Την εβδομάδα που πέρασε πήγαμε θέατρο και σινεμά, κάναμε βόλτες στην πόλη, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και όσα κρατήσαμε θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Η «Βερενίκη» στη Στέγη: Όσα πέτυχαν ο Ρομέο Καστελούτσι και η Ιζαμπέλ ΙπέρΉταν συνάντηση κορυφής. Από την μια, ο Ρομέο Καστελούτσι, ο Ιταλός γητευτής του εικονοκλαστικού θεάτρου. Από την άλλη, η Ιζαμπέλ Ιπέρ η σταρ της σκηνής και της οθόνης με τις μεγάλες μεταμορφωτικές δυνάμεις. Οι δυο τους έσμιξαν κάτω από ένα κλασικό γαλλικό κείμενο του Ρακίνα (τη μητρική γλώσσα της ερμηνεύτριας) και μέσα στη φόρμα της επανιδρυμένης τραγωδίας που τόσο αγαπά ο σκηνοθέτης. Και οι δύο βρήκαν τόπο για να σταθούν. Όλοι, εκτός από την ηρωίδα του έργου, την πριγκίπισσα των Ιουδαίων, Βερενίκη, η οποία έχει ακολουθήσει τον αγαπημένο της Ρωμαίο, Τίτο στη Ρώμη. Όμως, η Σύγκλητος (aka η εξουσία) δεν θα επιτρέψει μια τέτοια παράδοξη ένωση. Και ο νέος αυτοκράτορας να φορέσει το στέμμα του χωρίς να έχει δίπλα του την αυτοκράτειρα της καρδιάς του.
Η Βερενίκη που παρουσίασαν αυτοί οι δύο εξέχοντες Ευρωπαίοι δημιουργοί είναι λιγότερο ένα πρόσωπο και περισσότερο ένας τόπος μοναξιάς. Είναι το υπαρξιακό χάσιμο του ανθρώπου που πενθεί για τη χαμένη αγάπη και αναζητά έναν ψυχικό επαναπατρισμό. Η Βερενίκη, εξάλλου, ξένη ήταν και ξένη παρέμεινε.
Η αντιμετώπιση του Καστελούτσι στον Ρακίνα (όπως μας είχε προϊδεάσει) τοποθέτησε την Ιπέρ σε μια συνθήκη μονολόγου όπου η διαμαρτυρία, ο σπαραγμός, η ματαίωση για την προδοσία του Τίτου ήταν λόγια που χτυπούσαν στον «τέταρτο» τοίχο και με σφοδρότητα κατακερματίζονταν, σαν να μην είχαν ποτέ ειπωθεί. Ηττημένη και με ραγισμένες λέξεις (λες και της τέλειωσαν όλα τα επιχειρήματα) η πριγκίπισσα διανύει την πορεία μιας άλλης Μήδειας, χωρίς το φόνο: Γκρεμίζεται και τελικά υψώνεται πάλι φωνάζοντας «θα ζήσω».
Η παράσταση, χορταστική: Καθηλωτικά τα ταμπλό βιβάν πίσω από τα οποία ο Ρομέο Καστελούτσι έχτισε τον δυσερμήνευτο ποιητικό του κόσμο. Την ίδια ώρα, η Ιζαμπέλ Ιπέρ θα επιβεβαίωνε για μια ακόμη φορά το ερμηνευτικό μέγεθος της, παρακολουθώντας με συνέπεια την Βερενίκη από την πτώση, στην ανάταση και την έξοδο. Φυσικά, όλα συνέβησαν μέσα στο κέλυφος ενός στιλιζαρισμένου μοντερνισμού· εκεί όπου τα δάκρυα της Βερενίκης στέγνωναν πριν τα λόγια της ‘περάσουν’ στην πλατεία.
