Ο θόρυβος της Κηφισίας μοιάζει ανοίκειος. Έχει τόση ησυχία μέσα στο δάσος του κτήματος Συγγρού, ανάμεσα στις αιωνόβιες ελιές και τα περήφανα πεύκα, που νομίζεις πως έχουμε οδηγήσει πολύ για να την απολαύσουμε. Μόνο που ανάμεσα στις απαντήσεις της και τις ερωτήσεις μου υπάρχουν κάποιοι που μιλούν αδιάκοπα· κάποιοι που τραγουδούν, φτερωτοί και καλλίφωνοι, κρυμμένοι στα γειτονικά φυλλώματα. Μόνες με τα πουλιά λοιπόν – εκτός κι αν κάπου – κάπου περάσει κάποιος σκυλάκος, σε κατάσταση γαλήνιας βόλτας, για να μας θυμίσει πως, όντως, δεν είμαστε πολύ μακριά από τον κόσμο.
Πολλές φορές στο παρελθόν, έχω ταυτίσει την Αμαλία Μουτούση με τη συνθήκη της ησυχίας μα κυρίως με αυτήν της σιωπής: μιας παλλόμενης, εσωτερικής σιωπής που φέρουν οι ερμηνείες της στο θέατρο. Ωραία σύμπτωση επομένως που σήμερα καθόμαστε στην καρδιά ενός ανοιχτού πέτρινου θεάτρου, χωρίς να παίζεται παράσταση· αλλά με μια παράσταση να έρχεται σύντομα.
«Η γυναίκα και ο ακροβάτης», το άπαιχτο έργο του Μιχάλη Βιρβιδάκη – που γοήτευσε μέχρι και το Μάνο Χατζιδάκι – βγάζει την Αμαλία Μουτούση από την πολύμηνη προσωπική της ησυχία. Γιατί, κάτω από κάθε συνθήκη, επαναλαμβάνει πως έχει ανάγκη το θέατρο – στ’ αλήθεια δεν ξέρω πόσες φορές τόνισε με ερωτική ένταση όσα σηματοδοτεί η δουλειά στη ζωή της.
Παρότι η στιγμή εξακολουθεί να είναι σημαδεμένη από την απώλεια της μητέρας της, Νόνικας Γαληνέα – από μιαν άλλη οδυνηρή ησυχία, δηλαδή – εκείνη δεν παύει να έχει αυτό το καθαρό βλέμμα για να αναγνωρίσει όλα όσα καθοριστικά την ζωοδοτούν. Το θέατρο και η διαρκής αναζήτηση μέσα στην τέχνη της, η πίστη στο Θεό, η αγάπη για τον άνδρα της, η σχέση με τους μαθητές και τους δασκάλους της, η συμφιλίωση με τον εαυτό της.
Ακόμα και οι απόντες είναι παρόντες στα λόγια και στη σκέψη της Αμαλίας Μουτούση, δημιουργώντας, εδώ μέσα στο δάσος, μια παρένθεση ποίησης, κάπως άπιαστη, κάπως κρυμμένη, αλλά πάντως αισθητή. Ίσως αυτήν να είναι που υμνούν τόσην ώρα τα πουλιά.
Η Αμαλία Μουτούση επιστρέφει σκηνικά με την παράσταση “Η γυναίκα και ο ακροβάτης” σε κείμενο Μιχάλη Βιρβιδάκη και σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη.
Έτσι είναι· και είναι μια συνειδητή επιλογή. Θέλω σιγά – σιγά να βγάζω το κεφαλάκι μου έξω από το παράθυρο. Ψάχνω για πράγματα που να έχουν μια ζεστασιά, μια τρυφερότητα. Στις πιο μεγάλες παραγωγές νιώθω εκτεθειμένη. Βίωσα με τις αδερφές μου τον θάνατο της μητέρας μας, νωρίτερα την ασθένεια της και δεν μου είναι εύκολο ακόμα να περάσω σε κάτι που να έχει πολύ εξωστρέφεια. Φυσικά, δεν παύω να έχω μεγάλη ανάγκη από το θέατρο. Ωστόσο, το κάνω με έναν τρόπο που θυμίζει… ζέσταμα. Και την ίδια ώρα, αισθάνομαι τυχερή, αφού με συναντούν οι κατάλληλες συνθήκες, οι οποίες εμπεριέχουν μια τέτοια προστασία, μια τέτοια κλίμακα. Τόσο η προηγούμενη παράσταση με τον «Αποτυχημένο» όσο και η τωρινή με την «Γυναίκα και τον ακροβάτη» είναι πολύ μέσα στο ύφος της δουλειάς μου.
Πώς προσδιορίζετε αυτό το ύφος;Να έχει το κείμενο στοιχεία καθαρής αυθεντικής ποίησης και να μπορώ υποκριτικά να ψάξω με ελαφρότητα στο βάθος των πραγμάτων. Και αυτά είναι νομίζω και τα βασικά συστατικά της υποκριτικής τέχνης κι ας διαφέρει ο τρόπος που τα χειριζόμαστε.
