νιώσουν.
Ο Αλέξανδρος Μακρής προοριζόταν να μην είναι στο ντοκιμαντέρ λόγω της συστολής του και του γεγονότος πως ποτέ δεν έχει μιλήσει. Την τελευταία μέρα γυρισμάτων όμως είπε το ναι!
Δεν θα σας πω ψέματα· κάπου εκεί, που στην οθόνη φαινόταν να έχουν εμφανιστεί όλοι οι «ήρωες» που θα απασχολήσουν την ταινία, είχα πάρει απόφαση πως τον Παντελή και τον Αλέξανδρο, τους δύο ανθρώπους για τους οποίους όλοι εκείνοι μιλούσαν – εκείνους που είναι η καρδιά των Κόρε. Ύδρο. – δεν θα τους έβλεπα στην οθόνη. Μέχρι που χτύπησε η πόρτα και ένας κύριος με γουρλωμένα μάτια, μακριά μαλλιά και μία ρόμπα (του παππού) μας άνοιξε . Μετά από λίγο, ένας άλλος κύριος, με ξανθά μαλλιά πιασμένα σε κότσο, μπλε μάτια και μία φυσική συστολή, εμφανίστηκε στο τώρα, σε ένα στούντιο, να βλέπει YouTube και να πατάει τα πλήκτρα. Ήταν εδώ εντέλει – και οι δύο. Και τότε η ιστορία ξεκίνησε να τρέχει.
Ο Αλέξανδρος Μακρής και ο Παντελής Δημητριάδης
Ο χρόνος φαινόταν να μοιράζεται στα early ’00s και στην πραγματικότητά τους τώρα. Πώς μία μπάντα αγνώστων από την Κέρκυρα, που μιλούσε για θάνατο, ζωή, αντικαταθλιπτικά, συμπεριληπτικότητα, ωμή αλήθεια και παράφορα όνειρα για περίπου δέκα χρόνια, έγινε μία “ελίτ”, έκανε sold-out live, απέκτησε hardcore fans και hardcore haters (στο ντοκιμαντέρ υπήρξαν και οι δύο πλευρές). Άνθρωποι που ήταν μέρος της ιστορίας τους, είτε στην αρχή είτε στο τέλος, μίλησαν με μία μοναδικότητα για μία συνθήκη στον χρόνο που δεν τυχαίνει να τη ζεις συχνά – για μία μουσική που, αν είσαι τυχερός, θα ακούσεις μία φορά στη ζωή σου.
Ο Βύρωνας Κριτζάς είπε πολύ απλά: «Εγώ ήθελα να δω την ιστορία των Κόρε. Ύδρο. και δεν υπήρχε, οπότε αποφάσισα να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για αυτή». Αυτήν ακριβώς την αίσθηση είχε το «Εδώ Μιλάνε για Λατρεία», ο τίτλος του ντοκιμαντέρ, που εκτός από το τραγούδι τους με τον ομώνυμο τίτλο περιγράφει ακριβώς και όσα είδαμε σε αυτά τα 89 λεπτά – ανθρώπους να μιλάνε για τη λατρεία τους για τους Κόρε. Ύδρο. Η αίθουσα εκείνη την Παρασκευή είχε την αίσθηση συναυλίας· τα τραγούδια που ακούγαμε τα τραγουδούσαμε όλοι μαζί και άνθρωποι στο κοινό γελούσαν και σχολίαζαν όσα συνέβαιναν στην οθόνη σαν να τα είχαν ζήσει – και μετά καταλάβαμε πως όντως τα είχαν ζήσει.
Ο Π. Ε. Δημητριαδής αναφέρει στο ντοκιμαντέρ πως κατά την διάρκεια ακροάσεων για την φιλαρμονική της Κέρκυρα για παιδιά, εκείνος ήταν το μοναδικό παιδάκι που έκοψαν!
Όταν ήρθε η ώρα για το Q&A, ο σκηνοθέτης αιφνιδιαστικά κάλεσε στη σκηνή τους Κόρε. Ύδρο. – τον Π.Ε. Δημητριάδη, τον Αλέξανδρο Μακρή, τον Κωνσταντίνο Αμύγδαλο και τον Γιώργο Αρβανιτάκη. Ήταν εκεί όλη την ώρα – ήταν δύο σειρές πίσω μας. Ήταν εκείνα τα παιδιά στη γαλαρία που γελούσαν και έλεγαν inside jokes. Ήταν εκείνα τα παιδιά που είδαν τη ζωή τους να προβάλλεται μπροστά τους – με όλα τα κακά και τα καλά, τα πάνω και τα κάτω – με όλα. Το εξαιρετικό μοντάζ της ταινίας σού έδινε την εντύπωση πως έβλεπες τα πάντα να συμβαίνουν live, και τα moodboards που χρησιμοποιούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας ο σκηνοθέτης σε μετέφεραν αμέσως στον χρόνο, στον τόπο και στη μορφή όσων συνέβαιναν.
Κανείς τους δεν κατάφερε να μιλήσει και, σε μια απολύτως ταιριαστή κίνηση της στιγμής, περνούσαν ο ένας στον άλλο το μικρόφωνο, γιατί όλοι είναι τρομερά κλειστοί άνθρωποι. Αλλά εκείνη τη στιγμή νομίζω πως ήταν απλά πολύ συγκινημένοι – όπως και όλοι στο κοινό, που κάθισαν για το επόμενο μισάωρο να ακούσουν το Q&A. Δεν έφυγε ούτε ένας άνθρωπος.
«Εδώ είναι οι άνθρωποι θεοί. Εδώ λατρεύτηκες και εσύ. Εδώ δεν είναι μια απλή επαρχία.»
Και ναι, ξέρω τι σκέφτεστε (μάλλον) – θα επανενωθούν; Θα ξανακάνουν κάτι μαζί; Κανείς μας δεν τόλμησε να ρωτήσει. Η ταινία δίνει μια απάντηση, αλλά η παρουσία τους εκεί μάς έπιασε εξαπίνης όλους. Ωστόσο, όσο κι αν με πονάει να το πω, δεν είμαι σίγουρη πως θα ήθελα να ξαναενωθούν οι Κόρε. Ύδρο. Εκτός από το προφανές – πως είναι δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο, να ξαναβιώσεις και να ξαναδημιουργήσεις κάτι που για μία στιγμή στον χρόνο υπήρξε τέλειο, ό,τι κι αν σημαίνει αυτή η λέξη. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, όλοι οι συντελεστές και τα μέλη του συγκροτήματος μίλησαν – ο καθένας με διαφορετικά λόγια, βέβαια – για την αγάπη τους για το εφήμερο, για την αγάπη τους για όσα αλλάζουν και για τη φράση «για πάντα», που κάπως ίσως να μην είναι το ίδιο γαλήνια για όλους.
Το ντοκιμαντέρ τελειώνει με την φράση «Μην μας χωρίζεις τώρα που μάθαμε να ζούμε μαζί».
Κάπως έτσι έχω κι εγώ αυτούς τους ανθρώπους και τη μουσική τους στο μυαλό μου: με μια παροδικότητα. Όλα τελειώνουν, όλα αρχίζουν και πάλι από την αρχή. Η ψυχή μου βρίσκει αυτή τη συνθήκη πολύ καθησυχαστική – ακριβώς όπως βρήκε και την ταινία. Και τόση ώρα, εγώ σας μιλάω για λατρεία.