MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΤΡΙΤΗ
25
ΜΑΡΤΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Γιώτα Φέστα: Το θέατρο μου έμαθε να μην το βάζω ποτέ κάτω

Η ηθοποιός Γιώτα Φέστα συνομιλεί με το σπουδαίο έργο του Γιάννη Ρίτσου στην παράσταση “Χρονικό” και μάς υπενθυμίζει πως το πιο μεγάλο χρέος μας είναι να ζούμε.

Ιωάννα Λυκουροπούλου | 25.03.2025

Η Γιώτα Φέστα γνώρισε την επιτυχία από πολύ νωρίς στην καριέρα της, με την ταινία Ρεβάνς του Νίκου Βεργίτση. Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, γαλουχήθηκε μέσα από τον κινηματογράφο και έχτισε μια μακρά πορεία με παρουσία στην μικρή και τη μεγάλη οθόνη, καθώς και στη θεατρική σκηνή. Όλα αυτά τα χρόνια έχει δουλέψει πολύ. Νιώθει πλέον χορτάτη, αλλά δεν σταματά και να ονειρεύεται. Στις δουλειές τις προβάλει πάντα την ομαδικότητα και αναζητά ένα θέατρο ελεύθερο, που επιτρέπει το παιχνίδι, τα λάθη και τις αποτυχίες.

Φέτος, την απολαμβάνουμε στην σειρά του AlphaΟ Τιμωρός” ενώ τη συναντάμε και στο Θέατρο 104 όπου, κάθε Δευτέρα και Τρίτη – παρέα με την θεατρική ομάδα ÇaVa (Βασίλη Καλφάκη, Σάντρα Λειβαδάρα, Γιώργο Σύρμα) – ανεβάζουν την παράσταση «Χρονικό», βασισμένη στην ομώνυμη ποιητική σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου. Ένα κείμενο δύσκολο στην αποκρυπτογράφησή του – όπως μας εξομολογήθηκε και η ίδια- αλλά σπουδαίο χάρη στην «ανοιχτότητα» και τη διαχρονικότητά του.

Με αφορμή λοιπόν το «Χρονικό», η Γιώτα Φέστα μού μίλησε για την ποίηση του Ρίτσου, για την ιδιαίτερη σχέση της με τον κινηματογράφο αλλά και για όλα όσα της έχει διδάξει η μακροχρόνια πορεία της στον καλλιτεχνικό χώρο.

Για την Γιώτα Φέστα, ένα σπουδαίο ποίημα όπως το Χρονικό θα είναι πάντα επίκαιρο.

Φέτος σας συναντάμε στο Θέατρο 104, στην παράσταση «Χρονικό» που είναι βασισμένη στην ομώνυμη ποιητική σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου. Ποια στοιχεία του έργου που διασκεύασε ο Βασίλης Καλφάκης σας γοήτευσαν προσωπικά και σας έκαναν να πείτε το «ναι» σε αυτή τη συνεργασία με την ομάδα ÇaVa;

Το ίδιο το κείμενο του Χρονικού ήταν μια πρόκληση. Ένα κείμενο, όχι τόσο εύκολο στην αποκρυπτογράφησή του αλλά πολύ σημαντικό, που ώρες ώρες σου έδινε την εντύπωση πως είχες να κάνεις με ένα κείμενο σχεδόν φιλοσοφικό. Στη συνέχεια το κείμενο τροφοδότησε την φαντασία μας για να δώσει χώρο για την παράσταση. Με τον Βασίλη Καλφάκη προχωρήσαμε όλοι μαζί στην ανάγνωση αυτού του έργου, κι αυτό ήταν ένα στοιχείο που με γοήτευσε πολύ σε αυτήν ειδικά την παράσταση. Δεν είχε εξ αρχής επινοημένες επιλογές σκηνοθετικές, αλλά μας έδωσε τον χώρο και τον χρόνο να ανακαλύψουμε και να συνθέσουμε μαζί τον κρυμμένο θησαυρό αυτού του κειμένου. Η «ανοιχτότητα» αυτού του κειμένου μας έδωσε την δυνατότητα να έχουμε πολλές και διαφορετικές αναγνώσεις. Και το γεγονός πως δεν υπήρχαν συγκεκριμένοι χαρακτήρες μας έδωσε την ελευθερία να δημιουργήσουμε, μέσα από τα διαφορετικά υλικά που έφερε ο καθένας στις πρόβες, «χαρακτήρες», που ανακαλύπταμε μέρα τη μέρα. Ήταν πιστεύω ο πιο δημιουργικός δρόμος, κι ενδεχομένως ο μόνος τη συγκεκριμένη στιγμή, για να γίνει αυτό το κείμενο παράσταση.