Είναι τυχαίο που κάθε σας εμφάνιση δεν θυμίζει την προηγούμενη; Εννοώ, σας απασχολεί να δίνετε το σήμα από αλλού κάθε φορά;Μου αρέσει πολύ η εναλλαγή και η ποικιλία στο θέατρο – με ξεκουράζει: να πηγαίνω από κάτι, σε ένα άλλο, πολύ διαφορετικό. Αισθάνομαι πως, σαν χαρακτήρας αλλά και σαν καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία, το περιέχω
Μου αρέσει πολύ η εναλλαγή και η ποικιλία στο θέατρο – με ξεκουράζει: να πηγαίνω από κάτι, σε ένα άλλο, πολύ διαφορετικό. Αισθάνομαι πως, σαν χαρακτήρας αλλά και σαν καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία, το περιέχω. Θέλω να κυκλοφορώ σε πολλά ψυχικά πεδία και ψάχνω τέτοιες ευκαιρίες. Άλλωστε, ένα από τα κριτήρια μου για να επιλέγω συνεργασίες είναι να υπάρχει κάτι που δεν έχω ξανακάνει, που δεν μου θυμίζει κάτι, κάτι καινούργιο που θέλω να το δοκιμάσω. Είναι πολύτιμο όταν έρχονται τέτοιες προτάσεις – πόσο μάλλον όταν έχω συμπληρώσει τόσα χρόνια στη δουλειά, οπότε οι εκπλήξεις λιγοστεύουν. Αυτό που μου αρέσει είναι ότι βλέπω πως, κατά βάθος, τις ζητάω αυτές τις προτάσεις, τις προκαλώ κάπως.
Αλήθεια;Ναι, και δεν το λέω αυθαίρετα· το βλέπω να συμβαίνει.
“Η δουλειά του θεάτρου έχει μέσα της την παιδική ηλικία – όχι με την έννοια των αναμνήσεων ενός παιδιού, αλλά ως ένα ψυχικό τοπίο”, λέει.
Πολύ απλά, η μεγάλη μου επιθυμία να κάνω θέατρο. Μ’ αρέσει πάρα πολύ.
Το κάνω από μια ανάγκη να μοιραστώ, να εκφράσω όλα όσα συμβαίνουν μέσα μου, δίπλα μου, γύρω μου, στη ζωή και στην καθημερινότητα μου. Να τα κάνω κάτι, να τα ακουμπήσω κάπου. Και υπάρχουν και περίοδοι που δεν νιώθω έτσι και τότε δεν μπορώ να αποδώσω στο θέατρο – οπότε περιορίζομαι στην διδασκαλία. Κι αυτή η διαδικασία της διδασκαλίας ειδικά στα χρόνια της ασθένειας της μητέρας μου, ήταν πολύ θεραπευτική· με κράτησε ζωντανή.
Σας τροφοδοτεί και η ιδέα πως παίζετε και για τους άλλους, για το κοινό;Αισθάνομαι πως η προσωπική σχέση με το κοινό σε πυροδοτεί. Δεν βλέπω τους ανθρώπους που έρχονται στο θέατρο σαν ένα συμπαγές σύνολο, τους αισθάνομαι σαν πρόσωπα, μεμονωμένα πρόσωπα – ακόμα καλύτερα αν είναι άγνωστα πρόσωπα
Φυσικά με τροφοδοτεί αλλά αυτή η «συνομωσία» με τους άλλους εξαρτάται από πολλά πράγματα. Για παράδειγμα, αυτό που κάνουμε τώρα με τον Γιάννη Σκουρλέτη και τον Θανάση Δόβρη έχει τέτοια χαρακτηριστικά «συνενοχής» γιατί είναι, σχεδόν, κρυμμένο: συμβαίνει σε ένα χώρο τόσο δα μικρό, σ’ έναν πεζόδρομο στου Ψυρρή, για λίγους θεατές, για λίγες εβδομάδες. Ωστόσο, ακόμα κι αν βρεθώ σε κάτι πιο μεγάλο και πιο εξωστρεφές πάλι αυτό που με τροφοδοτεί είναι αυτή η «μυστική» σχέση με τον άλλον. Αισθάνομαι πως είναι η προσωπική σχέση με το κοινό που σε πυροδοτεί. Δεν βλέπω τους ανθρώπους που έρχονται στο θέατρο σαν ένα συμπαγές σύνολο, τους αισθάνομαι σαν πρόσωπα, μεμονωμένα πρόσωπα – ακόμα καλύτερα αν είναι άγνωστα πρόσωπα.
Ποιά ανάγκη την ανεβάζει στη σκηνή; “Να μοιραστώ, να εκφράσω όλα όσα συμβαίνουν μέσα μου, δίπλα μου, γύρω μου, στη ζωή και στην καθημερινότητα μου. Να τα κάνω κάτι, να τα ακουμπήσω κάπου”, απαντά.
