Αυτή ήταν η μοναδική φράση/στίχος που κράτησα εκείνη την Παρασκευή το βράδυ στα “Τζάμια Κρύσταλλα” στον Κεραμεικό. Αυτή η φράση έμεινε μαζί μου, σαν κάπως να την χρειαζόμουν για να μου εξηγήσει τι ένιωθα. Κάπως έτσι βίωσα συνολικά τη μουσικοθεατρική παράσταση με τίτλο «Πεπερασμένος Χρόνος», η οποία μέσα σε 60 λεπτά συνδύασε ποίηση – κείμενα του Γιάννη Λειβαδά –, jazz μουσική, τραγούδι και θέατρο.
Μία ομάδα τεσσάρων καλλιτεχνών στέκονται μπροστά σου και είναι λες και ανοίγεις να διαβάσεις ένα βιβλίο και τα νοήματα ξεπηδούν από τις σελίδες. Ο «Πεπερασμένος Χρόνος» του Δημήτρη Βεντουράκη (πιάνο), του Σωκράτη Τσεντόγλου (drums), της Κατερίνας Ρουσιάκη (φωνή) και της Άρτεμης Γρύμπλα (απαγγελία) μιλάει για τη διαδρομή προς τον θάνατο, το ενδιάμεσο ανάμεσα στην αρχή και το τέλος, για τη ζωή αλλά και για κάτι ακόμα πιο σίγουρο από τη ζωή – μιλάει για τον θάνατο. Με μία γλύκα, σχεδόν με μία νοσταλγία, τα κείμενα που επέλεξε ο Γιάννης Λειβαδάς “χορεύουν” στους ήχους των πλήκτρων του Δημήτρη Βεντουράκη, κρατούν συντροφιά στις ανατριχιαστικές κινήσεις πάνω στα πιατίνια του Σωκράτη Τσεντόγλου και ακούν προσεκτικά την υπέροχη φωνή της Κατερίνας Ρουσιάκη.
Όλες οι αισθήσεις μου εκείνη την Παρασκευή βρήκαν καταφύγιο σε αυτόν τον μικρό αλλά τόσο “προσωπικό” χώρο. Θέλησα, λοιπόν, να μιλήσω με τους ανθρώπους που δημιούργησαν αυτήν την πρωτόγνωρη – τουλάχιστον για μένα – εμπειρία και συνέθεσαν το θαύμα της ποίησης με τη μαγεία της jazz. Ο Δημήτρης, ο Σωκράτης και η Άρτεμις απαντούν στις ερωτήσεις μου, αλλά βασικά συνομιλούν μεταξύ τους και μου διηγούνται το πώς μία παράσταση που μιλά (και) για τον θάνατο μπορεί να είναι ελπιδοφόρα.
Σωκράτης: Η ιδέα προέκυψε μέσα από την ανάγκη μου να συνυπάρξω μέσα σε μια συνθήκη όπου η ποίηση με συναντά ως συνομιλητή παρά σαν αναγνώστη. Δεν μπορούσα να μην επικοινωνήσω αυτή μου την ιδέα/ανάγκη στον Δημήτρη, όπως και έγινε. Μετά από αυτό ξεκίνησε η δουλειά πάνω στην ιδέα από κοινού.
Δημήτρης: Πριν μερικά χρόνια μου εκμυστηρεύτηκε ο Σωκράτης την επιθυμία του να κάνουμε ένα πρότζεκτ που συνδυάζει μουσική με ποίηση. Είμαστε κατά βάση μουσικοί, αλλά δεν αισθανόμαστε περιορισμένοι σε αυτό και μας ενδιαφέρει συνεχώς να δουλεύουμε συνδυάζοντας καλλιτεχνικά πεδία. Κάποια στιγμή λοιπόν ήρθε σε επαφή με τον Γιάννη Λειβαδά και με την βοήθειά του, βρέθηκαν κάποια πρώτα κείμενα με τα οποία θα μπορούσαμε να δουλέψουμε. Το επόμενο βήμα ήταν η εμφάνιση της κεντρικής θεματικής του έργου και αυτό φανερώθηκε στον Σωκράτη διαβάζοντας το ποίημα “Λιτανείες του Ρόδου” του Remy de Gourmont με το οποίο συνέδεσε την έννοια του λαβυρίνθου, του αδιέξοδου. Έτσι βρέθηκε το επίκεντρο όλων, η συνειδητοποίηση της θνητότητας.
