Έχει ακουστεί πολλές φορές στο δημόσιο διάλογο η άποψη πως αν ανατρέξουμε ιστορικά στην περίοδο του Μεσοπολέμου τότε θα βρούμε -δεδομένων των αναλογιών και των συνθηκών- τρομακτικά πολλές ομοιότητες με την εποχή που διανύουμε σήμερα. Αν και συνήθως καταφεύγουμε σε τέτοιες υπεραπλουτεύσεις από την ανάγκη να κατευνάσουμε την αβεβαιότητα και την αμηχανία μας απέναντι σε αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως «χάος», ίσως να του δώσουμε ένα «όνομα» ή να το βάλουμε σε μια τάξη, ωστόσο, δεν είναι τυχαίο που ορισμένα μοτίβα μάς φαίνονται υπερβολικά οικεία.
Τη χρονιά που ο Γάλλος συγγραφέας και δημοσιογράφος Georges de La Fouchardière εξέδωσε το μυθιστόρημα, «Η Σκύλα», το 1929, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες “τραυματισμένες”, στον απόηχο του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου, έρχονταν αντιμέτωπες με μια παγκόσμια οικονομική κρίση που συνεπαγόταν την απαξίωση των κοινωνικοπολιτικών θεσμών, αξιών και ηθικών κανόνων και τη συνεπακόλουθη άνοδο του φασισμού. Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο τοποθετείται η ιστορία ενός μοιραίου ερωτικού τριγώνου, ανάμεσα στον φιλήσυχο ιδιωτικό υπάλληλο – ερασιτέχνη ζωγράφο Μωρίς, την αφελή “πεταλουδίτσα της νύχτας” Λουλού και τον αδίστακτο εραστή και “προστάτης” της Ντεντέ, με τον de la Fouchardière να θέτει ένα κρίσιμο και ζωτικής σημασίας ερώτημα: Πως επηρεάζει και επηρεάζεται ο μέσος άνθρωπος από μια τέτοια συνθήκη;
Και είναι αυτό, εν μέρει το ερώτημα, που καθιστά επίκαιρη τη θεατρική μεταφορά του μυθιστορήματος του Georges de La Fouchardière από την Κερασία Σαμαρά στη σκηνή του Θεάτρου Αλκμήνη. «Πρόκειται για μια παράξενη, αλλόκοτη ομοιότητα με έναν κόσμο που απέχει από το σήμερα ακριβώς έναν αιώνα. Οδηγήθηκα από το σκεπτικό πως αν το θέατρο είναι ένας καθρέφτης της κοινωνίας μας τότε είναι πολύ όμορφο να παρατηρήσουμε όλοι μαζί αυτό το είδωλο και να αναλογιστούμε πάνω σε αυτό», εξηγεί η σκηνοθέτρια και μια εκ των πρωταγωνιστών της ομότιτλης παράστασης, η οποία έχει αναλάβει, επίσης, και τη θεατρική προσαρμογή του βιβλίου.
Χτυπημένοι από τις άσχημες οικονομικές συνθήκες, παρασυρόμενοι από τα πάθη, τους πόθους και τα ένστικτά τους, μερικώς συνυπεύθυνοι για την ίδια τη δυστυχία τους, εγκλωβισμένοι σε συμβάσεις, (αυτό)εξαπατήσεις και τον πνιγηρό μικροαστισμό τους, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι, θύτες και θύματα συνάμα, “απογυμνωμένοι” και εκτεθειμένοι στα μάτια μας, φλερτάρουν συνεχώς με το «ναδίρ» και την υπερβολή μέσα από μια σειρά λανθασμένων επιλογών.