Ναι έχω αυτήν την αγάπη, την άφθαρτη. Όσο μεγαλώνω, εκτιμώ ακόμα περισσότερο το γεγονός ότι μπορώ να κάνω αυτή τη δουλειά. Την αισθάνομαι σαν δώρο. Η δουλειά του θεάτρου έχει μέσα της την παιδική ηλικία – όχι με την έννοια των αναμνήσεων ενός παιδιού, αλλά ως ένα ψυχικό τοπίο· έτσι όπως την κουβαλάει ο άνθρωπος σ’ όλα τα χρόνια της ζωής του. Εκεί όπου, όχι μόνο μπορείς να ξεφεύγεις, αλλά να επιστρέφεις στην πηγή, σε μια πιο ελεύθερη σχέση με τα πράγματα – όπως όταν ήμασταν παιδιά. Να αποδράς από την στενή αίσθηση του χρόνου που σου στερεί τον ορίζοντα και να μπαίνεις στο χώρο της ποίησης που είναι άχρονη, ανάλαφρη και σοφή.
Όχι, ποτέ. Το θέατρο ήταν πάντα για την ψυχή μου μια πηγή αιώνιας παιδικότητας. Και μου κάνει εντύπωση πως κάθε φορά που ξεκινάω να δουλεύω σε μια παράσταση ο εαυτός μου είναι ο ίδιος – αλλά από την αρχή. Η επιθυμία είναι ίδια, αναλλοίωτη· τίποτα δεν την έχει στεγνώσει παρότι έχω ζήσει πολλά πράγματα εν τω μεταξύ. Φυσικά, προσπαθώ να θέτω κάποιους όρους, να δουλεύω με τον τρόπο μου ώστε να είμαι αποδοτική.
Αποφεύγετε τις συνθήκες πίεσης;Όσο μεγαλώνω, εκτιμώ ακόμα περισσότερο το γεγονός ότι μπορώ να κάνω αυτή τη δουλειά. Την αισθάνομαι σαν δώρο
Παραδόξως, ο χώρος του θεάτρου είναι ένα πεδίο όπου με μαθαίνει την καλή πλευρά της πίεσης. Να την εμπιστεύομαι σαν απαραίτητη προϋπόθεση για συνέπεια και ακρίβεια παρά ως ψυχολογική φθορά. Την άλλη πίεση την ψυχολογική, ναι όσο μπορώ την αποφεύγω, δεν την αντέχω.
“Παραδόξως, ο χώρος του θεάτρου είναι ένα πεδίο όπου με μαθαίνει την καλή πλευρά της πίεσης. Να την εμπιστεύομαι σαν απαραίτητη προϋπόθεση για συνέπεια και ακρίβεια παρά ως ψυχολογική φθορά”, εξηγεί.
Ο Γιάννης μου πρόσφερε το έργο του Μιχάλη Βιρβιδάκη το οποίο μου άρεσε πάρα πολύ. Μιλάει για την επιθυμία και για τον θάνατο μ’ ένα τρόπο που με άγγιξε πολύ. Είχε και «πολύ ωραία λόγια» – όπως έλεγαν οι παλιοί. Και παρότι ο Βιρβιδάκης το έγραψε νέος, φανταράκι στη σκοπιά, φαίνεται πως από τότε ήταν μανιακός κυνηγός και αναζητητής της παιδικής ηλικίας αλλά και της αθωότητας των λέξεων. Διάβασα το κείμενο και ξαφνικά είπα «θέλω να το πω». Είναι τόσο πρωταρχική αυτή η ανάγκη, να θέλεις να το μοιραστείς. Ήταν, λοιπόν, μια ωραία συγκυρία να συναντηθούμε με τον Γιάννη Σκουρλέτη, που η δουλειά του στο θέατρο έχει κάτι αυθεντικό και μοναχικό που με ζεσταίνει, το έχω ανάγκη. Την ίδια ώρα, το να είμαστε με τον Θανάση Δόβρη, οι δυο μας πάνω στη σκηνή, μου δίνει τόσο μεγάλη χαρά κι ασφάλεια, αφού ήμασταν μαζί σε όλες τις «Αντιγόνες» του Λευτέρη (Βογιατζή) και οι δεσμοί μας είναι δεσμοί αίματος, βιωματικοί.
Η ομολογία «θέλω να πω αυτά τα λόγια» συναντάει απόλυτα την παιδική ενόρμηση για την οποία μιλήσατε νωρίτερα.Το θέατρο ήταν πάντα για την ψυχή μου μια πηγή αιώνιας παιδικότητας. Και μου κάνει εντύπωση πως κάθε φορά που ξεκινάω να δουλεύω σε μια παράσταση ο εαυτός μου είναι ο ίδιος – αλλά από την αρχή
Ναι και είναι ωραία σύμπτωση γιατί η επιθυμία είναι το βασικό θέμα του έργου. Η γυναίκα που υποδύομαι έχει μια άσβεστη επιθυμία για ζωή. Ό,τι κι αν έχει συμβεί, σε όποια ηλικία κι αν έχει φτάσει, όσο κι αν έχει ματαιωθεί, δεν παύει να επιθυμεί. Σε όλα νιώθει την ζωή, ακόμα και στον θάνατο.