Με τι κριτήρια επιλέξατε τα κείμενα ποίησης που απαγγέλλονται στην παράσταση;Σ: Τα κείμενα δεν αναπαριστούν τίποτα, τα κείμενα είναι μια οντότητα από μόνα τους. Η εμβάθυνση πηγάζει μέσα από την ύπαρξη και το βάρος που δημιουργεί ή το κενό της. Ο θάνατος προκύπτει.
Σωκράτης: Τα κείμενα τα πρότεινε ο Γιάννης Λειβαδάς, ο οποίος είναι και συντελεστής του πρότζεκτ. Δεν υπήρξε κανένα ουσιαστικό κριτήριο, πέρα από ότι του αρέσουν και ήθελε να μας τα προτείνει. Το κόνσεπτ προέκυψε μέσα από τα κείμενα, δεν το είχαμε σκεφτεί ακόμη όταν μας τα πρότεινε.
Δημήτρης: Να σημειώσω εδώ ότι όλα είναι η δικά του ή δικής του μετάφρασης, οπότε ο Γιάννης είναι ένα μεγάλο μέρος αυτής της παράστασης μέσω της καλλιτεχνικής του δράσης. Η δουλειά μας μετά ήταν να στήσουμε μια δομή, να βρούμε ένα πλαίσιο εξιστόρησης, ώστε να πρόκειται για μία παράσταση που βγάζει νόημα και έχει ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο, όχι απλώς η μια τυχαιότητα μετά την άλλη.
Άρτεμη, πού απευθύνεσαι όταν απαγγέλλεις τα συγκεκριμένα κείμενα; Σε ρωτάω γιατί φαίνεται μια εσωτερική διαδικασία, αλλά ταυτόχρονα σαν να μιλάς σε κάποιον.Άρτεμις: Είναι όπως το περιγράφεις, μια εσωτερική διαδρομή που έχει όμως απεύθυνση, με στόχο να πάρει μαζί τον ακροατή και να τον παρασύρει στην δική του αντίστοιχη διαδρομή. Σ’ αυτό το μονοπάτι μπαίνουμε παρέα και οι τέσσερις πάνω στην σκηνή, ταυτόχρονα και παράλληλα.
«Υπάρχει κι η χαρά, η ανακούφιση, υπάρχει και η θλίψη και η οργή. Έρχονται όλα σε βρίσκουν ανάμεσα σε νότες και στίχους, ακριβώς όπως και στην ζωή» – Άρτεμης Γρύμπλα @Ελίνα Γιουνανλή
Σωκράτης: Είναι κάτι το εντυπωσιακό, μουσική και λόγος, όχι απλά λόγος, ποίηση. Αρχικά να πω πως για να βιώσεις την εμπειρία, χρειάζεται να είσαι παρών τη στιγμή που συμβαίνει αυτή η συνύπαρξη, είτε είσαι θεατής, είτε περφόρμερ. Το εντυπωσιακό είναι η συνεχής διερεύνηση που συντελείται τη στιγμή της παράστασης και από εμάς, αλλά και από τους θεατές. Είναι μία διερεύνηση που δεν μπορείς να την πιάσεις ποτέ από κει που την άφησες. Κάθε φορά είναι κάτι άλλο.