Στέλλα Χαραμή
Αυτή την εβδομάδα βρέθηκα στην τελετή έναρξης του Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, που πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, την Τετάρτη 26/3. Στο πλαίσιο της φετινής διοργάνωσης του FFF25, με κεντρικό θέμα τη «Γιορτή», (το φεστιβάλ φέτος γιορτάζει τα 25 του χρόνια), παρακολούθησα την πιο feelgood ταινία που θα μπορούσα να ζητήσω για το μέσο της εβδομάδας. Ο λόγος για το «En fanfare» – «Η ορχήστρα του αδερφού μου» ελληνιστί – του Emmanuel Courcol, μια γαλλική κομεντί και υποψήφια για 7 βραβεία Σεζάρ, παρακαλώ. Για να σας βάλω στο κλίμα, η ιστορία ακολουθεί δύο αδέρφια που όμως, λόγω συνθηκών, μεγάλωσαν ξεχωριστά και ο ένας δεν γνωρίζει την ύπαρξη του άλλου για αρκετά χρόνια. Από τη μία ο Τιμπό είναι ένας καταξιωμένος μαέστρος και διάσημος διευθυντής ορχήστρας, ενώ από την άλλη ο Τζιμί εργάζεται στο εστιατόριο ενός εργοστασίου και παίζει τρομπόνι στην ερασιτεχνική τοπική φιλαρμονική μπάντα. Όταν ο Τιμπό, ο οποίος πάσχει από λευχαιμία, βρεθεί στη θέση να αναζητήσει κατάλληλο δότη μυελού οστών, θα έρθει αντιμέτωπος με την αλήθεια. Θα μάθει, δηλαδή, πως είναι υιοθετημένος και θα οδηγηθεί σε μια μικρή επαρχιακή πόλη στον γαλλικό Βορρά, εκεί που ζει ο μικρός του αδερφός Τζιμί, του οποίου πια την ύπαρξη γνωρίζει. Ο Τζιμί, επίσης υιοθετημένος, μαθαίνει και ο ίδιος την αλήθεια και δέχεται να γίνει δότης. Από αυτή τη στιγμή είναι που ξεκινούν όλα. Δύο διαφορετικοί άνθρωποι που έχουν μεγαλώσει σε διαφορετικά περιβάλλοντα, που όμως έχουν κάτι που τους φέρνει στ’ αλήθεια κοντά. Τη μουσική. Που δεν γνωρίζει από ταξικούς διαχωρισμούς, που μονάχα ενώνει.
Η ταινία, με χιούμορ αλλά και τις πιο συγκινητικές της στιγμές, φέρνει στο προσκήνιο την αντιπαράθεση δύο κόσμων. Ο Τζιμί έχει την ίδια αγάπη για τη μουσική με τον αδερφό του, το ίδιο ευαίσθητο μουσικό αυτί που όμως δεν είχε κανέναν για να του το πει μεγαλώνοντας ώστε να το πιστέψει. Θα μπορούσε να είχε τις ίδιες ακριβώς ευκαιρίες με τον Τιμπό αν δεν μεγάλωνε εκεί που μεγάλωσε, την ίδια ανατροφή και μουσική παιδεία. Η ζωή όμως τράβηξε διαφορετικό λαχνό για εκείνον.
Συνοψίζοντας, η ιστορία του φιλμ δεν είναι σίγουρα κάτι που δεν έχεις ξανά δει/ακούσει/διαβάσει, όμως εδώ η αξία βρίσκεται αλλού. Το φινάλε υπάρχει μεγάλη περίπτωση να σε βρει με δάκρυα στα μάτια (κορυφαία για εμένα η τελευταία σκηνή) και τελικά σου επιβεβαιώνει για ακόμη μία φορά την τεράστια δύναμη της τέχνης απέναντι σε κάθε ανισότητα αυτού του κόσμου που θέλει να μάς κρατά μακριά τον έναν από τον άλλο. Και μπορεί η τέχνη να μην καταφέρνει να αποτρέψει την αδικία αυτού του κόσμου, αλλά μπορεί να αλλάξει τον τρόπο που στεκόμαστε απέναντί της. Και αυτό, από μόνο του, είναι μια μορφή δικαιοσύνης.