Πώς επιδρά στην επιθυμία της η εμφάνιση του ακροβάτη;Μέσα από την συνάντηση τους εμφανίζεται η ζωή της ολόκληρη. Το παρελθόν, το παρόν, και κυρίως ο θάνατος. Είναι μια γυναίκα γεμάτη από επιθυμία, μπροστά στο τέλος της ζωής της που προσπαθεί απεγνωσμένα να αποχαιρετήσει τη ζωή και ψάχνει το πώς. Η Ουρανία – έτσι την λένε – και ο Θόδωρας – το όνομα του Ακροβάτη – είναι πρόσωπα μυστήρια, πάρα πολύ αστεία και διαφορετικά από τον υπόλοιπο κόσμο. Ζουν στο περιθώριο. Εκείνη ζει ολομόναχη σε μια σοφίτα: μοιάζει να συμπυκνώνει όλους τους ανθρώπους που ζουν ματαιωμένοι, αλλά με ιδανικά, γαντζωμένοι από τραύματα, από εμμονές, μια γυναίκα που βρίσκεται σε έναν εσωτερικό, ακραίο, παραληρηματικό απολογισμό ζωής. Σε αυτό το σημείο, εμφανίζεται ο Θόδωρας που, από την μία είναι το κύριο πρόσωπο του παρελθόντος της, ο σύντροφος της ας πούμε, αλλά τώρα έρχεται ως ο Ακροβάτης, ο Άγγελος θανάτου, σαν ένας Δαίδαλος που κατασκευάζει φτερά και πετάει. Και την οδηγεί σιγά-σιγά στην αποδοχή, της παίρνει τον φόβο και με την αγάπη του την φέρνει στο σημείο να εμπιστευτεί μέχρι που η ίδια να του ζητήσει από μόνη της τα φτερά του για να πετάξει. Δεν μας διευκρινίζεται αν η συνάντηση τους είναι πραγματική ή συμβαίνει μέσα στο μυαλό της Ουρανίας, ως απόρροια της μοναξιάς της και του επικείμενου θανάτου της.
Μοιάζει να σας συγκινεί αυτό το κείμενο.Είναι ένα πολύ τρυφερό και πικρό και αστείο έργο. Που ξεκινάει από ένα τραύμα και φτάνει σ’ ένα θαύμα. Και έχει μια πνευματικότητα, κάτι που δεν είναι καθόλου συχνό στα σύγχρονα κείμενα.
Ενώ ετοιμάζεται να πρωταγωνιστήσει στο έργο “Η γυναίκα και ο ακροβάτης” θυμάται πως ως παιδί φαντασιωνόταν να κάνει ακροβατικά από μια κούνια που θα κρέμεται ψηλά, στην κορυφή της τέντας: “θα πέφτω χωρίς δίχτυ ασφαλείας και ο κόσμος θα αγωνιά για την τύχη μου· αλλά εγώ, ως δια μαγείας, πάντα θα σώζομαι”.
Ναι, το ονειρευόμουν. Μου άρεσε πάρα πολύ το τσίρκο και ειδικά τα ακροβατικά που γίνονταν πάνω σε άλογα. Επίσης, φαντασιωνόμουν πως θα κάνω ακροβατικά από μια κούνια που θα κρέμεται ψηλά, στην κορυφή της τέντας, θα πέφτω χωρίς δίχτυ ασφαλείας και ο κόσμος θα αγωνιά για την τύχη μου· αλλά εγώ, ως δια μαγείας, πάντα θα σώζομαι.
Υπό αυτήν την έννοια, είδατε κάτι μοιραίο σε αυτό το κείμενο;Το να είμαι με τον άνθρωπο μου στο σπίτι μας στη Φολέγανδρο είναι μια μόνιμη επιθυμία που δεν φεύγει ποτέ. Και να ’χω χρόνο που να ξεχνιέμαι λίγο, να χαζεύω
Νομίζω ότι, με κάποιο τρόπο, είμαστε συντονισμένοι με τα πράγματα που επιθυμούμε. Ο ακροβάτης που εμφανίζεται στη ζωή της Ουρανίας μοιάζει να ακολουθεί την επιθυμία της να μπορέσει να πετάξει προς το θάνατο, αλλά ο θάνατος γίνεται φωτεινό πέρασμα. Κάνει με τον ακροβάτη ό,τι θέλει, με τον τρόπο που σκηνοθετούμε τη ζωή μέσα στα όνειρα μας κάπως ερήμην μας: γίνεται ο άνδρας που αναζητούσε πάντα, γίνεται άγγελος και άγγελος θανάτου, σύμβολο για το πέταγμα της ελευθερίας.