Δημήτρης: Η ποίηση είναι μουσική και η μουσική είναι ποίηση και τα δυο μαζί είναι λόγος. Αυτή είναι μια παραδοχή που προσωπικά με εκφράζει πλήρως όσον αφορά την πλαισίωση της δουλειάς μου, συνεπώς με διακατέχει ένας ενθουσιασμός κάθε φορά που έχω ευκαιρία να διερευνήσω το ζήτημα περαιτέρω και εις βάθος. Όσον αφορά την τζαζ είναι μια γλώσσα, ένα ιδίωμα που προσφέρει ελευθερίες αυτοσχεδιασμού και ρίσκου πολύ αποτελεσματικά και ένας κοινός τόπος μεταξύ μας με τον Σωκράτη. Δεν είναι η μόνη γλώσσα που προτιμώ ή νιώθω άνετα να χρησιμοποιώ, αλλά να είμαι ειλικρινής πάντα βρίσκει κάπως χώρο να υπάρχει έστω
και σαν δευτερεύουσα απόχρωση. Το performative στοιχείο για μένα αφορά την χρήση του σώματος. Πρόσφατα είδα ένα πολύ ωραίο κείμενο γύρω από το performance art όπου μιλούσε για την σχέση του σώματος με το ζωντανό της διαδικασίας και συσχέτιζε την κίνηση με μεταμόρφωση, δημιουργία ταυτότητας, ύπαρξη. Αυτά είναι σκέψεις και προβληματισμοί που με απασχολούν μονίμως και αισθάνομαι να με κυριεύουν σαν συνθήκη κάθε φορά που βρίσκομαι σε διαδικασία δημιουργίας ήχου, πάνω στην σκηνή αλλά και εκτός. Όσον αφορά το θέατρο θα αφήσω την Άρτεμις να μιλήσει για αυτό καλύτερα από εμένα. Τα κοινά που βρίσκω και αισθάνομαι άνετα να αναφέρω είναι η ύπαρξη της αφήγησης, ένα θέμα απόλυτα βασικό σε αυτά που κάνω, οριακά περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, παραμυθάς νιώθω, απλώς με κύριο εργαλείο τους ήχους.
Τα κείμενα και γενικά η παράσταση φαίνεται να αναπαριστούν τον κύκλο της ζωής – με μια εμβάθυνση στο θάνατο. Γιατί είναι τόσο σημαντικές για εσάς και για την τέχνη σας αυτές οι θεματικές;Δ: Μου είναι πολύ σημαντικό να μην παρερμηνευθεί η παράσταση ως “βαριά” και “καταθλιπτική” ή “περίεργη” λόγω της θεματικής της.
Δημήτρης: Είναι σημαντικές για την ζωή μου εν γένει σαν θεματικές, με απασχολούν καθημερινά στις σχέσεις μου, στην παιδαγωγική μου πρακτική, στην καλλιτεχνική μου έκφραση, ακόμη και στους εσωτερικούς μου προβληματισμούς. Εν δυνάμει θα μπορούσε να πει κανείς ότι κάθε δείγμα ζωής είναι μια αντίσταση προς τον θάνατο, αλλά και ταυτόχρονα μια αποδοχή αυτού. Ένα αέναο παιχνίδι μέθης που ‘χει χαθεί την στιγμή που ξεκίνησε και παρ’ όλ’ αυτά αρνούμαστε να παρατήσουμε. Όπως είπα και παραπάνω, το κύριο μέλημα για μένα σε αυτή τη φάση της ζωής μου είναι η δυνατότητα να είμαι παρών σε αυτό που συμβαίνει, ό,τι και αν είναι, οπότε πρότζεκτ που με φέρνουν σε επαφή με αυτή τη διαδικασία με ενθουσιάζουν και μου προσφέρουν μεγάλο κίνητρο.
Σωκράτης: Τα κείμενα δεν αναπαριστούν τίποτα, τα κείμενα είναι μια οντότητα από μόνα τους. Η εμβάθυνση θα πω πως πηγάζει μέσα από την ύπαρξη αρχικά και το βάρος που δημιουργεί ή αν θέλετε, το κενό της. Ο θάνατος προκύπτει.
«Προσωπικά αισθάνομαι την παιδική μου ηλικία ως μία εν μέρει χαμένη ευκαιρία γιατί για την πλειοψηφία της ήμουν απών, σαν να πέρναγε η ζωή μου μπροστά από τα μάτια μου και εγώ να μην ήμουν εκεί.» – Δημήτρης Βεντουράκης @Ελίνα Γιουνανλή
Δημήτρης: Ότι δεν κρατάει για πάντα. Είμαστε εδώ για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, κάτι που έχουμε συνηθίσει να συνδυάζουμε ως έννοια με την λέξη “λίγο”, αλλά δεν είναι απαραίτητα αυτό το νόημα. Λίγο ή πολύ το μόνο απολύτως βέβαιο είναι ότι κάποια στιγμή θα τελειώσει. Δεν θα ‘ναι κρίμα να το καταλάβεις αφότου έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος του και πλησιάζεις σε αυτό το τέλος; Προσωπικά αισθάνομαι την παιδική μου ηλικία ως μία εν μέρει χαμένη ευκαιρία γιατί για την πλειοψηφία της ήμουν απών, σαν να πέρναγε η ζωή μου μπροστά από τα μάτια μου και εγώ να μην ήμουν εκεί. Όταν ήρθα εγώ για πρώτη φορά – σοβαρά – αντιμέτωπος με την θνητότητα μου, αυτή ήταν η υπόσχεση που μου έδωσα, ότι ασχέτως τι μου συμβαίνει, εγώ θα είμαι εκεί να το βιώνω.
