Συν & Πλην: «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την παράσταση «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» που ανεβαίνει στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων σε σκηνοθεσία των Ακύλλα Καραζήση και Νίκου Χατζόπουλου.

Ο Αυστριακός Γιόζεφ Μπρόιερ, ένας από τους ιδρυτές της ψυχανάλυσης και συνερευνητής του Ζίγκμουντ Φρόϋντ, έχει μόλις κλείσει τα 50 του χρόνια, ζει με την γυναίκα του Ματίλντε και τα παιδιά τους στη Βιέννη και μοιάζει να βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας του. Στην πραγματικότητα, βασανίζεται από τον έρωτα του για μια σαγηνευτική ασθενή του με συμπτώματα υστερίας, συνθήκη που τον βάζει σε σκέψεις για τις επιλογές του στη ζωή. Την ίδια ώρα, ο Γερμανός Φρίντριχ Νίτσε, ο μεγαλύτερος φιλόσοφος της Ευρώπης, έχει παραιτηθεί από την έδρα του στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας και βρίσκεται στα πρόθυρα της αυτοκτονίας. Αιτία; Η ερωτική απόγνωση στην οποία έχει περιέλθει, προδομένος από την Ρωσίδα φοιτήτρια του Λου Σαλομέ που τον εγκαταλείπει για έναν φίλο και συνάδερφό του, τον Πάουλ Ρέε. Το γεγονός έχει επιδεινώσει δραματικά τις ημικρανίες και τα άλλα προβλήματα υγεία του με αποτέλεσμα να ζητήσει την ιατρική συμβουλή του Μπρόϊερ.
Ο βιεννέζος γιατρός έχει ήδη ενημερωθεί για την κατάσταση του Νίτσε από την Σαλομέ, η οποία τον παροτρύνει να τον αναλάβει ως ασθενή μέσω με της πειραματικής «ομιλητικής θεραπείας». Μετά από πολλές προσπάθειες και επιχειρήματα του Γιόζεφ Μπρόϊερ, ο στριφνός και αντικοινωνικός Νίτσε δέχεται να υποβληθεί σε αυτή διαδικασία. Στην πορεία οι όροι της σχέσης τους αλλάζουν. Ο Μπρόιερ ανακαλύπτει ότι σε αυτή την διανοητική και ψυχαναλυτική δοκιμασία δεν είναι ο θεραπευτής, αλλά ο θεραπευόμενος. Με το τραύμα του έρωτα να στιγματίζει και τους δύο βρίσκονται να κοιτάζουν βαθιά στην ύπαρξη τους, αναζητώντας νόημα και μια κάποια λύτρωση.
Βασισμένος σε πραγματικά πρόσωπα αλλά και ερευνητικά ιατρικά γεγονότα και δεδομένα, ο Αμερικανός καθηγητής Ψυχιατρικής Ίρβιν Γιάλομ γράφει ίσως το πληρέστερο λογοτεχνικό του έργο «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» και το κυκλοφορεί το 1992 (στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 2001), γνωρίζοντας παγκόσμια επιτυχία.
Την Άνοιξη του 2012 σε διασκευή της θεατρολόγου, ψυχαναλύτριας και συν-μεταφράστριας του μυθιστορήματος Ευαγγελίας Ανδριτσάνου, το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» κάνει (ως θεατρικό) πανευρωπαϊκή πρεμιέρα στην Αθήνα σε σκηνοθεσία του Ακύλλα Καραζήση και του Νίκου Χατζόπουλου, οι οποίοι μοιράζονται και τους πρωταγωνιστικούς ρόλους: ο μεν πρώτος υποδύεται τον Μπρόϊερ, ο δεύτερος το Νίτσε ενώ στο ρόλο του νεαρού Φρόιντ εμφανίζεται ο Χάρης Φραγκούλης. Η παράσταση σημειώνει μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία. Αυτή τη φορά, το ‘δίδυμο’ Καραζήσης – Χατζόπουλος αρκούνται μόνο να σκηνοθετήσουν την παράσταση.