Ευδοκία Βαζούκη
Όσους μας έχουν κάνει περήφανους, οφείλουμε να τους τιμούμε και στις νίκες τους και στις ήττες τους, στις δύσκολες στιγμές τους. Για να γίνω πιο σαφής, αναφέρομαι στον Μίλτο Τεντόγλου, που στερήθηκε επίσημης υποδοχής κατά την επιστροφή του από το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Κλειστού Στίβου. Βλέπεις, βγήκε 5ος, δεν πήρε μετάλλιο. Παρότι ανέρρωνε από ασθένεια, παρότι πάλεψε μέχρι το τέλος. Συνεχίζει όμως να είναι ο «δικός μας Μίλτος», που τόσες και τόσες φορές έχει γίνει η αιτία για να κυματίζει περήφανη η γαλανόλευκη. Και που- ανεξαρτήτως αποτελέσματος- δικαιούται τον σεβασμό και το χειροκρότημά μας.
Μιλένα Αργυροπούλου
Γενικά, είναι ευρέως γνωστό πως με τη δικαιοσύνη σε αυτή τη χώρα δεν τα πάμε καθόλου καλά – πράγμα αρκετά περίπλοκο, αν με ρωτάτε, αλλά δεν θα κάνουμε τέτοια ανάλυση εδώ. Το ζήτημα των ημερών – μεταξύ άλλων – είναι η εν εξελίξει δίκη του Πέτρου Φιλιππίδη για δύο απόπειρες βιασμού και σεξουαλική παρενόχληση κατά (αρκετών) συναδέλφων του ηθοποιών. Σε κάθε άλλη περίπτωση, το γεγονός πως μία υπόθεση που αφορά τη δικαίωση των θυμάτων, την αλήθεια, την καταδίκη κάθε μορφής κακοποίησης από έναν άνθρωπο που εκμεταλλεύτηκε την εξουσία και τη φήμη του, παίρνει πανελλαδικές διαστάσεις και τηλεοπτικό χρόνο, θα το θεωρούσα επιτυχία. Ωστόσο, ναι, από τη μία πλευρά, τα θύματα και οι άνθρωποι γύρω τους αναγκάζονται να ξαναβιώσουν οδυνηρές για εκείνα καταστάσεις. Από την άλλη όμως, ένας άνθρωπος που περνούσε τη ζωή του χωρίς επιπτώσεις και χωρίς ποτέ να λογοδοτήσει για τις πράξεις του – όσο και αν εκείνες πιθανώς κατέστρεφαν ζωές – βρίσκεται επιτέλους ενώπιον της δικαιοσύνης, και η πλειοψηφία του κόσμου δίνει χώρο στην αλήθεια.
Ναι, τα πράγματα δεν είναι έτσι ακριβώς. Καθώς, απ’ ό,τι φαίνεται, μάλλον η δίκη δεν διαδραματίζεται στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών, αλλά στις τηλεοπτικές συχνότητες – και συγκεκριμένα στο “Ερωτοδικείο” της Βίκυς Μιχαλονάκου. Οι αγαπημένες μου ατάκες – μέχρι τώρα – ήταν: “Κάτι έχει προηγηθεί για να έρθει ο άνδρας σε στύση” και “Δεν έχετε ξανακούσει άντρα να την πέφτει σε γυναίκα άγρια;”. Με κάθε σοβαρότητα (καμία), πείτε μου εσείς αν οι παρακάτω φράσεις ήταν πιο πιθανό να ακουστούν από εισαγγελέα ή από τον κύριο “εθνικά μπούτια”. Εγώ τώρα κάνω πλάκα, γιατί δεν νομίζω πως έχει μείνει κάτι άλλο να κάνουμε. Εν έτει 2025, γυναίκες που δεν είχαν καμία υποστήριξη από την πολιτεία, εργαζόμενες σε έναν (ακόμη) χώρο που θρέφει στα θεμέλιά του την άποψη “αν δεν μου κάτσεις, δεν θα πάρεις τη δουλειά”, μάζεψαν τις ζωές τους και τις ιστορίες τους, το θάρρος τους και την ντροπή που κάποιος άλλος τους φόρτωσε, και μίλησαν.