Ο Βασίλης Καλφάκης δεν είχε εξ αρχής επινοημένες σκηνοθετικές επιλογές, αλλά μάς έδωσε τον χώρο και τον χρόνο να ανακαλύψουμε και να συνθέσουμε μαζί τον κρυμμένο θησαυρό του Χρονικού.

Με λίγα λόγια μπορείτε να μάς πείτε τι θα δει κανείς αν βρεθεί στο Θέατρο 104 για το «Χρονικό»;

Θα δει τέσσερις ηθοποιούς, τη Σάντρα Λειβαδάρα, τον Βασίλη Καλφάκη, τον Γιώργο Σύρμα και εμένα, με όση εσωτερική αλήθεια διαθέτει ο καθένας και μέσα από ένα προσωπικό σύμπαν και ένα προσωπικό γεωγραφικό τόπο, να επιχειρεί να προκαλέσει στον θεατή, δια μέσου της αφήγησης, εικόνες και συναισθήματα από τη ζωή των Ελλήνων της δεκαετίας του 1960-1970. Και παράλληλα να δώσει κανείς ένα νόημα στην παρούσα κοινωνική και πολιτική ζωή. Είναι μια παράσταση, όπως χαίρεται να την αποκαλεί ο Βασίλης, χειροποίητη. Με ελάχιστα μέσα, αλλά με μεγάλη πυκνότητα.

Με τι σας έφερε αντιμέτωπη η προετοιμασία για μια παρουσίασή του επί σκηνής; Φαντάζομαι πως υπάρχουν ιδιαιτερότητες στη χρήση του ποιητικού λόγου στην θεατρική συνθήκη. Ποιες ήταν για εσάς οι πιο ενδιαφέρουσες προκλήσεις που κληθήκατε να αντιμετωπίσετε κατά την αναμέτρησή σας με το ποιητικό κείμενο;

Θα σας έλεγα πως ο ποιητικός λόγος είναι για μένα οικείος. Αισθάνομαι πως η ποίηση εκπαιδεύει το βλέμμα μου στη ζωή. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως μου ήταν εύκολο. Βρέθηκα αντιμέτωπη με έναν λόγο που ώρες ώρες δεν καταλάβαινα τι θέλει να πει, ποια είναι η πρόθεσή του. Πόσο μάλλον να επιχειρήσω να τον αφηγηθώ. Έτσι προσπάθησα να μπω από την πίσω πόρτα. Φέρνοντας στην πρόβα διαφορετικά προσωπικά υλικά, που με κάποιον τρόπο είχα συνδέσει μέσα μου με το κείμενο του Χρονικού, επιχείρησα μια ενστικτώδη βουτιά σε ότι ήταν κατανοητό και σε ότι ήταν δυσνόητο χωρίς να προσπαθήσω να αναλύσω το παραμικρό. Και ξαφνικά γίνανε όλα ξεκάθαρα. Ξαφνικά ήξερα πως να μιλήσω αυτό το κείμενο. Με βοήθησε το ένστικτο και οι προσωπικές αφηγήσεις που προσπάθησα να μην λογοκρίνω. Δεν αισθάνθηκα πως ο ποιητικός λόγος, του συγκεκριμένου κειμένου βέβαια, είχε την ανάγκη μιας ξεχωριστής αφήγησης. Οι προκλήσεις αφορούσαν αυτές τις κλειστές πόρτες του κειμένου που καλούμασταν να ανοίξουμε. Όπως λένε, όσο μακρινούς και ιερούς αισθανόμαστε τους ποιητές και όσο δεν τους πλησιάζουμε με θάρρος, τόσο εκείνοι μένουν κλειστοί και αμίλητοι.