«Η ανθρώπινη ψυχή είναι παντοτινή. Στο έργο παρακολουθούμε τα ταπεινά ένστικτα του ανθρώπου να ενισχύονται από τις δυσχερείς οικονομικές καταστάσεις. Όταν ως σύνολο έχεις σαν στόχο το χρήμα, το κέρδος και την ιδιοτέλεια, τότε οδηγείσαι σε μια συλλογική φτώχεια. Μόνο όταν στρεφόμαστε ο ένας προς τον άλλον και όχι προς τον εαυτό μας καταφέρνουμε να γίνουμε πλουσιότεροι», σχολιάζει η Κερασία Σαμαρά, η οποία στην παράσταση μαζί με τον ηθοποιό Δημήτρη Καραβιώτη αναλαμβάνουν τον ρόλο των αφηγητών και των εμπόρων τεχνών ταυτόχρονα, θέτοντας με αυτόν τον τρόπο ως ραχοκοκκαλιά της παράστασης το σχόλιο του συγγραφέα πάνω στην εμπορευματοποίηση της τέχνης και συνδέοντας το με το ζητούμενο της υποχρέωσης του σημερινού ανθρώπου του θεάτρου να υπηρετεί την τέχνη του αν μη τι άλλο με ειλικρίνεια.
Και αν στον καθρέφτη που τοποθετεί η παράσταση απέναντι μας, αμφότεροι οι ήρωες του έργου και εμείς οι θεατές δίνουμε την εντύπωση πως βαδίζουμε στη ζωή υπνωτισμένοι, κλείνοντας τα μάτια σε πληγές που κακοφορμίζουν, για τον ηθοποιό Μανώλη Ιωνά, που υποδύεται τον Μωρίς -τον καταπιεσμένο υπάλληλο και κωμικό σύζυγο που αγαπά τον αγοραίο έρωτα και τη ζωγραφική. Ή όπως ο ίδιος τον χαρακτηρίζει «απλώς τον σύγχρονο άνθρωπο»- ήρθε η ώρα να ξυπνήσουμε: «Οι ηδονές δεν έχουν καμία δύναμη. Το χρήμα, η εξουσία, το σεξ, ό,τι σήμερα θεωρείται σημαντικό, δεν είναι αυτά που κάνουν τη διαφορά στη ζωή μας. Όταν οι άνθρωποι επιβιώνουν με όποιο τίμημα, όταν έχει χαθεί η οποιαδήποτε πίστη, τότε είναι που οι κοινωνίες μηδενίζονται».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο ηθοποιός Βασίλης Βλάχος, στον ρόλο του Αλέξη, ενός απατεωνάκου που θεωρείται ήρωας πολέμου και προσπαθεί να τα βγάλει πέρα σε καιρό ειρήνης με κάθε τρόπο: «Ναι μεν οι ήρωες αυτοί καταφέρνουν και επιβιώνουν, αλλά δεν αποτελούν το καλύτερο παράδειγμα να ακολουθήσει κανείς. Να απαξιώνουν, να εκβιάσουν. Πρέπει να βρούμε θεωρώ καλύτερες διεξόδους ως κοινωνία. Μια ευτελισμένη κοινωνία που έχει χάσει τις αξίες της οδηγείται σε μονοπάτια δύσβατα που καταλήγουν στην καταστροφή».
Πέρα, όμως, από τα όσα έχει να μας πει για την αιώνια σύγκρουση της καλλιτεχνικής αξίας με τον φαύλο κύκλο του υπερκέρδους, για την εμπορευματοποίηση και εκμετάλλευση του ανθρώπινου σώματος, για την έμφυλη βία, την καταβαράθρωση των «ιερών θεσμών» της εκκλησίας, της δικαιοσύνης, της οικογένειας, διαβρωμένων από τον νόμο του χρήματος, η γοητεία της «Σκύλας» του Georges de La Fouchardière πηγάζει, επίσης, από τον τρόπο που ζωντανεύει την αυθεντική ατμόσφαιρα μιας ολόκληρης εποχής, εκείνης του μεσοπολέμου, μέσα από μια σκοτεινή νουάρ ιστορία έρωτα, μυστηρίου και εγκλήματος, η οποία, όπως μας εξηγεί η ηθοποιός Χίλντα Ηλιοπούλου, που ερμηνεύει τον ρόλο της Αντέλ, της “πικρόχολης” και “στερημένης” συζύγου του Μωρίς, μια “drama queen” περσόνα – εκπρόσωπος μιας διαχρονικά παγιδευμένης γυναικείας ψυχής– «συγκεντρώνει στοιχεία από πολλούς χώρους, από τον εξπρεσιονισμό, το βαριετέ, τη μαύρη κωμωδία» και εμπεριέχει, ταυτόχρονα, «το δράμα, την τραγωδία, την υπερβολή, το χιούμορ και την αλήθεια», γεγονός, που σύμφωνα με την ίδια, το καθιστά καλλιτεχνικά δημιουργικό.
