Ο Τόμας Μπέρνχαρντ έχει συναντήσει απρόσμενη αποδοχή από τους καλλιτέχνες των παραστατικών τεχνών την τελευταία δεκαετία. Η Αλεξάνδρα Καζάζου προστίθεται στη βραχεία λίστα αυτών που διαβάζοντας τα έργα του Αυστριακού στοχαστή συνδέονται με έναν φιλοσοφικό δεσμό τον οποίο η ίδια περιγράφει με αθωότητα. «Δεν κατέφυγα στον Μπέρνχαρντ. Όταν συνάντησα το ‘Βαδίζοντας’ δεν μπόρεσα να φύγω. Απλά ήξερα πως έπρεπε να βαδίσω μαζί του», λέει απλά. Υπό αυτήν την έννοια, η εμβάθυνση στη σκέψη του δεν απαιτούσε μόνο βαθιά σκηνική έρευνα στη φάση των προβών αλλά και χρονικό ορίζοντα στην παραστατική του ωρίμανση. Κι έτσι το ανέβασμα του «Βαδίζοντας» συνεχίζεται για δεύτερο κύκλο παραστάσεων στο «Δίπυλον».
Η Αλεξάνδρα Καζάζου διάβασε το οντολογικό διήγημα του Μπέρνχαρντ πριν από δύο χρόνια. Θυμάται πως την γοήτευσε «το εφηβικό αίμα που τρέχει στον Μπέρνχαρντ και ταυτόχρονα ο ιδιοφυής του αυτοσαρκασμός». Δηλαδή, «τα στοιχεία της ανυπολόγιστης ανθρωπιάς και αγάπης για την ανθρωπότητα, χωρίς διπλωματία αλλά με μια μηδενιστική προσέγγιση ενός μεγάλου φιλοσόφου. Και εννοώ ‘μεγάλου’ γιατί φέρει μια μεγάλη ενσυναίσθηση, στοιχείο πολύ σπάνιο και σε έλλειψη», όπως εξηγεί.
Σπύρος Δέτσικας και Βασίλης Μπούτσικος.
Στο βιβλίο ο συγγραφέας καταγράφει τις συνομιλίες του ανώνυμου αφηγητή και του φίλου του Όλερ ενώ περπατούν, συζητώντας για ο,τιδήποτε τους έρχεται στο μυαλό, χωρίς να ξεχνούν τον κοινό φίλο τους Κάρερ, ο οποίος έχει οδηγηθεί στην παράνοια. Και είναι αυτή η πνευματική ασφυξία του Κάρερ που απασχολεί την προσέγγιση της Καζάζου.
Μελετώντας το κείμενο συνειδητοποιεί πως «ο Μπέρνχαρντ έχει τη δύναμη να σε στήσει μπροστά σ’ έναν καθρέφτη και κάθε του επανάληψη και σαρκασμός να περάσει από το δέρμα προς τους μύες, μέχρι την καρδιά, εάν τον αφήσεις να επέμβει. Δεν θέτει τα θέματά του· τα χαράζει με την ακρίβεια ενός χειρουργού, αλλά και με την καρδιά παλλόμενου εφήβου. Σαν οι λέξεις του να γεννιούνται σε μια άδεια σκηνή, που επειδή συνεχίζουν, ξεκινάει η παράσταση», λέει εξηγώντας την εντατική μελέτη που έκανε η ομάδα – Σπύρος Δέτσικας, Rafal Habel, Νάντια Μπαϊμπά, Βασίλης Μπούτσικος, Βασίλης Τρυφουλτσάνης, Σταύρος Ζαφείρης – για το ανέβασμα της: «Περάσαμε από το μη αυτονόητο του βαδίσματος, προς το μη αυτονόητο της λέξης και της σκέψης, και βαδίσαμε προς το μη αυτονόητο της ενσυναίσθησης. Ακόμη υπάρχουν ερωτήματα, αλλά νιώθω πως τώρα επικεντρωνόμαστε στο μη αυτονόητο της λογικής και της τρέλας και στο κατά πόσο βαδίζουμε προς τη μία ή την άλλη πορεία, έπειτα από αυτό που έχει συντελεστεί κάθε φορά. Μπορούμε να κάνουμε το επόμενο βήμα; Και αν ναι, προς τα πού;», αναρωτιέται.
Η ηθοποιός και σκηνοθέτρια Αλεξάνδρα Καζάζου.
Το «Βαδίζοντας» όπως και οι προηγούμενες παραστάσεις της ομάδας Transatlantic Group (της οποίας ιδρυτικά μέλη είναι η Αλεξάνδρα Καζάζου και ο φωτιστής – φωτογράφος, Κάρολ Γιάρεκ) αποτελεί μια υβριδική σύνθεση ανάμεσα στο θέατρο, το χορό, τη μουσική. Για την ηθοποιό και σκηνοθέτρια της παράστασης, το πρώτο υλικό είναι ο παλμός της συνάντησης και το σώμα. Η δυνατότητα να αφουγκράζεσαι μέσα από τη χορικότητα και πως μέσα σε αυτήν μπορεί να γεννηθεί μια ιστορία. «Θα τολμούσα να πω, ότι τελικά η δουλειά μας είναι μουσικής διαχείρισης και σύνθεσης όπου η παρτιτούρα του σώματος και του λόγου είναι πυλώνες, αλλά δεν μπορούν να λειτουργήσουν εάν δεν πάλλονται στην ίδια θερμοκρασία στο κάθε παρόν της κάθε παράστασης. Από αυτή την άποψη, θεωρώ πως η έρευνά μας βρίσκεται σε ώριμη στιγμή και το ρίσκο σε αυτή τη δουλειά είναι μεγαλύτερο από ποτέ. Ο Βασίλης Τρυφουλτσάνης, ο Σπύρος Δέτσικας, ο Βασίλης Μπούτσικος, ο Rafal Habel, η Νάντια Μπαϊμπά είναι ηθοποιοί που με συγκινούν πραγματικά, γιατί σε κάθε παράσταση βαθαίνουν στην λεπτομέρεια, στην ακρίβεια και στην απόσταξη, με πολλή αγάπη μεταξύ τους».