Έχετε αγγίξει τα όνειρα σας; Όχι μόνο στην επαγγελματική, αλλά και στην προσωπική σας ζωή.Να σου πω, ευτυχώς που υπάρχει το θέατρο γιατί στην καθημερινότητα δεν ονειρεύομαι, δεν ξεχνιέμαι εύκολα, όλο στα πρακτικά είναι ο νους μου. Είμαι ευγνώμων, όμως, με όλα στη ζωή μου και με τα καλά που ονειρεύτηκα και έγιναν, αλλά και με τα δύσκολα που ήρθαν ενώ ποτέ δεν τα ονειρεύτηκα.
“Ευτυχώς που υπάρχει το θέατρο γιατί στην καθημερινότητα δεν ονειρεύομαι, δεν ξεχνιέμαι εύκολα, όλο στα πρακτικά είναι ο νους μου”, ομολογεί.
Το να είμαι με τον άνθρωπο μου στο σπίτι μας στη Φολέγανδρο είναι μια μόνιμη επιθυμία που δεν φεύγει ποτέ. Και να ’χω χρόνο που να ξεχνιέμαι λίγο, να χαζεύω.
Διανύετε μια φάση ζωής που θέλετε να προστατεύσετε τον εαυτό σας, τις επιθυμίες σας;Διανύω μια φάση που νιώθω ορφανή, αλλά όχι απροστάτευτη.
Πιστεύετε πως η ζωή είναι μια ακροβασία;Πέφτουμε τσακιζόμαστε και πάλι σηκωνόμαστε. Για να τα βγάλουμε πέρα σ’ αυτή τη ζωή, ακροβατούμε, αλλά έτσι δεν μαθαίνουμε;
Φυσικά, από τη στιγμή που γεννιόμαστε βαφτιζόμαστε ακροβάτες, χωρίς καν να το ξέρουμε και χωρίς να το έχουμε συμφωνήσει. Πέφτουμε τσακιζόμαστε και πάλι σηκωνόμαστε. Για να τα βγάλουμε πέρα σ’ αυτή τη ζωή, ακροβατούμε, αλλά έτσι δεν μαθαίνουμε;
“Δεν μπορώ να πω πως δεν έχω ζήσει πράγματα μέσα στα οποία ένιωθα να ’μαι στο κενό, μετέωρη και ανασφαλής. Την ίδια στιγμή, όμως, είχα γύρω μου ανθρώπους όταν τους χρειάστηκα για να ζητήσω βοήθεια”
Δεν μπορώ να πω πως δεν έχω ζήσει πράγματα μέσα στα οποία ένιωθα να ’μαι στο κενό, μετέωρη και ανασφαλής. Την ίδια στιγμή, όμως, είχα γύρω μου ανθρώπους όταν τους χρειάστηκα για να ζητήσω βοήθεια. Ευτυχώς, από μικρό παιδί, είμαι ένας άνθρωπος που δεν διστάζει να ζητήσει βοήθεια και είχα πάντα ανθρώπους να νοιαστούν για μένα και να με στηρίξουν.
Είναι υπέρβαση να ζητάς βοήθεια;Δεν ξέρω αν είναι υπέρβαση, αλλά πως να ζήσουμε χωρίς βοήθεια; Ζητάς, πώς αλλιώς; Εκεί που, ίσως, χρειάζεται μια μικρή προσπάθεια είναι στο ν’ αναγνωρίσεις πως την χρειάζεσαι. Είναι ανακουφιστικό να μην ντρέπομαι να ζητήσω βοήθεια, όπως και το να μπορώ να φροντίσω τον άλλον όταν το χρειάζεται. Στη ζωή μου, χρειάστηκε να μάθω από μικρή να φροντίζω τον άλλον. Κι είμαι ευγνώμων και γι’ αυτό.
Στα μάτια των άλλων, αυτός που φροντίζει πρέπει να είναι δυνατός.Δεν είμαστε μόνο βιολογικά πλάσματα είμαστε και πνευματικά. Δεν είμαστε μόνο λίγα κιλά και λίγα χρόνια
Είμαι δυνατή, βέβαια. Αισθάνομαι πως ο Θεός μου δίνει αυτή τη δύναμη. Γιατί πόσο δυνατός να είναι κανείς από μόνος του; Αφού τίποτα δεν είμαστε από μόνοι μας.
Μιλώντας για την πίστη στο Θεό: “Για να βρεις παρηγοριά, χρειάζεται να εμπιστευτείς κι αυτό είναι αγώνας καθημερινός, δεν σταματάει ποτέ. Αλλά ναι, η μεγαλύτερη λαχτάρα μου είναι να εμπιστευτώ και να αφεθώ στο Θεό”.