Γυναίκες που στηρίχτηκαν στον εαυτό τους και στον κύκλο τους, είπαν την αλήθεια τους, εμπιστευόμενες τη δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της – για να έρθουν αντιμέτωπες με μια γελοία απομίμηση ενός τηλεοπτικού δικαστηρίου. Και στην τωρινή τηλεόραση, να ξεψαχνίζονται δεξιά και αριστερά οι δηλώσεις και τα στοιχεία μιας δίκης που κάνει νούμερα τηλεθέασης καλύτερα από το Survivor. Έχω ξανακάνει την ίδια ερώτηση παλαιότερα, αλλά τώρα το εννοώ μεταφορικά. Πείτε μου: αυτή την “τηλεόραση” θέλουμε; αυτή η “τηλεόραση” μας αξίζει;
Μαρία Βαλτζάκη
Γεμάτο το θέατρο Μπέλλος μού χάρισε μια ζωντανή θεατρική βραδιά και με έβαλε σε σκέψεις για πολλά θέματα. Κυρίως, μέσα από τη γοργή σκηνοθεσία της Αικατερίνης Παπαγεωργίου και το σύνολο της θεατρικής ομάδας (Αλέξανδρος Βάρθης, Θανάσης Βλαβιανός, Τάσος Λέκκας, Αλεξάνδρα Μαρτίνη, Φάνης Μιλλεούνης, Ελίζα Σκολίδη, Ορέστης Χαλκιάς) το κείμενο πετυχαίνει να αποδώσει και επί σκηνής μια ατμόσφαιρα στερημένη από “συναισθηματισμούς”, όταν μια νέα αποστειρωμένη γλώσσα που θα εξορθολογίσει την λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας θα εισβάλλει διαταράσσοντας την ιεραρχία, την γραφειοκρατία και εν τέλει θα επηρεάσει σαν ντόμινο την παραγωγικότητα, την διαφθορά και τις δυναμικές. Μέσα από την εισαγωγή της “Φέντεμ” της νέας γλώσσας, με το αφόρτιστο συναισθηματικά λεξιλόγιο και τους ακαταλαβίστικους κανόνες περί επαναληψιμότητας συλλαβών και λοιπών στοιχείων, η εργασιακή συνθήκη και συνεργασία εκτροχιάζεται: μετατρέπεται σε μια ελιτίστικη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους υπάλληλους, επεκτείνεται στην διαίρεση των εργαζομένων σε προοδευτικούς ή μη, αναιρεί την υπευθυνότητα και την λογοδοσία, αφού κανείς πια δεν έχει αποκλειστική ευθύνη για την μετάφραση των εγγράφων και προκαλεί ένα πολιτικό παιχνίδι δύναμης και εξουσίας. Το πανέξυπνο κείμενο αποκτά ρυθμό και οι γρήγορες εναλλαγές των γραφείων επί σκηνής θέτουν διαφορετικά επίπεδα δράσης και σκέψης. Ειδικά ο Αλέξανδρος Βάρθης και η Ελίζα Σκολίδη αρπάζονται από τον σατιρικό χαρακτήρα και αποδίδουν πολύ γλαφηρά την επικρατούσα εργασιακή κατάσταση. Το χιούμορ δεν λείπει. Τα κουστούμια της Ειρήνης Γεωργακίλα συμπνέουν με όλη την ταυτότητα της παράστασης, το ίδιο και η μουσική του Διαμαντή Αδαμαντίδη. Πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση για όσους λατρεύουν να συζητούν με την παρέα τους μετά το θέατρο και ψάχνουν αφορμή να αναρωτηθούν παραπάνω σε ζητήματα πολιτικής (ορθότητας) μέσα από μια κωμωδία με αιχμηρή γλώσσα.
Λίνα Ρόκα