Συν & Πλην: «Τουραντό, η γυναίκα που μισούσε τους άνδρες» στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την παράσταση «Τουραντό, η γυναίκα που μισούσε τους άνδρες» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού που ανεβαίνει στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας.

Η διάσημη όπερα του Τζάκομο Πουτσίνι «Τουραντό» που έκανε πρεμιέρα στην Σκάλα του Μιλάνο το 1926, έχει πλούσιο παρελθόν. Η πρώτη φορά που η ιστορία της Ασιάτισσας πριγκίπισσας καταγράφεται στην Ευρώπη, είναι στις αρχές του 18ου αιώνα από τον Φρανσουά Πετί Ντε Λα Κρουά, έναν Γάλλο μεταφραστή που, για χρόνια, περιπλανάται στη σημερινή Μέση Ανατολή. Ο Ντε Λα Κρουά συγκεντρώνει υλικό από αρχαίες ιστορίες και μύθους για να τις συμπεριλάβει στις θρυλικές «Χίλιες και μια νύχτες» – μεταξύ των οποίων και το παραμύθι για μια πριγκίπισσα από την Μογγολία που ονομαζόταν Turandot, δηλαδή η κόρη του Turan. Την ιστορία της παραλαμβάνει το 1763 ο Βενετσιάνος Κάρλο Γκότσι – σύγχρονος και μέγας ανταγωνιστής του Κάρλο Γκολντόνι – τοποθετώντας την στην αυτοκρατορία της Κίνας. Εκεί η πανέμορφη αλλά και σκληρή πριγκίπισσα Τουραντότ αρνείται να παντρευτεί παρά τους δεκάδες πρίγκιπες που φτάνουν στο κατώφλι της ζητώντας το χέρι της. «Νιώθει μίσος εχθρικό για το φύλο το ανδρικό» λένε όσοι την γνωρίζουν. Αιτία λέγεται πως είναι η φριχτή κακοποίηση που υπέμεινε μια πρόγονος της από το σύζυγο της. Η δοκιμασία που περνούν όλοι όσοι θέλουν να γίνουν σύζυγοι της σχετίζεται με τρία αινίγματα που θέτει. Άπαντες έχουν αποτύχει και αποκεφαλιστεί ως τίμημα του λάθους τους. Μπροστά σε αυτήν την προοπτική, ωστόσο, δεν πτοείται, ένας ακόμα νεαρός πρίγκιπας, ο Καλάφ, γιος του έκπτωτου Τάταρου βασιλιά που θαμπώνεται από την ομορφιά και την προσωπικότητα της και αποφασίζει να ρισκάρει τη ζωή του.
Ο Γκότσι συνθέτει την ιστορία της Τουραντό σε θεατρική φόρμα, κείμενο που αργότερα παραλαμβάνει, μεταφράζει και αναπλάθει ο Γερμανός Φρίντριχ Σίλλερ – από το έργο του οποίου αντλεί τελικώς ο Πουτσίνι για την (ανολοκλήρωτη) ομώνυμη όπερα του.
Ο Βενετσιάνος συγγραφέας αντλεί από το κίνημα του ροκοκό που ανθεί στις τέχνες της γειτονικής Γαλλίας ως μια πιο ανάλαφρη έκφραση της μπαρόκ εποχής και το αναμειγνύει αφενός τον πληθωρικό κόσμο της commedia dell arte και αφετέρου μιμούμενος, κατά τον ευρωπαϊκό τρόπο, τις ασιατικές παραδόσεις. Το αποτέλεσμα έρχεται μέσα από ένα εξωτικό παραμυθόδραμα γραμμένο σε έμμετρο στίχο που θα έλεγε κανείς ότι φανερώνει μια, εξαιρετικά πρώιμη, ιστορία γυναικείας χειραφέτησης και αντίστασης στον ανδρικό κόσμο και στη.
Στην Ελλάδα ανέβηκε για πρώτη φορά από το Εθνικό Θέατρο προπολεμικά (1937) με τον Δημήτρη Ροντήρη να σκηνοθετεί στον ομώνυμο ρόλο την Ελένη Παπαδάκη.

Άρης Τρουπάκης, Βασίλης Ζαφειρόπουλος και Βασίλης Ανδρέου.
Προσεγμένη διασκευή στο πρωτότυπο θεατρικό του Κάρλο Γκότσι, πυκνή θεατρικότητα και παραμυθιακός πλούτος στο επίκεντρο της σκηνοθεσίας, απολαυστικές ερμηνείες στην πλειονότητα τους, γοητευτικός αισθητικός κόσμος. Κι όμως, η απλοϊκότητα του καθαυτού έργου για τον τρόπο που προσεγγίζει την γυναικεία χειραφέτηση ακόμα και το θέμα του έρωτα, του «ανίκητου στη μάχη», μένουν σε πρώτο επίπεδο, αφήνοντας ανυπεράσπιστες όλες τις αρετές της διαχείρισης του.