Σίγουρα. Αν και δεν χρειάζομαι ένα κείμενο για να μου θυμίσει την απώλεια. Σπουδάζουμε το θάνατο από τότε που γεννιόμαστε. Δουλεύοντας, όμως, πάνω σε κάτι που σε πονάει, κάτι κερδίζεις, ο πόνος δεν λιμνάζει, γίνεται λέξεις γίνεται μια ιστορία, ένα τραγουδάκι – κάτι γίνεται τέλος πάντων. Και όταν αγαπάς τόσο πολύ έναν άνθρωπο και δεν τον έχεις πια, βρίσκεις τρόπους για να τον κουβαλάς μέσα σου. Τα υπόλοιπα ανήκουν στο Θεό: εκεί που όλα πάνε να γίνουν σκοτάδι, αμέσως τ’ αφήνω στο Θεό.
Στις μεγάλες δοκιμασίες της ζωής σας βρήκατε παρηγοριά στο Θεό;Για να βρεις παρηγοριά, χρειάζεται να εμπιστευτείς κι αυτό είναι αγώνας καθημερινός, δεν σταματάει ποτέ. Αλλά ναι, η μεγαλύτερη λαχτάρα μου είναι να εμπιστευτώ και να αφεθώ στο Θεό.
Σας φοβίζει το αναπόδραστο του τέλους;Ναι ειδικά αυτό το διάστημα πολύ, αλλά όταν με πιάνει αυτός ο φόβος γραπώνομαι αμέσως από την πίστη μου στο Θεό. Δεν είμαστε μόνο βιολογικά πλάσματα είμαστε και πνευματικά. Δεν είμαστε μόνο λίγα κιλά και λίγα χρόνια. Ό,τι και να καταφέρνουμε από μόνοι μας, όσα επιτεύγματα και να πετύχουμε χωρίς το Θεό θα ’μαστε σκοτισμένοι. Οπότε, προσπαθώ να εμπιστεύομαι τον Θεό και η πίστη μου, μου μαθαίνει λίγο-λίγο να βλέπω όλα τα φθαρτά μ’ έναν τρόπο που ξεπερνάει τη φθορά. Αφού είμαστε περαστικοί από ‘δω κι αυτό είναι το μόνο σίγουρο.
Είστε ένας άνθρωπος που χρειάζεται να πιστέψει στα πράγματα για να τα ακολουθήσει;Θέλω να έχω όραμα για την ζωή και την ύπαρξη μου. Κι αν αυτό ακούγεται θεωρητικό, στ’ αλήθεια είναι φτιαγμένο από πολλή καθημερινότητα, πολλή κανονική ζωή, αμηχανία, λάθη, χαρά, λύπη, αμφιβολίες, προσπάθεια. Αλλά ναι, η έννοια της αποστολής είναι κάτι που με εμπνέει και νομίζω πως αυτό ισχύει για όλους. Όταν πιάνω τον εαυτό μου να γεμίζει από σκουπίδια, από περιττές σκέψεις, δυσάρεστες εικόνες, κακή πληροφορία, αρρωσταίνω, θέλω αμέσως να αντισταθώ να ανατρέξω στη δουλειά μου, στα διαβάσματα μου, στους φίλους μου, στην οικογένεια μου. Και νιώθω ευγνώμων που τα έχω όλα αυτά.
Υπάρχουν πρόσωπα που σας εμπνέουν;Είχαμε δρόμο να διανύσουμε με τον Λευτέρη Βογιατζή, τόσο στην προσωπική μας και στη συνεργατική μας σχέση. Συνέχεια τον ανακαλώ, πολλές φορές λέω μέσα μου «αχ, βρε Λευτέρη πες μου, μίλα!»
Ο πνευματικός μου πατέρας, ο Πατέρας Νικόλαος, είναι ο άνθρωπος που με εμπνέει στη ζωή μου, στην πίστη μου, στα πάντα. Τώρα στον χώρο του θεάτρου, καλλιτεχνικά, πάντα ο Μιχαήλ και φυσικά ο Λευτέρης που μπορεί να ήταν δύσκολος στη δουλειά, αλλά δεν θα ξεχάσω πως μου έδωσε φτερά όταν τα ήθελα.
Με εσάς ήταν το ίδιο δύσκολος;Εννοείται, αλλά ήταν και φοβερά απλός και γενναιόδωρος. Σαν παιδί.
Μέσα σας κρατάτε τα φτερά που σας έδωσε;Μέσα μου κρατάω την αγάπη που οδηγούσε τη σχέση μας, η οποία κόπηκε ενώ είχε δρόμο μπροστά της. Είχαμε δρόμο να διανύσουμε με το Λευτέρη, τόσο στην προσωπική μας και στη συνεργατική μας σχέση. Συνέχεια τον ανακαλώ, πολλές φορές λέω μέσα μου «αχ, βρε Λευτέρη πες μου, μίλα!»
