«Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν»: Οι ποιητές μας από το Πάθος μέχρι την Ανάσταση
Το Θείο Δράμα και η προσμονή της Ανάστασης μέσα από τα πιο όμορφα ποιήματα σύγχρονων Ελλήνων δημιουργών.

«Η υψηλότερη μορφή της Άνοιξης που ξέρω: μια ελληνική Μεγάλη Εβδομάδα», είχε πει πολύ εύστοχα ο Γιώργος Σεφέρης, αφού έκανε λόγο για την πιο μεγαλοπρεπή εβδομάδα του χρόνου. Ένα σωρό λέξεις και εικόνες χωράνε μέσα της: σταυρός, θυσία, πένθος, θάνατος, δίψα για ζωή, ανάσταση, φως, ελπίδα…Η πορεία του Θεανθρώπου από τη θριαμβευτική είσοδο στην Ιερουσαλήμ και τον Μυστικό Δείπνο μέχρι τον Γολγοθά, την ταφή και την εκ νεκρών ανάσταση αποτέλεσαν σημαντική πηγή έμπνευσης για τους ποιητές μας. Με την καλλιτεχνική τους ματιά κατόρθωσαν να αποδώσουν με δέος και ευαισθησία τα κορυφαία αυτά για την ιστορία της ανθρωπότητας γεγονότα. Έτσι κι εμείς δεν έχουμε παρά να διαβάσουμε μερικά από αυτά που μας συγκίνησαν ιδιαίτερα.

Φωτογραφία: Unsplash/Francesco Alberti
Άκου τα σήμαντρα
των εξοχικών εκκλησιών.
Φτάνουν από πολύ μακριά
από πολύ βαθιά.
Απ’ τα χείλη των παιδιών
απ’ την άγνοια των χελιδονιών
απ’ τις άσπρες αυλές της Κυριακής
απ’ τ’ αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες
των ταπεινών σπιτιών.
Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
Είναι οι εκκλησίες
που δε γνώρισαν τη σταύρωση
και την ανάσταση.
Γνώρισαν μόνο τις εικόνες
του Δωδεκαετούς
που ‘χε μια μάνα τρυφερή
που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι
έναν πατέρα ειρηνικό που ευώδιαζε χωράφι
που ‘χε στα μάτια του το μήνυμα
της επερχόμενης Μαγδαληνής.
Χριστέ μου
τι θα ‘τανε η πορεία σου
δίχως τη σμύρνα και το νάρδο
στα σκονισμένα πόδια σου;»
Εικόνες της άνοιξης – που είναι αναπόφευκτα συνυφασμένη με πασχαλιάτικες αναμνήσεις και με τον Ιησού στην πορεία Του προς το Πάθος – χαρακτηρίζουν αυτό το απόσπασμα από το σπουδαίο έργο του Γιάννη Ρίτσου.
2. «Μεγάλη Πέμπτη» – Κική Δημουλά (από τη συλλογή του 2001, Ήχος Απομακρύνσεων)Γοερά το βλέπω ετοιμάζεσαι
για την Ανάστασή σου.
Την πιστεύω αλλά με θλίβει
όπως μας θλίβουν γοερά
και κάτι άλλα θαύματα που
επαληθεύτηκαν αλλόκοτα:
με το μη μένοντας κοντά μας
όπως μη μένοντας από μεθαύριο Εσύ.
Να αναστηθείς βεβαίως
ποιος νεκρός δεν το θέλει
ποιος υποψήφιος.
Αλλά να έμενες κάτω, εδώ
να μένεις ο πλησίον μας.
Όσα μας έταξες το είδες
δε γίνονται εκεί πάνω
εν μέσω πολυάσχολων ιλίγγων
και στροβιλισμών της Αναλήψεώς σου.
Θέλουνε γη αυτά τα πράγματα
πετρώδη ακανθόσπαρτη
γι’ αυτό και την διεξήλθες τόσον αιματηρά
ίνα άρεις-Συ είπας-
όσα χάσαμε επ’ αυτής.
Δε γίνεται τουλάχιστον να μένεις
μια βδομάδα εδώ και μια στο πατρικό σου;
Θαύμα μεγάλο είσαι πια μπορείς
να επιβληθείς στη διανομή σου.
Πώς πηγαινοέρχονται καθημερινά
από εδώ εκεί από κει εδώ
η ζωή και ο θάνατος.