Ο Νίκος Καρδώνης στο ρόλο του βασιλιά της Κίνας, Τουράν.
Ο σταθερός συνεργάτης του Στάθη Λιβαθινού, Στρατής Πασχάλης παραδίδει μια καλλιεπή διασκευή του έργου σε έμμετρο στίχο που αναδεικνύει την βενετσιάνικη καταγωγή του κειμένου, φέρει μουσικότητα και λεπτό χιούμορ και φυσικά γοητεύει με την γλωσσική πυκνότητα της.
Η σκηνοθεσίαΣκηνοθέτης «κυνηγός» της αγνής θεατρικότητας, αφοσιωμένος στο θέατρο συνόλου, όσο και στα κείμενα που σπάνια ανεβαίνουν στην σκηνή, ο Στάθης Λιβαθινός ανατρέχει στο έργο του Κάρλο Γκότσι επαληθεύοντας και τις τρεις κινητήριες επιδιώξεις του. Εδώ η θεατρικότητα επιτυγχάνεται μέσα από την επιτυχή ζύμωση δύο κόσμων, του γοητευτικού και, εν πολλοίς, άγνωστου πολιτισμού της Ανατολής και της εκλεπτυσμένης εκδοχής του λαϊκού είδους της commedia dell arte, αναπαριστώντας γνήσια το είδος του παραμυθοδράματος. Στον ίδιο βαθμό, επιβεβαιώνεται και η αρετή της παράστασης συνόλου, καθοδηγώντας μια καλά ασκημένη ομάδα που, στην πλειονότητα της, προσφέρει καλές ερμηνείες.
Οι ερμηνείεςΕμπλουτίζοντας φειδωλά και σταδιακά τον σταθερό πυρήνα των ηθοποιών του, οι παραστάσεις του Στάθη Λιβαθινού εκκινούν από ένα ερμηνευτικό επίπεδο και πάνω. Παρά τους περιορισμούς του είδους που αντιμετωπίζουν όλοι οι ηθοποιοί, η εμφάνιση του Νίκου Καρδώνη σε διπλό ρόλο (κυρίως ως Κινέζος βασιλιάς Τουράν και δευτερευόντως ως ο έκπτωτος βασιλιάς Τιμούρ) τόσο στο κομμάτι της μεταμορφωτικής του ευελιξίας όσο και χάρη στο κωμικό του φλέγμα, κλέβει την παράσταση. Κοντά του, ο Άρης Τρουπάκης και ο Βασίλης Ανδρέου ως οι βενετσιάνοι ευνοούμενοι του κινέζου βασιλιά είναι απόλυτα ενσωματωμένοι στο πνεύμα της commedia dell arte και γι’ αυτό εξόχως απολαυστικοί. Η Βαλέρια Δημητριάδου στο ρόλο της σκλάβας της Τουραντό, Αντελμά έχει το προνόμιο ενός από τους πληρέστερους χαρακτήρες της διασκευής, συνεπώς δίνει και μια ενδιαφέρουσα διάσταση της πάλης ανάμεσα στο Καλό και το Κακό ενώ προσεγμένες είναι και οι ερμηνείες του Βασίλη Ζαφειρόπουλου ως Καλάφ σε έναν ορμητικό, και σωματικά φορτισμένο τόνο καθώς και οι, ωραίων παιχνιδιάρικων ποιοτήτων, ερμηνεία της Ειρήνης Λαφαζάνη στο ρόλο της έτερης σκλάβας, Ζελιμά. Ανισότητες διαπιστώνονται από την Πολυξένη Παπακωνσταντίνου στο επώνυμο ρόλο που υπερβάλλει εαυτόν στην απόδοση της ‘διαβολικής’ πλευράς της πριγκίπισσας, από την Μαρία Σαββίδου που δεν απομακρύνεται από το γνώριμο τέμπο της και του Φοίβου Μαρκιανού, αν και ο ρόλος του Χασάν τον οποίο υποδύεται είναι αρκετά περιορισμένος.
Μια από τις πιο ωραίες σκηνογραφίες της σε έναν δύσκολο χώρο (τον οποίο, ωστόσο, γνωρίζει καλά) παρουσιάζει η Ελένη Μανωλοπούλου για την «Τουραντό». Αντλώντας μοιραία από τις καταγωγές των ηρώων (κινεζική, τουρανική και ιταλική) παραδίδει καλόγουστα κοστούμια που συνομιλούν αρμονικά με το στυλιζαρισμένο και, φέρον συμβολισμούς, σκηνικό της: Η κόκκινη εξέδρα, μια λίμνη από νούφαρα, η γυάλινη προθήκη στην οποία βρίσκεται εγκλωβισμένη η πριγκίπισσα καθώς και η εντυπωσιακή κατασκευή με το περίγραμμα των χιονισμένων βουνών στο φόντο. Σ’ αυτές τις διάφορες «περιοχές» του σκηνικού εστιάζουν ωραία οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου.
Η μουσικήΣε ωραία συνομιλία με τα μουσικά ερεθίσματα από τους πολιτισμούς της που φέρνει σε επαφή ο Γκότσι βρίσκεται και ο συνθέτης Μιχάλης Κωτσογιάννης, την οποία εκτελεί ο ίδιος ζωντανά επί σκηνής. Αν η παράσταση παρουσιαζόταν σε μεγαλύτερο χώρο με τη δυνατότητα ορχήστρας, οι συνθέσεις αυτές θα αναδεικνύονταν ακόμα περισσότερο.

Η Πολυξένη Παπακωνσταντίνου στον επώνυμο ρόλο της Τουραντό.
Παρότι η παράσταση έχει εστιάσει στην, παραμυθιακής υφής, ανάγνωση, το καθαυτό έργο αποτιμάται τελικά ως απλοϊκό. Το θέμα της γυναικείας ανεξαρτησίας, του ατόμου που ορίζει το ίδιο τη μοίρα και όχι οι ανδρικές παραδόσεις περιορίζεται σε μια, πρώτου επιπέδου, προσέγγιση. Και η οποία στο τέλος καταλύει κάθε γόνιμη- σκηνοθετική, δραματουργική, ερμηνευτική – συμβολή και παρέμβαση.
Μια από τις κομψότερες και πιο καλοδουλεμένες παραστάσεις του Στάθη Λιβαθινού που δεν μπορεί να προσπελάσει την απλοϊκότητα του πρωτότυπου έργου.