Η Γιώτα Φέστα και η θεατρική ομάδα ÇaVa σε σκηνή από την παράσταση “Χρονικό”.

Στην παράσταση ακούμε ότι «Το σωστό το ποίημα είναι πάντα στην ώρα του». Είναι αυτή η «σωστή ώρα» για να ακουστεί το «Χρονικό» του Ρίτσου στο σήμερα;

Για ένα σπουδαίο ποίημα, ή κείμενο, όπως το Χρονικό, θα είναι πάντα η ώρα του. Δεν πιστεύω στις σωστές ώρες ή στιγμές. Και μετά από 100 χρόνια θα είναι πάλι η ώρα του. Απλώς φωτίζεται με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, και κάθε φορά κάποιος μπορεί να το αναγνώσει διαφορετικά. Πάντα όμως θα είναι «επίκαιρο».

Στην παράσταση επανέρχεται συχνά η έννοια του χρέους. Πώς εννοείται αυτό το χρέος για το οποίο μιλάει ο Ρίτσος;

Η ζωή του καθενός μας έχει ένα κόστος. Όταν αφαιρέσει κανείς τη σκόνη από πάνω του τότε αναγνωρίζει πως το πιο μεγάλο χρέος μας είναι να ζούμε. Να ελπίζουμε, να εργαζόμαστε και να «υπομένουμε».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΧρονικό: Μια παράσταση βασισμένη στην ομώνυμη ποιητική σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου στο Θέατρο 10412.09.2018

Τι είναι αυτό που θα θέλατε να πάρει το κοινό από την παράσταση; Τι αποτύπωμα να αφήσει αυτή μέσα του;

Γενικά μια αίσθηση ελαφράδας. Στην πραγματικότητα νομίζω πως σε ένα μεγάλο βαθμό το καταφέρνουμε. Ελπίζω πως δεν υπάρχει κάτι βαρύγδουπο στην παράσταση. Είναι σα να λέμε «πάμε όλοι μαζί ρε παιδιά, για μια καλύτερη ζωή». Η πανδημία ήταν μια δύσκολη συνθήκη. Άφησε σε όλους μας τα ίχνη της. Την έλλειψη εγγύτητας, την εσωστρέφεια, τον φόβο. Οι πόλεμοι είναι δίπλα μας και απειλούν την ειρήνη των τελευταίων χρόνων. Η κρίση γιγαντώνεται. Η ζωή μας γίνεται όλο και πιο μοναχική. Πρέπει να αντισταθούμε στην σκοτεινιά γύρω μας με φως, με ελπίδα και χαρά. Να πιστεύουμε στη ζωή, «ακόμα και με κάποια απελπισία», όπως λέει ένας ποιητής. Αυτή την παραίνεση θα ήθελα να καταφέρουμε να αφήσουμε σαν αποτύπωμα. Χωρίς την απελπισία.

Εσάς, πού βρίσκετε να σας αγγίζει περισσότερο με τα λόγια του ο Ρίτσος;

Είναι κάποιοι στίχοι που έχουμε εντάξει μέσα στο Χρονικό. «Τόσο απλά περνάμε, τόσο απλά μιλάμε, ξεχνάμε, συνηθίζουμε. Τόσο απλά μας ξεχνάνε».

Αλήθεια, σήμερα, έχοντας πια διανύσει μια μακρά πορεία στον χώρο, και κάνοντας έναν μικρό απολογισμό, τι θα λέγατε με σιγουριά πια πως έχετε καταφέρει; Νιώθετε χορτάτη επαγγελματικά; Σας έχει λείψει κάτι;

Το μοναδικό που έχω καταφέρει, πιστεύω, είναι πως έχω δουλέψει πολύ. Και σχεδόν πάντα η προσωπική μου εμπλοκή ήταν μεγάλη. Και μπορώ με μια σχετική περηφάνεια να πω πως ό,τι κατάφερα το κατάφερα μόνη μου. Χωρίς καμία βοήθεια από το γύρω μου περιβάλλον. Νιώθω πολύ τυχερή τα τελευταία χρόνια που ως επί το πλείστον δουλεύω με ανθρώπους που εκτιμώ και θαυμάζω. Και πολύ τυχερή που συνεχίζω να ονειρεύομαι, χωρίς να νιώθω πως δεν είμαι χορτάτη. Τα τελευταία χρόνια ασκούν επάνω μου μεγάλη γοητεία τα έργα του Τένεσι Ουίλιαμς και του Τσέχωφ. Καμιά φορά νιώθω πως θα ήθελα να επανέλθω και σε έργα που έχω ήδη παίξει. Η προοπτική αυτή μου κινεί πολύ το ενδιαφέρον.

