Ο Ανδρέας Πολυζωγόπουλος επιστρέφει στο Half Note Jazz Club στις 27 Μαρτίου, κλείνοντας έναν κύκλο αφιερωμάτων στον Chet Baker με μια νέα προσέγγιση. Μετά το sold-out τριήμερο αφιέρωμα στον μυθικό ποιητή της jazz, ο διεθνώς αναγνωρισμένος Έλληνας μουσικός και τρομπετίστας παρουσιάζει το “Another Shade of Chet”, μια συναυλία που εξερευνά τη groovy πλευρά του Baker με τη συνοδεία του Jason Wastor στα τύμπανα και του Γιώργου Κοντραφούρη στο Hammond Organ. Ένα εγχείρημα που υπόσχεται να ανανεώσει τον ήχο του αφιερώματος, διατηρώντας ταυτόχρονα την ουσία της μουσικής του Chet.
Εξάλλου, τον Ανδρέα Πολυζωγόπουλο, ο Chet Baker αποτελεί σταθερή πηγή έμπνευσης και μελέτης. “Έχω περάσει πάρα πολλές ώρες μελετώντας τον ήχο, τη φρασεολογία και τους αυτοσχεδιασμούς του”, δηλώνει, εξηγώντας πώς η αγάπη του για τον εμβληματικό τρομπετίστα είναι που τον οδήγησε “πολύ φυσικά” στη δημιουργία αυτού του project. Η ενθουσιώδης ανταπόκριση του κοινού τον ενθαρρύνει να συνεχίσει να επιστρέφει στη μουσική του Baker, ανακαλύπτοντας νέες διαστάσεις και προσεγγίσεις.
Αυτή τη φορά, η ερμηνεία του θα εστιάσει στις πιο ρυθμικές πτυχές του Baker, αποκαλύπτοντας μια διαφορετική πλευρά του θρύλου της jazz. “Ο Chet στην πρώτη και την τελευταία περίοδο της ζωής του έπαιζε αρκετά τεχνικά και groovy”, εξηγεί, σημειώνοντας ότι η προσθήκη του Hammond Organ και των τυμπάνων θα δημιουργήσει ένα πιο δυναμικό και ρυθμικό ηχητικό περιβάλλον. Με έμφαση στην ελευθερία και τον αυτοσχεδιασμό, η βραδιά υπόσχεται να είναι μια μοναδική εμπειρία τόσο για το κοινό όσο και για τους μουσικούς επί σκηνής.
Με τον Γιώργο Κοντραφούρη και τον Jason Wastor υπόσχονται να δημιουργήσουν ένα μουσικό ταξίδι όπου η ατμοσφαιρική cool jazz του Baker συναντά το groove και την αυθεντικότητα της στιγμής. Ένα αφιέρωμα που δεν αναπαράγει απλώς το παρελθόν, αλλά του δίνει νέα πνοή. Λίγες μέρες πριν την παρουσίαση του project, ο Ανδρέας Πολυζωγόπουλος μάς μιλά για το ιδιαίτερο αυτό αφιέρωμα.
Πολύ φυσικά, από την αγάπη μου για το μουσικό σύμπαν του Chet Baker. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της τζαζ και έχω περάσει πάρα πολλές ώρες μελετώντας τον ήχο, τη φρασεολογία και τους αυτοσχεδιασμούς του. Έτσι προέκυψε χωρίς ιδιαίτερη σκέψη το αφιέρωμα και χάρη στη μεγάλη ανταπόκριση του κόσμου συνεχίζουμε με πολλή χαρά. Είναι ένα project με το οποίο περνάω τόσο όμορφα που θα ήθελα να συνεχίσω να το παρουσιάζω μια στο τόσο σε ολόκληρη τη ζωή μου.