Όχι όχι μη μου μιλάς για τις αόρατες
συνεχείς εκείνες παρουσίες. Είδαμε
σε τι μαρτύριο ψαύσεως τυφλής μας υπέβαλαν.
Μεγάλωσα όχι θέλω ξεκάθαρους πια
ορατούς λογαριασμούς
ή σε αγγίζω Ιησού
ή Ανασταίνεσαι δια παντός από κοντά μου.
H προσέγγιση της Κικής Δημουλά θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι κάπως προκλητική σε αυτό το ποίημα. Ωστόσο η ευθεία απεύθυνσή της στον Ιησού και ειδικότερα η τελευταία της φράση δεν μαρτυρούν παρά τη ‘δίψα’ της για μια απτή, καθημερινή παρουσία του Χριστού στη ζωή της.
3. «Μυστικός Δείπνος» – Ντίνος Χριστιανόπουλος (από τη συλλογή του 1954, Ξένα γόνατα)Άλλο δεν επιθύμησα – μονάχα
τα κουρασμένα πόδια σου να πλύνω.
Να ’ναι η κάμαρα ζεστή, κι απ’ τις κουρτίνες
να πέφτει η αντηλιά του δειλινού.
Ευλαβικά τις αρβύλες θα σου βγάλω,
τις λασπωμένες, και ζεστό νερό θα φέρω
μες σε βαθιά λεκάνη, και θα σκύψω
να σε υπηρετήσω ταπεινά.
Μα όταν, σηκώνοντας τα βρώμικα απονέρια,
γεμάτα απ’ την αγάπη μου, αντικριστούμε,
μες στην ανατριχίλα των ματιών μου δε θα βρεις
αυτό που τα απονέρια ετούτα μαρτυρούνε.
Οι στίχοι μας παραπέμπουν στο πλύσιμο των ποδιών των μαθητών από τον Χριστό τη βραδιά του Μυστικού Δείπνου. Όσο αινιγματικός κι αν είναι ο επίλογος του ποιήματος, παρατηρούμε μια βαθιά ‘λαχτάρα’ του Ντίνου Χριστιανόπουλου να σταθεί ανάμεσα στους 12 μαθητές και να υπηρετήσει εκείνος τον Κύριό του, πλένοντάς του τα πόδια αντί για Εκείνον.
Αυτός που κρέμασε τον ήλιο
στο μεσοδόκι τ’ ουρανού
κρεμάται σήμερα σε ξύλο
ίλεως, Κύριε, γενού
και στ’ ασπαλάθια της ερήμου
μια μάνα φώναξε «παιδί μου!»
Με τ’ Απριλιού τ’ αρχαία μάγια
με των δαιμόνων το φιλί
μπήκε στο σπίτι κουκουβάγια
μπήκε κοράκι στην αυλή
κι όλα τ’ αγρίμια στο λαγκάδι
πήραν το δρόμο για τον Άδη
Θα ξανασπείρει καλοκαίρια
στην άγρια παγωνιά του νου
Αυτός που κάρφωσε τ’ αστέρια
στην άγια σκέπη τ’ ουρανού
κι εγώ κι εσύ κι εμείς κι οι άλλοι
θα γεννηθούμε τότε πάλι
Η κορύφωση του Θείου Δράματος αποτυπώνεται με κάθε παραστατικότητα από τον Νίκο Γκάτσο. Όσο ωστόσο συγκλονιστική φαντάζει η εικόνα όλης της κτίσης να βλέπει τον Δημιουργό της επάνω στον σταυρό, δεν απουσιάζει η ελπίδα της δικής μας ‘αναγέννησης’ και λύτρωσης από τον θάνατο που επιφέρει η θυσία του Χριστού.
5. «Τα γόνατα του Ιησού» – Νικηφόρος ΒρεττάκοςΚαρφωμένα στ’ ἀγριόξυλο τοῦ σταυροῦ,
σχηματίζουν μι’ ἀμβλεία γωνία.
Εἶναι τά ἴδια γόνατα πού προβάτιζαν, παίζοντας,
γύρω ἀπ’ τό κόκκινο φουστάνι τῆς μάνας του,
ὅταν ἤτανε βρέφος δέκα μηνῶν.
Πού ἀργότερα, ἔφηβος, τ’ ἀκούμπαγε κάτω στή γῆ πριονίζοντας τό ξύλο ἑνός κέδρου.
Πού λύθηκαν κ’ ἔπεσαν, ἕνας σωρός,
-μιά νύχτα πού ἡ ἄνοιξη ἦταν ἀβάσταχτη
καί μύριζε ἡ γῆς κι’ ὁ οὐρανός λεμονάνθι-
στό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν.