Πιστεύω πως η νέα γενιά καλλιτεχνών θα φτιάξει έναν καλύτερο κόσμο για το θέατρο.

Οι επιδιώξεις σας μέσα στον χώρο ποιες είναι; Ποιο είναι το θέατρο εκείνο που θα λέγατε πως σας αφορά;

Ένα θέατρο που να επικαλείται, στα αλήθεια, μια ομαδικότητα. Που να σου επιτρέπει το παιχνίδι, τα λάθη, τις αποτυχίες, τα ερωτήματα, τη φαντασία, το αυτοσχέδιο. Η δουλειά μας είναι δουλειά πρακτική. Και γι’ αυτό απαιτεί πολύ συχνά την ποίηση. Τα όνειρά μας. Που έρχεται κάποια στιγμή να τα μοιραστούμε με τους άλλους ανθρώπους. Αυτό το μοίρασμα ανάμεσά μας και με τους άλλους είναι για μένα αυτό που θα έλεγα πως περισσότερο με αφορά. Οι επιδιώξεις μου αρχίζουν και τελειώνουν στη συνεργασία με τους άλλους. Έχω ανάγκη μεγάλη το βλέμμα του άλλου. Όπως και το βλέμμα το δικό μου επάνω τους. Είναι για μένα μια συνθήκη απόλαυσης και ελευθερίας. Κάπως έτσι νιώθω πως είναι το παιχνίδι της υποκριτικής.

Η Γιώτα Φέστα σε σκηνή από το “Χρονικό”.

Η πορεία σας δείχνει πως έχετε μια μεγάλη αγάπη στον κινηματογράφο. Tι είναι αυτό που σας γοητεύει στη μεγάλη οθόνη;

Η ιερότητα της σκοτεινής αίθουσας. Αυτός ο ξαφνικός ήχος όταν αρχίζει το ζενερίκ μιας ταινίας. Το φως της οθόνης που μας ‘τυφλώνει’. Σα να αρχίζει κάτι ξαφνικά να αναπνέει. Και όλες αυτές τις αισθήσεις τις μοιράζεσαι με κάποιους άλλους, που μπορεί να είναι χωμένοι στην καρέκλα τους αλλά είναι σα να αναπνέετε μαζί. Νοσταλγώ τα χρόνια που πήγαινα σινεμά και μπορεί να έβλεπα δυο και τρεις ταινίες την ημέρα. Και συγκινούμαι πάντα όταν βλέπω να έρχονται στο σινεμά ζευγαράκια καλοντυμένα, ή καλοντυμένες κυρίες με τις φιλενάδες τους. Αυτή η ιεροτελεστία του να ντυθώ, να βγω απ’ το σπίτι μου και να πάω σινεμά, έστω και μόνος, θα έχει πάντα για μένα τη γοητεία ενός μεγάλου ταξιδιού.

Σαν ηθοποιός θα έλεγα πως γαλουχήθηκα μέσα από το σινεμά. Δεδομένου πως έκανα την πρώτη μου ταινία 18 χρονών και για πολλά χρόνια έκανα τη μία ταινία πίσω από την άλλη. Έχω δουλέψει πολύ στο σινεμά, μεγάλου μήκους, μικρού μήκους, τηλεταινίες. Στο σινεμά χρωστάω πως έμαθα σαν ηθοποιός να ακούω.