Ο Chet στην πρώτη και την τελευταία περίοδο της ζωής του έπαιζε αρκετά “τεχνικά” και groovy αν ακούσει κάποιος προσεκτικά τις δουλειές του. Δεν είναι τυχαίο οτι ο Dizzy Gillespie μιλούσε γι’ αυτόν και οτι ο Charlie Parker τον προσέλαβε αμέσως για να παίξει με το γκρουπ του όταν βρισκόταν στο Los Angeles. Μπορεί να μην έπαιζε στην ψηλή περιοχή του οργάνου αλλά είχε απίστευτη ταχύτητα και μοναδικό φραζάρισμα. Το Hammond Organ και η drums αυτομάτως θα μας πάνε σε ένα πιο ρυθμικό περιβάλλον και διατηρώντας το πνεύμα του Chet πιστεύω πως θα είναι μια πολύ ιδιαίτερη συναυλία.
Πώς γίνεται η επιλογή του setlist για κάθε αφιέρωμα;Στο συγκεκριμένο πρότζεκτ, έχω δουλέψει αρκετά κομμάτια χωρίς να είναι σίγουρο ποια θα παίξουμε στη συναυλία και με ποια σειρά. Το setlist νιώθω πως με περιορίζει και μου αρέσει να παίζω χωρίς, όταν το επιτρέπουν οι συνθήκες. Αυτό συμβαίνει γιατί θέλω να δίνω μεγάλη ελευθερία στους μουσικούς και στον εαυτό μου. Μπορεί ένα σόλο να πάρει άλλη κατεύθυνση και στο τέλος του κομματιού να νιώσω πως για τη συνέχεια της συναυλίας θα ταίριαζε πολύ περισσότερο ένα διαφορετικό κομμάτι από αυτό που θα είχε ενδεχομένως ένα setlist. Παροτρύνω και τους υπόλοιπους μουσικούς της μπάντας να πάρουν πρωτοβουλίες και να ξεκινήσουν ένα κομμάτι όταν νιώσουν πως ταιριάζει με τη στιγμή.
Μιλήστε μας για τους συνοδοιπόρους σας στο αφιέρωμα αυτό, Jason Wastor και Γιώργο Κοντραφούρη. Τι θα προσθέσουν στην εμπειρία τα τύμπανα του Wastor;Μου αρέσει να παίζω χωρίς setlist – θέλω να δίνω μεγάλη ελευθερία στους μουσικούς και στον εαυτό μου
Για τον Γιώργο Κοντραφούρη τι να πρωτοπεί κανείς; Είναι η ιστορία της Ελληνικής τζαζ και τον θαύμαζα απ’ όταν πρωτοξεκίνησα να ασχολούμαι με αυτή τη μουσική. Έχει εντρυφήσει περισσότερο από κάθε άλλον Έλληνα στη τζαζ αλλά βλέποντας κανείς την τεράστια δισκοθήκη του καταλαβαίνει και πόσο πολυδιάστατος και ακομπλεξάριστος μουσικός είναι. Είναι η πρώτη φορά που θα παίξει Hammond Organ στο αφιέρωμα για τον Chet και νομίζω ότι το ηχόχρωμα αυτού του οργάνου θα αλλάξει και θα φρεσκάρει όλον τον ήχο του σχήματος. Ο Jason, ο νεότερος της παρέας, είναι ένας μοναδικά ταλαντούχος drummer ο οποίος με είχε εντυπωσιάσει πάρα πολύ από την πρώτη φορά που τον άκουσα. Όταν πρωτοπαίξαμε κατάλαβα αμέσως πόσο σπάνιος μουσικός είναι γιατί εκτός από την τεχνική, τον ήχο και το γκρουβ που έχει, ακούει πραγματικά την υπόλοιπη μπάντα και έχει φοβερή διαίσθηση με αποτέλεσμα να προκύπτουν συνεχώς μαγικές στιγμές.
