Συν & Πλην: «Τρεις αδερφές» στο Εθνικό Θέατρο
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την παράσταση «Τρεις αδερφές» που ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Μαρίας Μαγκανάρη.


Όλγα. Μάσα. Ιρίνα. Οι τρεις αδερφές Πρόζορωφ, κόρες ενός ταξίαρχου που πέθανε πριν από λίγο καιρό (στιγματισμένες και από την απώλεια της μητέρας τους) αδερφές του Αντρέϊ, ενός φέρελπι επιστήμονα, κάτοικοι μιας πληκτικής ρωσικής κωμόπολης όπου στο παρελθόν είχε μετατεθεί ο πατέρας τους. Η οικογένεια και το φιλικό της περιβάλλον οργανώνουν συναντήσεις, πίνουν τσάϊ, φιλοσοφούν, αναπολούν το παρελθόν, ονειρεύονται το μέλλον, αγνοούν το παρόν.
Τα ίδια χαρακτηριστικά έχει και η γιορτή προς τιμήν των γενεθλίων της μικρότερης αδερφής, Ιρίνα. Όμως, αυτή τη φορά, χάρη στην άφιξη ενός παλιού συστρατιώτη του ταξίαρχου Πρόζορωφ, του αντισυνταγματάρχη Βερσίνιν – ο οποίος είχε γνωρίσει τις τρεις αδερφές στη Μόσχα – αναθερμαίνεται η ιδέα της επιστροφής τους στην πατρική γη. Τα 20ά γενέθλια της Ιρίνα, μετατρέπονται σε μια γιορτή ελπίδας για όλες τις αδερφές, η αφετηρία ενός ονείρου να ζήσουν μια ευτυχισμένη ζωή με έδρα τη Μόσχα.
Το τετράπρακτο έργο του Αντόν Τσέχωφ «Τρεις αδερφές» ήταν και το προτελευταίο του. Το ολοκλήρωσε το 1901 και την ίδια χρονιά το είδε να ανεβαίνει από το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας. Πάσχων από φυματίωση, γιατρός στο επάγγελμα, ενστάλαξε σε αυτό με έναν τόνο μεγαλύτερης ματαίωσης αλλά και μεγαλύτερης σοφίας, τα συμπεράσματα του από την παρατήρηση των ανθρώπων: δεν παύουν να είναι να είναι υψιπετείς, να οραματίζονται μια καλύτερη μοίρα, δίχως να την διεκδικούν ή να αγωνίζονται γι’ αυτήν. Επιμένουν στην γνώριμη πραγματικότητα που τους έχει δοθεί, συμβιβάζονται με το ανικανοποίητο, αφήνουν τον χρόνο να κυλάει και – τι ειρωνεία – δεν σταματούν να διερωτώνται για το νόημα της ζωής. Αυτό ακριβώς είναι το μοτίβο ζωής που υιοθετούν, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, οι 14 ήρωες των «Τριών αδερφών», τον βίο των οποίων η αφήγηση παρακολουθεί για μήνες, χρόνια.
Η πλοκή δεν επιφυλάσσει ανατροπές ή σοβαρές εξελίξεις και αυτή μοιάζει να είναι η πρόθεση του κορυφαίου Ρώσου: να καταδείξει πως η ζωή παίρνει το σχήμα της βούλησης ή της νωθρότητας των ανθρώπων. Και όπως οι περισσότεροι ήρωες στις τσεχωφικές περιπέτειες αδρανούν ενώ η ζωή τρέχει, γκρεμίζεται, χάνεται.
Στην Ελλάδα οι «Τρεις αδερφές» ανέβηκαν για πρώτη φορά, μεσοπολεμικά, το 1932 με πρωταγωνίστριες την Κυβέλη, την Μιράντα Μυράτ και την Αλίκη Θεοδωρίδη. Στο Εθνικό Θέατρο ανέβηκαν, για πρώτη φορά, είκοσι χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 1951 σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν. Ακολούθησε η σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη τον Ιανουάριο του 1982. Η σκηνοθεσία της Μαρίας Μαγκανάρη στο έργο σηματοδοτεί το τρίτο ανέβασμα στην ιστορία του οργανισμού.

Ανδρέας Νάτσιος και Θανάσης Δήμου.
Η νέα ‘συνάντηση’ της Μαρίας Μαγκανάρη με τον Αντόν Τσέχωφ δικαιώνει τις κατακτήσεις της πρώτης της σκηνοθεσίας στον «Θείο Βάνια». Διαβάζει με ευαισθησία και σε βάθος το έργο, του δίνει ένα ρυθμό λειτουργικό όσο και ποιητικό. Και συνάμα – σε ένα έργο όπου η ψυχική ματαίωση ακρωτηριάζει κάθε δράση – εντοπίζει τα σημεία όπου μπορεί να τοποθετήσει τους «εκρηκτικούς μηχανισμούς»· πρόκειται, ως επί τω πλείστον, για τα ερμηνευτικά πετάγματα των πρωταγωνιστών της. Αν πάλι, δεν κατέφευγε σε μια κλασική (οριακά παλαιομοδίτικη) αντιμετώπιση του φινάλε της παράστασης, θα είχε συνδεθεί απόλυτα με την βαθιά μελαγχολική θεώρηση του Τσέχωφ για την ανθρώπινη ύπαρξη.