Η Νάντια Μπαϊμπά σε σκηνή της παράστασης.
Κι όσο οι πρωταγωνιστές της πλησίαζαν ο ένας τον άλλον, τόσο η έννοια του βήματος, του βαδίσματος – άρα και της κίνησης – κινητοποίησης (σωματικής ή πνευματικής) – ψήλωνε μέσα τους. Η Καζάζου δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει τον κρίσιμο ρόλο της στις μέρες μας. «Είναι μια έννοια τόσο διαχρονική όσο και ο ίδιος ο άνθρωπος» παρατηρεί.
Στην παράστασή της την μεταφράζει ως ένα «βάδισμα προς τα μέσα. Προς τον άλλο. Προς τη συνάντηση με ό,τι ξένο από εμάς, για να συναντήσουμε και τον άλλο του εαυτού μας. Υπάρχει, επίσης, μία αίσθηση για μένα πολύ δυνατή, σύμφυτη με τη λέξη βαδίζοντας’. Κάτι σαν εκκρεμές. Η στιγμή της απόφασης, που πρέπει να κάνεις το επόμενο βήμα αλλά και προς τα πού θα κάνεις το βήμα αυτό. Το μη αυτονόητο αυτής της μετατόπισης είναι αποκαλυπτικό. Ιδιαίτερα στην εποχή μας, γέρνουμε πολύ εύκολα από τη μία μεριά προς την άλλη, ακροβατούμε συνεχώς και μεταπηδούμε από τη μία πορεία στην άλλη. Οι άξονές μας δεν είναι γεροί, είμαστε σχεδόν ξεχαρβαλωμένες ενέργειες, έτοιμες να πέσουν οριζόντια».
Ο Τόμας Μπέρνχαρντ με προφητική διαύγεια – όπως και στο σύνολο των έργων του – αναφέρει σε σημείο του διηγήματος πως «η τέχνη του να υπάρχεις ενάντια στα γεγονότα είναι η δυσκολότερη τέχνη. Να υπάρχεις ενάντια στα γεγονότα σημαίνει να υπάρχεις ενάντια στο ανυπόφορο και ενάντια στο φρικτό». Η σκηνοθέτρια της παράστασης ανατρέχει και σε άλλους στοχαστές για να την ερμηνεύσει. Καταρχάς, στο «Περί του Τραγικού» του Χρήστου Μαλεβίτση, όπου μιλάει για την νομοτέλεια η ύπαρξη να είναι τραγική, αφού γεννιόμαστε με τη γνώση πως θα πεθάνουμε. Εν συνεχεία στον στίχο του Τάσου Λειβαδίτη «κι όταν δεν πεθαίνουμε ο ένας για τον άλλον, είμαστε κιόλας νεκροί». Ακόμα και στο καινούργιο τραγούδι του The Boy « Στο Ποτάμι της» και στη φράση «Τα σπίτια μας κλειστά…».
«Πώς θα κάνω δηλαδή το επόμενο βήμα όταν ξέρω πως δίπλα μου πεθαίνει ο γείτονας; Η μάνα μου; Πενηνταεφτά άνθρωποι; Χιλιάδες λίγο παραπέρα; Όταν μου ρίχνουν σφαλιάρες για να μην ορθοποδήσω, όταν μου κολλάνε ετικέτες που είναι για τους δρόμους και όχι για τους ανθρώπους, όταν ζω στο παράλογο μέσα από τη φούσκα του political correct;» αναρωτιέται. «Από την άλλη, για να αντέξεις στο φρικτό και στο ανυπόφορο, πρέπει να μην φοβηθείς να το κοιτάξεις, να κοιταχτείς και να το αγκαλιάσεις, να βαδίσεις στα παπούτσια του άλλου. Κι αυτή η μετατόπιση είναι η πιο δύσκολη (αν όχι αδύνατη) από όλες. Τότε μπορεί και κάτι να συναισθανθούμε από αυτό που προτείνει ο Μπέρνχαρντ».
Το έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ “Βαδίζοντας” ανεβαίνει στο Δίπυλον (Καλογήρου Σαμουήλ 2 & Διπύλου, Κεραμεικός)
Σκηνοθεσία: Αλεξάνδρα Καζάζου
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
Δραματουργία: Karol Jarek
Σχεδιασμός φωτισμού: Karol Jarek
Βοηθός Σκηνοθέτη: Αρετή Πετροπούλου
Κατασκευή σκηνικού: Βασίλης Χατζόπουλος
Σχεδιασμός βίντεο: Γιώργος Γούσης
Παίζουν: Σπύρος Δέτσικας, Rafal Habel, Νάντια Μπαϊμπά, Βασίλης Μπούτσικος, Βασίλης Τρυφουλτσάνης, Σταύρος Ζαφείρης
Παραστάσεις: Έως 20 Μαΐου, κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00
Εισιτήρια: 15 ευρώ (κανονικό), 12 ευρώ (μειωμένο), 10 ευρώ (ατέλεια)
Προπώληση : www.ticketservices.gr