Κι’ εἶναι ἀκόμη τά γόνατα
πού κάθιζε, σιωπηλός, δύο-δύο τά παιδιά
κι’ ἁπλώνοντας δίπλα του, πάνω στή γῆ,
τό ἀπέραντο χέρι του, τά φίλευεν ἕνα λουλουδάκι –
κομμένο ἀπ’ τόν πλοῦτο τοῦ σύμπαντος.
Τα γόνατα του Ιησού Καρφωμένα στ’ αγριόξυλο του σταυρού, σχηματίζουν μι’ αμβλεία γωνία
που σκοντάφτοντας μάτωσαν πάνω σε πέτρεςκι’ αγκάθια
όταν έτρεχε καλοκαίρι για τ’ άλογα να ζέψει
τ’ άρμα του βασιλιά στη γης της Φρυγίας.
Τ’ ακώ που ανασαίνουν.
Γελούν, ονειρεύονται, θυμούνται τα πόδια του.
Κουβεντιάζω μαζί τους, σα νάναι ένα πρόσωπο.
Απλώνω τα χέρια.
Του διπλώνω τα πόδια
σα νάναι ένα φρέσκο, απαλό σεντόνι οι παλάμες μου .
Στο σώμα του ανθρώπου, όλα είναι πρόσωπα.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος προσεγγίζει εδώ με γλυκύτητα το πρόσωπο του Ιησού και πραγματοποιεί μια αναδρομή σε όλη την επίγεια ζωή Του μέχρι και τη σταύρωση.
6. «Η άρνηση του Πέτρου» – Τάσος Λειβαδίτης (Από τη συλλογή του 1983, Ο τυφλός με τον λύχνο)Δεν ξέρω πώς έγινε κι αν έγινε έτσι που τα ιστορεί ο Ευαγγελιστής – πάντως φοβόμουν, ο χιτώνας μου θα ‘λεγες κρεμόταν άδειος
τόσο απ’ το φόβο είχα χαθεί. Τρεις φορές αρνήθηκα τον Θεό μου. Κι όταν λάλησε ο αλέκτορας έγειρα στον τοίχο κι έκλαψα.
«Κύριε, είμαστε άνθρωποι», ψιθύρισα. Και τότε κατάλαβα πως είχα συγχωρεθεί. Ο Κύριος φεύγοντας, άφηνε μ’ εμένα πάνω στη
γη την πρώτη ανάμνηση της άπειρης ευσπλαχνίας του.
Ίσως από τα πιο συγκινητικά ποιήματα του Λειβαδίτη, ο οποίος σαν άλλος Πέτρος που αρνείται τον Χριστό πριν λαλήσει ο πετεινός, αποπειράται να φανερώσει την απέραντη θεϊκή αγάπη.
7. «Το άφθαρτο ξύλο» – Νίκος Καρούζος (Ποιήματα Β’)Ο σταυρός είναι δυο επιθυμίες.
Η μια επιθυμία που ερωτεύτηκε τα ουράνια
σμίγει και σταυρώνεται με την επιθυμία
καθώς διασχίζει τη γη.
Κι ο Χριστός είναι φιλικά εσταυρωμένος.
Μέσα σε λίγους στίχους ο Νίκος Καρούζος αποκαλύπτει το νόημα της σταυρικής θυσίας: την ένωση του ουρανού με τη γη, της θεϊκής φύσης με την ανθρώπινη.
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιό νησί του Ωκεανού, σε ποιάν κορφή ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς, τ’ άδικο να φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα ’χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις.
Συ θα ’χεις μάτια γαλανά, θα χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…
Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Ο πόνος της μάνας…έτσι θα χαρακτήριζε κανείς με δυο λέξεις του στίχους αυτούς του Κώστα Βάρναλη. Η Παναγιά -όπως και κάθε μητέρα – σπαράζει και θρηνεί βλέποντας τον μονάκριβο Γιο της να κρέμεται στο ξύλο του σταυρού.
9. «Μ. Παρασκευή β’» – Οδυσσέας Ελύτης (από τη συλλογή του 1984, Το ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου)Αντίς για Όνειρο
Πένθιμος πράος ουρανός μες στο λιβάνι
αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια
τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση
μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.
Σαν να ’μαι, λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ’
ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά
κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών
το «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν».