Αμαλία Καβάλη, Ανδριάννα Χαλκίδου και Ελίνα Ρίζου.
Ο ουμανισμός της τσεχωφικής γραφής μοιάζει να αναπνέει καλύτερα σε χώρους ‘ανθρώπινης κλίμακας’ – κάτι που η Μαρία Μαγκανάρη μοιάζει να γνωρίζει καλά έχοντας ήδη σκηνοθετήσει τον «Θείο Βάνια» στο χώρο Κέντρου Ελέγχου Τηλεοράσεων (μια από τις μικρότερες θεατρικές σκηνές της πόλης). Με αυτή την σκέψη, οι «Τρεις αδερφές» της βρίσκουν το χώρο τους στην Πλαγία Σκηνή του Εθνικού και πάλι ανάμεσα στους θεατές, σε απόσταση αναπνοής από τους μάρτυρες του σκηνικού διακυβεύματος· κι αυτό, ειδικά στον Τσέχωφ, αποκτά μια άμεσα εξαργυρώσιμη αξία. Οι πόθοι, τα πάθη, οι χοροί, τα φιλιά, τα λόγια, τα όνειρα των ηρώων είναι τοποθετημένα στην σφαίρα του απτού, υπενθυμίζοντας πόσο γήινα είναι αυτά τα τεκταινόμενα· άρα και πόσο δικά μας. Η εγγύτητα φορτίζει φυσικά το σχήμα της εσωτερικής ζωής των προσώπων και χωρίς η σκηνοθεσία να χρειάζεται να επικαλεστεί κάποιο εύρημα (μολονότι κάνει κάποιες προτάσεις στην ανάγνωση της αναφορικά με το πέρασμα του χρόνου) καταφέρνει να προσεγγίσει το ψυχικό τοπίο τους.
Την ίδια ώρα, η αφήγηση μοιάζει να ακολουθεί μια κυκλική ροή – επιλογή που δεν σχετίζεται μόνο με την δραματουργική ακινησία, αλλά εξυπηρετεί ένα σχεδιασμό όπου οι σκηνές χωνεύονται η μία από την άλλη. Και τέλος, όπως και οι περισσότερες σκηνοθεσίες της Μαγκανάρη πάνω σε κείμενα ‘ανθρώπινης παρατήρησης’, έτσι και οι «Τρεις αδερφές» χαρακτηρίζονται από ένα γυναικείο άγγιγμα, το οποίο μεταφράζεται σε μια μητρική τρυφερότητα απέναντι στα ‘τέκνα’ που αρνούνται να ωριμάσουν, δηλαδή τους ήρωες του έργου.
Οι ερμηνείεςΣε ένα έργο όπου εξ αρχής η πλοκή δεν έχει και πολλά να προσφέρει, η περιπέτεια των ηθοποιών δεν μπορεί παρά να στοχεύει προς τα μέσα. Ο φιλοσοφικός λαβύρινθος των ηρώων στρέφεται προς σε ένα ερώτημα που ο Τσέχωφ κρατάει για το τέλος: «γιατί ζούμε;». Με την γνήσια απελπισία που γεννά αυτή η αιώνια αναπάντητη απορία ανεβαίνουν στην σκηνή πολλοί από τους πρωταγωνιστές της παράστασης, συναντώντας με ειλικρίνεια, υπαρξιακό βάθος, ενίοτε και με σπαραγμό τους χαρακτήρες τους. Σε αυτήν την περιοχή κινούνται, χωρίς αμφιβολία, ο Αινείας Τσαμάτης, ο Θανάσης Δήμου και ο Ανδρέας Νάτσιος. Παράδοξο να μιλούμε για ερμηνείες- δορυφόρους των «τριών αδελφών» – κι όμως. Ο Τσαμάτης ως Αντρέϊ παρουσιάζει ολόκληρη την πορεία της ελεύθερης πτώσης του ατόμου που παραιτείται από το εύρος των δυνατοτήτων του, ο Δήμου εμβαθύνει στην πλέον δραματική ερμηνεία του έργου καθώς ως Κουλίγκιν αποδέχεται πως δεν θα αγαπηθεί, ο Νάτσιος ως Τσεμπουτίκιν εμφορείται από το βάρος του παρελθόντος, ενσωματώνοντας την παλιά Ρωσία. Έπειτα, η Ελίνα Ρίζου σε μια απολαυστική εμφάνιση στο ρόλο της Νατάσα να κουβαλάει όλη την αμφισημία των έργων του Τσέχωφ ανάμεσα στην κωμωδία και την τραγωδία. Ο Γιωργής Τσαμπουράκης ταιριαστός αλλά και αρκετά ήπιος στο ρόλο του Βερσίνιν. Ο Δημήτρης Δρόσος με την ορμή της «ρωσικής ψυχής» ως Σολιόνι. Ο Νικόλας Ντούρος να φέρει την ευαισθησία που έχει ανάγκη ο Τούζενμπαχ. Καθαρόαιμα τσεχωφικοί αναπαρίστανται ο Φεραπόντ από τον Αντόνι Γκρίτση και η Ανφίσα από την Ανδριάννα Χαλκίδου.