Έχετε δηλώσει πως σας φόβιζε πολύ η τηλεόραση τα πρώτα χρόνια και συνεχίζει και σας φοβίζει και σήμερα. Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια έχετε επιστρέψει δυναμικά. Τι είναι αυτό που σας έφερε πίσω στο μέσο από το οποίο συνειδητά απείχατε;

Αυτό που με φόβιζε και με φοβίζει είναι η έλλειψη χρόνου. Έμαθα όμως να το διαχειρίζομαι. Καμιά φορά γίνεται πρόκληση για μας και για τους τεχνικούς και σκηνοθέτες η διαχείριση αυτού του περιορισμένου χρόνου. Οι περισσότεροι ηθοποιοί επίσης αμειβόμαστε συνήθως καλύτερα στην τηλεόραση απ’ ότι στο θέατρο. Μετά, όπως όλοι, προσπαθώ να κάνω τη δουλειά μου όσο καλύτερα μπορώ, κι αγνοώ την έλλειψη χρόνου. Μερικές φορές, επειδή είμαι και ηθοποιός της πρώτης λήψης, και έχω μάθει επίσης να συγκεντρώνομαι όταν γύρω επικρατεί πανικός, εμπιστεύομαι την πρώτη λήψη και αρκούμαι σε αυτή. Προσπαθώ να βρω τα θετικά που υπάρχουν και στις πιο δυσμενείς συνθήκες.

Το μοναδικό που έχω καταφέρει, πιστεύω, είναι πως έχω δουλέψει πολύ. Και μπορώ με μια σχετική περηφάνεια να πω πως ό,τι κατάφερα το κατάφερα μόνη μου.

Φέτος σας βλέπουμε στην σειρά του Alpha «Ο Τιμωρός». Πώς νιώθετε γι’ αυτή τη δουλειά; Και πώς σας κάνει να νιώθετε η δυναμική επιστροφή της μυθοπλασίας στην ελληνική τηλεόραση;

Τα τρία τελευταία χρόνια που δουλεύω ανελλιπώς στην τηλεόραση είχα την τύχη και τη χαρά να δουλέψω με ηθοποιούς που εκτιμώ και θαυμάζω. Μεγάλους και σημαντικούς ηθοποιούς αλλά και νέους σημαντικούς ηθοποιούς. Ηθοποιούς που δεν έτυχε να συναντήσω στο θέατρο. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος που στον Τιμωρό είμαι η χαμένη μητέρα του, που θαυμάζω κι εκτιμώ πολύ και χάρηκα που μας δόθηκε η ευκαιρία να βρεθούμε στα γυρίσματα και ελπίζω πως θα συνεργαστούμε και στο άμεσο μέλλον. Αυτές οι συναντήσεις με κάποιους ανθρώπους, είτε στο θέατρο είτε στην τηλεόραση, είναι από τις πιο μεγάλες χαρές στη δουλειά μας.

Η τηλεόραση τα τελευταία χρόνια έχει επιστρέψει με επιτυχία στη μυθοπλασία και έδωσε την δυνατότητα σε ηθοποιούς που ήταν σχετικά άγνωστοι στο ευρύ κοινό να δείξουν την ποιότητά τους και το ταλέντο τους. Αλλά πιο πολύ νομίζω έδωσε την ευκαιρία στους τηλεθεατές να γνωρίσουν σπουδαίους ηθοποιούς που για διάφορους λόγους απείχαν από την τηλεόραση. Και χρωστάμε πολλά σε αυτές τις ειδικότητες όπως οι casting directors που ψάχνουν και δίνουν την δυνατότητα σε νέους ηθοποιούς να κάνουν γνωστή τη δουλειά τους. Πιστεύω πως οι νέοι ηθοποιοί είναι πολύ περισσότερο καταρτισμένοι από εμάς και φέρουν ένα νέο ήθος στην δουλειά μας.