Για την εμπειρία της διδασκαλίας: “Διδάσκω σε παιδιά που δεν ξέρουν την πορεία μου, δεν μεγάλωσαν βλέποντας με στο θέατρο, δεν με ξέρουν καν. Είναι πολύ ωραίο να χτίζεις μια σχέση από την αρχή, δίχως κανένα φορτίο θαυμασμού ή εξιδανίκευσης. Τους δίνει την δυνατότητα να με αμφισβητήσουν”.
Ο Μάκης είναι άλλο, είναι εκτός συναγωνισμού. Είναι ο άνθρωπός μου, το μεγαλύτερο δώρο του Θεού στη ζωή μου.
Χρειάζεστε φανούς για να συνεχίζετε;Ναι, θέλω να εμπνέομαι. Αυτή η ανάγκη λειτουργεί διπλά, αφού χαίρομαι όταν μπορώ κι εγώ να εμπνεύσω νεότερους από μένα. Διδάσκω από 33 χρονών και μου αρέσει πολύ να νιώθω ότι, μέσα από την εμπειρία μου, μπορώ να μεταδώσω κάτι χρήσιμο και θετικό.
Πιστεύετε πως για κάποιους μαθητές σας έχετε καταφέρει να λειτουργήσετε όπως λειτούργησε ο Βογιατζής για εσάς;Δεν τίθεται θέμα σύγκρισης. Πάντως, ο δάσκαλος παίζει – και καλό είναι να παίζει – ρόλο στη ζωή των μαθητών του. Ανήκω, εξάλλου, σ’ αυτή τη σχολή.
Τι έχετε μάθει από τις μαθήτριες και τους μαθητές;Καταρχήν, την χαρά της σχέσης: θέλω να έχω σχέση με τα παιδιά. Η διδασκαλία είναι αφορμή για κάτι τέτοιο, αλλιώς αποκόβεσαι από αυτό που φέρνει η εποχή. Πρέπει να διανύσεις κι εσύ μιαν απόσταση προς αυτά κι αυτά προς τα σένα. Θέλω να μάθω τις λέξεις τους, χωρίς να χάσω το δικό μου λεξιλόγιο. Και συνειδητοποιώ, συχνά, πως το δικό μου λεξιλόγιο, ο τρόπος μου, δεν είναι αυτονόητος. Διδάσκω σε παιδιά που δεν ξέρουν την πορεία μου, δεν μεγάλωσαν βλέποντας με στο θέατρο, δεν με ξέρουν καν. Είναι πολύ ωραίο να χτίζεις μια σχέση από την αρχή, δίχως κανένα φορτίο θαυμασμού ή εξιδανίκευσης. Τους δίνει την δυνατότητα να με αμφισβητήσουν.
Εσείς αμφισβητήσατε τους δασκάλους ή συνεργάτες σας;Αμφισβήτησα τις αυθεντίες με τις οποίες συναντήθηκα. Είτε ήταν οι σκηνοθέτες μου, είτε ακόμα και οι γονείς μου
Νομίζω πως ναι, αμφισβήτησα τις αυθεντίες με τις οποίες συναντήθηκα. Είτε ήταν οι σκηνοθέτες μου, είτε ακόμα και οι γονείς μου. Το σίγουρο είναι πως έπρεπε να προχωρήσω. Τους αμφισβήτησα και σαν έφηβη με την γνωστή επαναστατική διάθεση αλλά κι αργότερα, πιο ήπια και ώριμα με δουλειά με τον εαυτό μου. Και μετά έρχεται η αποδοχή, τους αγαπάς όπως είναι.
Κοπιάσατε πολύ για να βρείτε έναν δικό σας εαυτό;Ναι, αλλά μ’ αυτόν τον κόπο τον αυτονόητο που είναι μέρος της ζωής. Και δεν τον αισθάνεσαι σαν κόπο, αλλά σαν μια φυσική ροή εξέλιξης των πραγμάτων.
Το ρωτώ γιατί ενώ βρεθήκατε στη σκιά σημαντικών καλλιτεχνών – από τη Νόνικα Γαληνέα και τον Αλέκο Αλεξανδράκη έως τον Λευτέρη Βογιατζή και το Μιχαήλ Μαρμαρινό – δεν σας επισκίασαν.Είναι σαν να φυτεύεις δίπλα σε ένα ψηλό δέντρο, ένα μικρό δεντράκι που ψάχνει να βρει τον ήλιο για να τραφεί. Οπότε ναι, στάθηκα δίπλα σε δέντρα ψηλά ποτίστηκα από αυτά, τα πότισα κι εγώ με τη σειρά μου. Και με τον καιρό, έβγαλα τις δικές μου ρίζες, το δικό μου φύλλωμα.
Σχολιάζοντας την σχέση με το νεότερο ευατό της: “Ήμουν πολύ αυστηρή με μένα. Δεν μ’ άρεσε ο εαυτός μου, με κούραζε”, παραδέχεται.