Για το τέλος, οι τρεις πρωταγωνίστριες. Η Νάνσυ Σιδέρη στο ρόλο της Ιρίνα κάνει το άλμα από τον ίλιγγο της ελπίδας προς τη συνθηκολόγηση μιας κάποιας ασφάλειας. Η Μαρία Σκουλά ως Μάσα, όπως εφηβικά επαναστατεί από έρωτα για τον Βερσίνιν – μα τελικά παραμένει σκλάβα στα δεσμά της. Και τέλος, η Αμαλία Καβάλη, παρότι αναλαμβάνει τον λιγότερο αβανταδόρικο ρόλο της Όλγα, σκιαγραφεί ίσως τον πιο συνεπή χαρακτήρα του έργου, μιας γυναίκας αφοσιωμένης στο καθήκον που ξέρει πως έχει να διανύσει μεγαλύτερη απόσταση για το όνειρο της «Μόσχας».
Η σκηνογραφίαΗ ροτόντα, το ευμέγεθες κυκλικό τραπέζι που καταλαμβάνει την Πλαγία Σκηνή του Εθνικού επιβάλλεται των υπόλοιπων σκηνογραφικών αντικειμένων καθώς λαμβάνει πολλές χρήσεις και επιδέχεται πολλών ερμηνειών. Από οικογενειακό τραπέζι και θεατρική σκηνή, γίνεται βατήρας και εφαλτήριο ελπίδας, ρολόϊ για τον χρόνο που περνάει (για να οδηγήσει στο ένδοξο μέλλον που οραματίζεται ο Τσέχωφ) αλλά και κύκλος: ο αέναος κύκλος της ζωής και της ανθρώπινης μοίρας. Για όλα τα παραπάνω δικαιώνεται ο σκηνογραφικός σχεδιασμός της Φιλάνθης Μπογάτσου.
Πως εξορκίζει κανείς την συναισθηματική οκνηρία με σωματική κίνηση; Η Σεσίλ Μικρούτσικου κόντρα στη συμπεριφορά των τσεχωφικών ηρώων βρίσκει ενδιαφέρουσες λύσεις που αφυπνίζουν τη δράση: Από τον εορταστικό χορό της Ιρίνα έως τις ερωτικές περιπτύξεις των Μάσα – Βερσίνιν.

Μαρία Σκουλά και Νάνσυ Σιδέρη.
Σε μια παράσταση όπου όλα περιστρέφονται γύρω από τα τέλματα της καθημερινής ζωής, δηλαδή ορίζεται από το στοιχείο της οικειότητας, δίνεται ένα αντιφατικό τέλος: Σε συνθήκη θεατρικής αποστασιοποίησης οι «Τρεις Αδερφές» διερωτώνται για το νόημα της ζωής με απεύθυνση προς το κοινό. Μια επιλογή της σκηνοθεσίας που κλυδωνίζει το οικοδόμημα το οποίο έχτιζε με επιμέλεια το προηγούμενο παραστατικό δίωρο.
Οι ήρωες από το μέλλονΗ επινόηση δύο προσώπων που έρχονται από το μέλλον (τους υποδύονται οι Τρύφωνας Ζάχαρης και Θάλεια Συκιώτη) παρουσιάζει ενδιαφέρον με την έννοια ότι το σημείο αναφοράς του συγγραφέα είναι ακριβώς αυτό: η ελπίδα για τη ζωή, τον κόσμο, τον άνθρωπο που θα έρθει. Παρόλα αυτά, η ασάφεια για την ταυτότητα αυτών των ηρώων – είναι Ρώσοι αστροναύτες που ταξίδεψαν στο Φεγγάρι δηλαδή σε άλλο χρόνο, είναι στρατιώτες της ΕΣΣΔ; – θολώνουν τη σημασία του ευρήματος.
Η μελαγχολία του Τσέχωφ για την ανθρώπινη ύπαρξη καθρεφτίζεται με ευαισθησία, (γήινη) ποίηση και καθαρότητα σε μια προσεγμένη παράσταση συνόλου, η οποία αδικείται από την διαχείριση της σκηνής του φινάλε.