Η μέρα του απόλυτου πένθους μέσα από τους στίχους του σπουδαίου Οδυσσέα Ελύτη. Η μέρα που όλη η πλάση σιγεί και θρηνεί κάτω από την κυριαρχία του θανάτου.
10. «Χριστέ μου» – Τάκης Βαρβιτσιώτης (από τη συλλογή του 1992, Η θαυμαστή αλιεία)Χριστέ μου
Βοήθησέ με να μάθω
Την ορθογραφία της λέξης «αγαπώ»
Την ορθογραφία των λέξεων
«Ταπεινοφροσύνη»
«Αθωότητα»
«Υπομονή»
Για να υπομείνω
Τα βάσανα της ζωής
Όπως υπόμεινες Εσύ
Το μαρτύριο του Σταυρού
Για να μπορώ να ψαλιδίζω
Το πλέγμα του σκότους
Την επηρμένη λάμψη των καθρεφτών
Για να μπορώ να ελπίζω
Σ’ ένα φως αναστάσιμο
Με μεγάλη τρυφερότητα εδώ ο ποιητής απευθύνεται στον Χριστό, παρακαλώντας τον αφενός να τον κοσμήσει με θεϊκές αρετές και αφετέρου να τον ‘γεμίσει’ με την προσμονή της ανάστασης.

Φωτογραφία: Unsplash/Bill Gullo
Χαιρέτισαν με βάγια τον ερχομό του έρωτα.
Έπειτα οι ίδιοι τον σταύρωσαν
τον τρύπησαν με τη λόγχη
τον πότισαν χολή και ξίδι
τον εξομοίωσαν με τους ληστές.
Και πάλι περιμέναν πως θ’ αναστηθεί για χάρη τους.
Μια σύνοψη των γεγονότων της Μεγάλης Εβδομάδας από τον Τίτο Πατρίκιο, από την είσοδο του Χριστού στην Ιερουσαλήμ μέχρι και το αναστάσιμο πρωινό.
12. «Ανάσταση» – Κωστής ΠαλαμάςΑνάσταση κι αγάπη λαμπερή,
κάθε καμπάνα χαρωπά σημαίνει
και ξημερώνει μέρα και φορεί
στολή μ’ αστέρια κ’ άνθια κεντημένη…
και μέσα στην καρδιά μου μυστικά
νιώθω να ξημερώνει μια ημέρα,
με κάλλη πλέον μαγικά,
απ’ όσα είναι στη γη και στον αιθέρα.
Ανάσταση σημαίνει φως, νέα αρχή, αναγέννηση, χαρά, ελπίδα και κάθε χαρούμενο συναίσθημα που κατακλύζει την ανθρώπινη καρδιά και γεμίζει την ατμόσφαιρα με αέρα αισιοδοξίας. Η ζωή νίκησε τον θάνατο και όλη η πλάση γιορτάζει.
13. «Εσπερινός της Αγάπης» – Γιάννης Βαρβέρης (από τη συλλογή του 2009, Ο άνθρωπος μόνος)Η πόλη με οβελίες αλλού γιορτάζει.
Σταθμός Πελοποννήσου
κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι
μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα.
Είμαστε γέροι πια κι οι δυο
κι εγώ αφού γράφω ποιήματα
πιο γέρος.
Αλλά πού πήγανε τόσοι δικοί μας;
Μέσα σε μια βδομάδα
δεν απόμεινε κανείς.
Ήταν Μεγάλη βέβαια
γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις-
θέλουν πολύ για να υποκύψουν οι κοινοί θνητοί;
Έτσι ακριβώς, από τα Βάγια μέχρι σήμερα
θα ‘πρεπε κάπως να ‘χαμε κι εμείς χωρέσει.
Όμως το Πάσχα τέλειωσε, μητέρα.
Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε
σ’ ένα παγκάκι
αθάνατοι
καθώς νυχτώνει;
Η Μεγάλη Εβδομάδα ολοκληρώνεται με τον Εσπερινό της Αγάπης και – όσο παράδοξο κι αν μοιάζει – ο ποιητής αδυνατεί να διαχειριστεί το δώρο της αθανασίας που του έχει χαριστεί με την Ανάσταση του Χριστού. Προφανώς εδώ ο Γιάννης Βαρβέρης δεν υποδηλώνει ότι ο άνθρωπος δεν ευχαριστείται από αυτό το μεγάλο δώρο, αλλά ότι η θνητότητά του δεν του επιτρέπει να το ‘συλλάβει’ ολοκληρωτικά.