Το πιο πρόσφατο τριήμερο αφιέρωμά σας στον Chet Baker βγήκε sold out. Τι είναι αυτό που κάνει το κοινό να γοητεύεται ακόμα από τον Baker, σχεδόν 40 χρόνια μετά τον θάνατό του;Υπάρχει ένας μύθος γύρω από τον Chet. Ο τρόπος που έζησε και ο μυστηριώδης θάνατός του στο Άμστερνταμ συνέβαλαν σε αυτό. Πέρα από τις μουσικές λεπτομέρειες, ήταν ρομαντικός, ασυμβίβαστος και ανέπνεε για τη μουσική μέχρι το τέλος της ζωής του. Ήταν ένας ποιητής της τζαζ και κάθε νότα που έπαιζε ήταν ειλικρινής.
Λατρεύω τον ήχο του, τη φρασεολογία του, το γεγονός ότι έπαιζε για την ουσία της μουσικής και όχι για να εντυπωσιάσει. Επίσης την επιμονή του, το γεγονός ότι συνέχιζε να προσπαθεί να εκφραστεί μέσω αυτού του οργάνου ακόμη και χωρίς δόντια. Και επειδή έχω προσωπική εμπειρία, γνωρίζω ότι αυτό είναι υπερβολικά δύσκολο με την τρομπέτα. Συνέχιζε να εξελίσσεται μέχρι το τέλος της ζωής του, βελτιώνοντας την τεχνική και τους αυτοσχεδιασμούς του και αυτό με εμπνέει αφάνταστα γιατί κι εγω θα ήθελα να συνεχίσω να ξυπνώ κάθε μέρα της ζωής μου με την αγωνία να ανακαλύψω κάτι καινούργιο όταν μελετάω.
Ο Chet Baker ήταν ρομαντικός, ασυμβίβαστος και ανέπνεε για τη μουσική μέχρι το τέλος της ζωής του
Για να είμαι ειλικρινής, δε θυμάμαι ακριβώς πότε ήταν η πρώτη φορά – κάτι που συνέβη με τον Miles Davis. Μπήκε σταδιακά στη ζωή μου και όταν έκανα σεμινάρια με τον Paolo Fresu to 2003 στη Σαρδηνία, ο Paolo με παρότρυνε να τον μελετήσω σε βάθος. Από τότε δεν έχει βγει από τη ζωή μου και απ’ ότι φαίνεται δεν πρόκειται.
Από την πλούσια δισκογραφία του, αν έπρεπε να επιλέξετε ένα αγαπημένο σας έργο του, ποιο θα ήταν αυτό;Πολύ δύσκολη ερώτηση αλλά χωρίς να το πολυσκεφτώ θα πω το “Someday My Prince Will Come”. Είναι ένα live album ηχογραφημένο στο θρυλικό κλαμπ Jazzhus Montmartre στην Κοπεγχάγη το 1979 παρέα με τον Niels-Henning Ørsted Pedersen στο κοντραμπάσο και τον Doug Raney στην κιθάρα και ο Chet βρίσκεται σε εξαιρετική φόρμα εκείνη τη βραδιά.
Αφήνει χώρο στη μουσική να αναπνεύσει και χρόνο σε μουσικούς και ακροατές να εμπεδώσουν τη φράση που μόλις άκουσαν. Έτσι η επόμενη φράση έρχεται σα συνέχεια της προηγούμενης και το σόλο μετατρέπεται σε ένα ποίημα που όλοι μπορούν να ακολουθήσουν. Κάπου εκεί ξεκινάει το ταξίδι, σταματά ο χρόνος και είμαστε 100% στην παρούσα στιγμή.
Μερικά επόμενα σχέδια που μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας;Συνεχίζω τις συναυλίες με το τρίο μου παρουσιάζοντας το “Petrichor” στην Ελλάδα και το εξωτερικό και γράφω μουσική για ένα νέο “ηλεκτρικό” κουαρτέτο. Επίσης ετοιμάζω ένα πολύ ιδιαίτερο άλμπουμ με καινούργια μουσική και ιστορίες για ξωτικά που αφηγείται η γιαγιά μου, την οποία έχω ηχογραφήσει δίπλα στο τζάκι στο χωριό μου.