Δεν το έχω σκεφτεί αρκετά, πάντως ναι, είναι μια ανάγκη που, πολλές φορές, φανερώνεται. Το καταλαβαίνω περισσότερο όταν έρχονται περίοδοι στη ζωή μου, που ενώ νιώθω την ανάγκη για κάτι δημιουργικό, δεν αντέχω να μπω στον κόσμο κάποιου άλλου. Εκεί συνειδητοποιώ πως υπάρχει μια περιοχή που ίσως δεν την έχω ψάξει αρκετά. Βέβαια, ο τρόπος και οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάζομαι – έχουν συνήθως έναν κόσμο που δεν με πνίγει. Μπορώ, δηλαδή, να χωράω εντός τους και να διατηρώ την υπόσταση μου. Πάντα, έχω την ανάγκη από την προσωπική μου ελευθερία έκφρασης. Πάντως όταν δουλεύω ένα ρόλο μου είναι απαραίτητο το βλέμμα του άλλου.
Νιώθετε σιγουριά για τον εαυτό σας; Το άλλο βλέμμα καλύπτει ενδεχομένως και μια ανάγκη για ασφάλεια;Ναι, σίγουρα μια ανάγκη για ασφάλεια, την ασφάλεια που σου δίνει ένα καθαρό βλέμμα γιατί εμείς δεν βλέπουμε καθαρά τον εαυτό μας. Επίσης, το βλέμμα του άλλου, καλύπτει μια ανάγκη να βγω από τον εαυτό μου, να ξεχαστώ.
Αν ξαναγυρνούσατε στην εποχή της διδαχής – έχοντας την σημερινή γνώση του εαυτού σας – πιστεύετε πως θα ξεκινούσατε από αλλού;Δεν ξέρω, όμως, από την εποχή της διδαχής, δεν θυμάμαι πολλά. Οπότε αν ξαναγύριζα, θα το έκανα μόνο για να θυμηθώ όσα έχω ξεχάσει. Πολλές φορές, ζητάω από τις παιδικές μου φίλες να μου αφηγηθούν πράγματα που κάναμε γιατί δεν τα θυμάμαι. Πάντως, δεν χάνω την ελπίδα μου. Ξέρω πως ο άνθρωπος καθώς μεγαλώνει, οδηγείται με μεγαλύτερη εμμονή προς τη παιδική του ηλικία· όχι από νοσταλγία, αλλά από ανάγκη να βρει πράγματα.
Τι θα θέλατε να βρείτε και να το επαναφέρετε;Την αίσθηση ότι υπήρξα όντως το παιδί που υπήρξα.
Είχατε αγάπη για τον εαυτό σας ως παιδί;Δεν έχω κανένα παράπονο, έχω πάρει και παίρνω κάθε μέρα αγάπη. Πιο ωραίο είναι ν’ αγαπάς
Ήμουν πολύ αυστηρή με μένα. Δεν μ’ άρεσε ο εαυτός μου, με κούραζε.
Γιατί;Με κούραζε με αυτά που ήθελε, την ανάγκη του για προσοχή, την ανάγκη για αγάπη, την προσπάθεια να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο γονείς που είχαν χωρίσει, την ανάγκη να πει ψέματα για να γεφυρώσει διαφορές. Αλλά με τέτοιες δυσκολίες είναι που πορευόμαστε όλοι.
Να υποθέσω πως η ανάγκη για αγάπη και προσοχή εξακολουθεί να υπάρχει. Αλλά πως έχει μετασχηματιστεί;Δεν έχω κανένα παράπονο, έχω πάρει και παίρνω κάθε μέρα αγάπη. Πιο ωραίο είναι ν’ αγαπάς.
Η Αμαλία Μουτούση πρωταγωνιστεί στο έργο του Μιχάλη Βιρβιδάκη “Η γυναίκα και ο ακροβάτης”. Η παράσταση κάνει πρεμιέρα στις 2 Μαϊου στο bijoux de kant HOOD art space (Πολυκλείτου 21, Μοναστηράκι, 6942259779).
Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης
Σκηνογραφία: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης
Κοστούμια – props: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης, Βενετία Long
Κίνηση: Διονύσης Νικολόπουλος
Φωτισμοί: Γιώργος Μαρουλάκος
Σύμβουλος δραματουργίας: Ασημένια Ευθυμίου
Βίντεο: Έλενα Παληγιάννη
Γραφιστικά: Λένα Δελλαδέτσιμα
Βοηθός σκηνοθέτη: Αλίκη Πιτσινίγκου
Παίζουν: Αμαλία Μουτούση, Θανάσης Δόβρης
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή, Δευτέρα στις 21:00, έως 2 Ιουνίου. Διάρκεια: 75
λεπτά
Τιμές εισιτηρίων: 16 € κανονικό, 12 € μειωμένο
Ηλεκτρονική προπώληση: https://www.more.com/gr-el/tickets/theater/i-gynaika-kai-
o-akrobatis