Όπως μάς εξηγεί η σκηνοθέτρια της παράστασης Κερασία Σαμαρά «Μέσα από μια αισθητική ταυτότητα που σφραγίζεται από τα εικαστικά έργα της ζωγράφου Εύας Μελά που αποδίδουν το καλλιτεχνικό πνεύμα της εποχής του μεσοπολέμου», μέσα από μια σύγχρονη σκηνοθετική προσέγγιση «που λαμβάνει υπόψιν τα ρηξικέλευθα και ριζοσπαστικά κινήματα θεατρικού λόγου που έχουν προηγηθεί», από «επιρροές αντλούμενες από το καμπαρέ, το βαριετέ και το τσίρκο», τη μουσική του Τάκη Μπαρμπέρη, τα σκηνικά και τα κοστούμια της Εύας Μελά και της Άννας Λουκίδη-Ανδρέου, καθώς και τους φωτισμούς του Βαγγέλη Μούντριχα.
Με τη διασκευή, όπως μας εξομολογείται η σκηνοθέτρια, να αντιμετωπίζει δύο προκλήσεις. Η πρώτη , φυσικά, η επιλογή του υλικού που μπορούσε να κρατήσει στη θεατρική απόδοση για λόγους οικονομίας θεατρικού χρόνου, «Αυτό που με γοήτευσε στο βιβλίο είναι το γεγονός πως ζωντάνευε μπροστά στα μάτια μου πολλές συναρπαστικές εικόνες, γεμάτες μεγάλες υπόγειες συγκρούσεις που με ενδιέφεραν να παρασταθούν στη σκηνή, ωστόσο, ένα μέρος έπρεπε να κοπεί, διατηρώντας ασφαλώς την καρδιά και την ψυχή του έργου που έχει να κάνει με την αέναη πτώση του ανθρώπου και αποφεύγοντας τους διδακτισμούς».
Η δεύτερη πρόκληση που αντιμετώπισε; Η προσαρμογή από τον μονολογικό τρόπο αφήγησης που συναντάμε στην λογοτεχνική μορφή του έργου -με τον Μωρίς, τη Λουλού και τον Ντεντέ -το αιώνιο τρίγωνο «Αυτός, αυτή και ο άλλος»- σε ένα πολυπρόσωπο τρόπο θεατρικής παράστασης που παρουσιάζει έναν βίαιο, σκληρό, σκοτεινό κόσμο, εκεί που βασιλεύει το «ο καθένας για την πάρτη του», ενώ, το γέλιο και η τέχνη αντί για σωτηρία μετατρέπονται σε βαριά αλυσίδα στον λαιμό που σε τραβάει προς τα κάτω.
Η Σκύλα, του Georges de la Fouchardiere στο Θέατρο Αλκμήνη
Συγγραφέας: Georges de la Fouchardiere
Σκηνοθεσία – διασκευή: Κερασία Σαμαρά
Παίζουν: Μανώλης Ιωνάς, Βασίλης Βλάχος, Κερασία Σαμαρά, Δημήτρης Καραβιώτης, Χίλντα Ηλιοπούλου, Μιράντα Ζησιμοπούλου – Αγγελική Ξενία (εναλλάξ), Χρήστος Κασιέρης
Παραστάσεις: Τετάρτη και Κυριακή, στις 20:00 | Παρασκευή & Σάββατο στις 21:15
Εισιτήρια: 16 € κανονικό, 12 € μειωμένο (μαθητές, φοιτητές, ΑΜΕΑ, ανέργους και άνω των 65 ετών), 5 € για ατέλειες
Προπώληση: ticketservices.g
Θέατρο Αλκμήνη, Αλκμήνης 8-12, Αθήνα. Τηλέφωνο: 21 0342 8650