Σωκράτης: Η παράσταση βασίζεται στη γένεση, στο βάρος της ύπαρξης και συνεπακόλουθα του θανάτου και την αποδοχή αυτού. Όλη αυτή η διαδικασία είναι πεπερασμένη. Υπάρχει ένα δεδομένο και αυτό είναι το τέλος.
Δ: Η πρωτοτυπία καλοδεχούμενη, αλλά από μόνη της δεν πιστεύω ότι λέει πολλά, είναι ένα εύθραυστο κέλυφος που χωρίς περιεχόμενο, εύκολα υποχωρεί.
Η Κατερίνα Ρουσιάκη είναι η “φωνή” του «Πεπερασμένου Χρόνου» @Ελίνα Γιουνανλή
Δημήτρης: Και ναι και όχι. Από την μία ο αυτοσχεδιασμός και η πρακτική του είναι κάτι που μας απασχολεί και στο οποίο εμβαθύνουμε με τον Σωκράτη έτσι κι αλλιώς. Προσωπικά επίσης, η μουσική για μένα είναι ακόμη μία γλώσσα που έχει πάρα πολλά κοινά με αυτήν που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητα μας και κάπως αντίστοιχα το βιώνουμε και από κοινού όταν παίζουμε για ένα πρότζεκτ μας. Συνεπώς το να γίνει αυτός ο συνδυασμός ήταν απλώς ζήτημα πλαισίου, θεματικού περιεχομένου και αφήγησης, και αυτά πράγματα που μας ενδιαφέρουν πάρα πολύ σε κάθε τι που κάνουμε. Η δυσκολία έρχεται στην πράξη που πρέπει να γίνουν όλα αυτά στην σκηνή, γιατί μιλάμε για μία παράσταση που κρατάει μία ώρα, περιλαμβάνει τέσσερα άτομα που αυτοσχεδιάζουν συνεχώς, διαμορφώνουν και μοιράζονται χώρο, συνδιαλέγονται με το κενό συλλογικά και ατομικά, συνεπώς απαιτείται πάρα πολλή
συγκέντρωση, τρομερή ευαισθησία και υπομονή. Η εμπιστοσύνη μας όμως στην διαδικασία είναι αυτό που φέρνει την αρμονία τελικά και το κάνει όλο να αξίζει.
Σωκράτης: Μιλώντας για αυτοσχεδιαζόμενη μουσική, δηλαδή ζωντανή σύνθεση, βγαίνει από το κάδρο η προσαρμογή. Ανταποκρινόμαστε σε αυτό που συμβαίνει κάθε φορά και ουσιαστικά το παίξιμο μας ορίζεται κάθε φορά επί σκηνής.
«Η παράσταση βασίζεται στη γένεση, στο βάρος της ύπαρξης και συνεπακόλουθα του θανάτου. Όλη αυτή η διαδικασία είναι πεπερασμένη. Υπάρχει ένα δεδομένο και αυτό είναι το τέλος.» -Σωκράτη Τσεντόγλου @Ελίνα Γιουνανλή
Δημήτρης: Να είμαι ειλικρινής, μακάρι να μην το καταλάβουν οριακά τα άτομα στο κοινό. Δηλαδή ας είναι παρατηρήσιμα από όποιο ενδιαφέρεται, αλλά η επιτυχία για μένα θα ήταν το βασικό θέμα συζήτησης ή περισυλλογής μετά την παράσταση να ήταν το πως αισθάνθηκαν, τι συναισθήματα και εικόνες τους βγήκαν και όχι τόσο το τι κάναμε και τι υλικά χρησιμοποιήσαμε. Η πρωτοτυπία καλοδεχούμενη, αλλά από μόνη της δεν πιστεύω ότι λέει πολλά, είναι ένα εύθραυστο κέλυφος που χωρίς περιεχόμενο, εύκολα υποχωρεί. Ο σεβασμός μου απέναντι σε εμένα τον ίδιο και το οποιοδήποτε κοινό, είναι να καταφέρω να προσφέρω ένα δυνατό και πολύτιμο περιεχόμενο.