Την ίδια στιγμή και το θέατρο στην Ελλάδα φαίνεται να ανθίζει το τελευταίο διάστημα. Όχι μόνο ανεβαίνουν πολλές και διαφορετικές παραστάσεις αλλά και ο κόσμος φαίνεται πως γεμίζει τα θέατρα. Πώς το εξηγείτε εσείς αυτό;

Υπάρχει μεγάλη ανάγκη των ανθρώπων για εξωστρέφεια. Ήταν μεγάλο το διάστημα που κλειστήκαμε στα σπίτια μας εξ αιτίας της πανδημίας. Αυτή η ζωντανή ανταλλαγή ανάμεσα στους ανθρώπους κάτω απ’ τη σκηνή και σε αυτούς που είναι πάνω στη σκηνή είναι ένα ζητούμενο. Και μπορεί να γίνει και μια μεθυστική εμπειρία. Η ιστορία συμβαίνει την ίδια στιγμή και για τους μεν και για τους δε. Κάτι προσδοκούν μαζί. Ίσως να πάνε παρακάτω την αφήγηση. Ίσως επίσης να θέλουν να βρεθούν απλώς μαζί και να αφηγηθούν και να ακούσουν μια ιστορία.

Υπάρχει, όμως, κάτι που σας απογοητεύει στο σημερινό ελληνικό θέατρο;

Ότι πολύ συχνά δεν πληρωνόμαστε για το σημαντικότερο κομμάτι της δουλειάς μας. Τις πρόβες.

Συνεργάζεστε συχνά με νέους ηθοποιούς. Στο «Χρονικό», μάλιστα, σας σκηνοθετεί ένας νέος σκηνοθέτης. Νιώθετε πως έχετε πράγματα να «πάρετε» από τη νέα γενιά καλλιτεχνών;

Εννοείται. Μαθαίνω πολλά πράγματα. Οι νέοι ηθοποιοί και σκηνοθέτες είναι και περισσότερο εκπαιδευμένοι απ’ ότι είμασταν εμείς στην ηλικία τους, και πολύ πιο ενημερωμένοι γενικότερα σε ότι αφορά το θέατρο. Αισθάνομαι ιδιαίτερα τυχερή που τα τελευταία χρόνια δουλεύω με νέους και διαφορετικής αντίληψης σκηνοθέτες. Τον Γιάννη τον Παρασκευόπουλο, με τον οποίο είμαστε πια και πολύ φίλοι και έκανα μαζί του τον Γλάρο, τις Τρωάδες και τη Σονάτα του Σεληνόφωτος, την Ιω την Βουλγαράκη, τον Κωνσταντίνο τον Βασιλακόπουλο, ένα πολύ νέο σκηνοθέτη που ανεβάσαμε το Autro, τον περασμένο Νοέμβριο, τον Βασίλη Καλφάκη που σκηνοθέτησε το Χρονικό που παίζουμε τώρα κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο θέατρο 104, και παράλληλα κάνουμε πρόβες με τον Παύλο Παυλίδη, έναν ακόμα σημαντικό νέο σκηνοθέτη, με ένα έργο που έχει γράψει ο ίδιος και λέγεται «Ο Αιών μου» και θα ανέβει τέλος Απριλίου στο θέατρο Άνεσις. Ο κάθε ένας απ’ αυτούς φέρει έναν ιδιαίτερα προσωπικό κόσμο και νιώθω ευγνώμων που με συμπεριέλαβαν στον κόσμο τους. Ναι, πιστεύω πως η νέα γενιά των καλλιτεχνών θα φτιάξει έναν καλύτερο «κόσμο» για το θέατρο.

Κλείνοντας, ποιο είναι θα λέγατε το σπουδαιότερο πράγμα που σας έχει μάθει για τη ζωή η διαδρομή σας στο θέατρο όλα αυτά τα χρόνια;

Να μην το βάζω κάτω. Ή όπως λέει ο Μπέκετ «Πάντα προσπάθεια, Πάντα αποτυχία. Δεν πειράζει. Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα».

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Η ομάδα θεάτρου ÇaVa επιστρέφει, στο Θέατρο 104, με το «Χρονικό», μια παράσταση βασισμένη στην ομώνυμη ποιητική σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου, σε σκηνοθεσία-διασκευή Βασίλη Καλφάκη.

Παίζουν: Βασίλης Καλφάκης, Σάντρα Λειβαδάρα, Γιώργος Σύρμας, Γιώτα Φέστα
Παραστάσεις: Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00
Προπώληση στο https://www.more.com/gr-el/tickets/theater/offer/xroniko/

Περισσότερα από Πρόσωπα