Σωκράτης: Καλύτερα να ρωτήσετε το κοινό για αυτό!
Κατά τη διάρκεια της «παράστασης» έπιανα τον εαυτό μου αβίαστα να χαμογελάει – ίσως κάποιες φορές να μην ήξερα γιατί. Εσάς, ποια συναισθήματα σας δημιουργούνται συμμετέχοντας σε μια τέτοια σύμπραξη;Άρτεμις: Είναι συγκινητικό αυτό που συμβαίνει, γιατί δεν είναι ακριβώς συνειδητό. Πράγματι, υπάρχει ένα πικρό χιούμορ κάποιες φορές μέσα στο σύμπαν που δημιουργείται με τα κείμενα και την μουσική. Υπάρχει κι η χαρά, η ανακούφιση, υπάρχει και η θλίψη και η οργή. Έρχονται όλα σε βρίσκουν ανάμεσα σε νότες και στίχους, ακριβώς όπως και στην ζωή.
Δημήτρης: Πολύ με χαροποιεί αυτό! Μου είναι πολύ σημαντικό να μην παρερμηνευθεί η παράσταση ως “βαριά” και “καταθλιπτική” ή “περίεργη” λόγω της θεματικής της ή λόγω της ύπαρξης του αυτοσχεδιασμού και των μουσικών υλικών που χρησιμοποιούμε. Ναι φτάνουμε σε ζοφερά και αδιέξοδα μονοπάτια σε διάφορες φάσεις της, αλλά εξίσου πολύ φωτίζουμε και την συνθήκη της αθωότητας, της απλότητας και της ύπαρξης χωρίς επίκριση στο πρώτο μέρος με τα χάικου. Το τελευταίο μέρος της παράστασης μάλιστα εκπροσωπεί μια κάθαρση, μία ανακούφιση από το αδιέξοδο – χωρίς απαραίτητα την συνοδεία αισιοδοξίας – και τέτοιες
αντιδράσεις όπως ένα χαμόγελο μου δείχνει πως το βασικό μας ζητούμενο, η είσοδος στον κόσμο που (συν)δημιουργούμε, πραγματοποιείται.
Σωκράτης: Για μένα αυτό είναι κάτι πάρα πολύ προσωπικό και δυσκολεύομαι πολύ να το περιγράψω με λόγια, ακόμη το επεξεργάζομαι. Το μόνο βέβαιο είναι ότι θέλω κάθε φορά να επιστρέφω σε αυτή τη παράσταση για να την εξερευνήσω πάλι.
Με τι εφόδια θα θέλατε ένας θεατής να έρθει να δει την παράστασή σας και με τι ελπίζετε να φύγει βλέποντάς την;Δημήτρης: Μονάχα την ευθύνη της παρουσίας του και την πρόθεση να είναι όσο ανοιχτός μπορεί απέναντι σε αυτό που θα παραστεί μπροστά του. Τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνουμε εμείς και η ελπίδα μου είναι να καταφέρει να φύγει έχοντας βιώσει πλούσια συναισθήματα, πολύχρωμα, γεμάτα εικόνες και προσωπικούς συνειρμούς. Μία ατομική απελευθέρωση εντός της συλλογικής διαδικασίας που θα βιώσουμε μαζί.
Σωκράτης: Το μόνο εφόδιο που χρειάζεται είναι να είναι παρών τη στιγμή που συμβαίνει η παράσταση, γιατί είναι και ο ίδιος κομμάτι αυτής. Το ωραίο θα ήταν να φύγει μετά με την ανάγκη να επιστρέψει.
Η παράσταση «Πεπερασμένος Χρόνος»
Που: Τζάμια Κρύσταλλα
Πότε: Από 21 Μαρτίου κάθε Παρασκευή & Σάββατο
Εισιτήρια εδώ