Δεκατρία χρόνια μετά το πρώτο θεατρικό ανέβασμα στην Ελλάδα και 32 χρόνια μετά την κυκλοφορία του μυθιστορήματος από τον Ίρβιν Γιάλομ, το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», εξακολουθεί να λειτουργεί ως μια βαθιά ανθρωποκεντρική υπόμνηση σε μια, ολοένα και πιο, αυτοματοποιημένη πραγματικότητα. Η κατανόηση της ύπαρξης, η αναζήτηση του εαυτού – η περίφημη προτροπή του Νίτσε «γίνε αυτός που είσαι» – η αδιάρρηκτη σχέση του συνειδητού και του ασυνειδήτου, η ανάγκη για νόημα στη ζωή, η αναγνώριση των επιθυμιών, όλα μέσα από τον καθρέφτισμα μας στον άλλο/άλλους, όλα αυτά μέσα από τις φλεγόμενες σκέψεις φάρων στην ιστορία της παγκόσμιας διανόησης και επιστήμης, είναι μια αφορμή επαναφοράς στο κέντρο μας. Και καθίστανται διαυγή μέσα από τον ρεσιταλικό, απτό τρόπο που μας τα παραδίδουν με τις ερμηνείες τους οι Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Γιάννης Κότσιφας και Μάνος Βαβαδάκης.

Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης στο ρόλο του Γερμανού φιλόσοφου Φρίντριχ Νίτσε.
Για όσους είχαμε παρακολουθήσει το πρώτο ανέβασμα του έργου στη σκηνή του «Θησείον» θα αναγνωρίσουμε αρκετές αρετές της πρώτης παρτιτούρας και στην σημερινή απόπειρα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ζητούμενο σε κάθε ανέβασμα αυτού του έργου είναι η έντονη σχέση που θα αναπτύξουν οι ηθοποιοί μεταξύ τους – ιδιαιτέρως το δίδυμο Νίτσε – Μπρόϊερ. Και φαίνεται πως ο Ακύλλας Καραζήσης και ο Νίκος Χατζόπουλος εστίασαν σε αυτήν την ανάγκη: να καταστήσουν διαπερατή την λογοκρατούμενη, γεμάτη επιστημονικές θεωρίες και καταιγιστικές διανοητικές αντιπαραθέσεις, συνθήκη. Παρά τη μακρά διάρκεια του έργου, ο ρυθμός είναι γρήγορος κι έντονος, ανανεώνοντας διαρκώς την κλιμάκωση του σασπένς· στόχος εξαιρετικά απαιτητικός αφού οι ήρωες συνδέονται ανταλλάσσοντας επιστημονικές θεωρίες για τον μηχανισμό της ύπαρξης. Η ιδέα δε, της παρουσίας των γυναικείων ρόλων μέσα από κούκλες βιτρίνας (που είχε χρησιμοποιηθεί και κατά την πρώτη σκηνοθεσία) διατηρεί την φρεσκάδα και τη λειτουργικότητα της.
Οι ερμηνείεςΤο κλειδί της αναπαράστασης ενός έργου όπως αυτό του Ίρβιν Γιάλομ είναι αφενός η καλλιέργεια μιας ‘βιωματικής’ σχέσης των ηθοποιών με τις ιδέες που εδραίωσαν την επιστήμη της ψυχανάλυσης και της φιλοσοφίας του και αφετέρου η μεταξύ τους ζύμωση. Τον άθλο που είχαν επιτύχει πριν από 13 χρόνια ο Νίκος Χατζόπουλος και ο Ακύλλας Καραζήσης επαναλαμβάνουν με τα δικά τους ερμηνευτικά και ιδιοσυγκρασιακά εργαλεία ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης και ο Γιάννης Κότσιφας. Ο μεν πρώτος προσεγγίζει με εξαιρετικό μέτρο και στιλ τον δύστροπο και μονήρη χαρακτήρα του Νίτσε, ο δε δεύτερος φέρει μια πιο γήινη αίσθηση και μεγαλύτερη ζεστασιά στην ερμηνεία του, εμπλουτίζοντας την ορθά με σωματική έκφραση.
Από ένα σημείο και μετά – και αυτό είναι το επίτευγμα – όταν το έργο προχωρά ως «συνεδρίες για δύο ασθενείς» είναι αδύνατον να αποσπάσεις την ερμηνεία του ενός από του άλλου, συστήνουν ένα αδιαίρετο σύστημα: γίνονται εργαλεία ενός κοινού σώματος λόγου τον οποίο μεταγγίζουν με καθαρότητα, χιούμορ και έμπλεο συναισθημάτων. Όσο για το Μάνο Βαβαδάκη που κρατά το ρόλο του μαθητευόμενου Ζίγκμουντ Φρόιντ μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε την επιστημονική φλόγα του φέρελπι επιστήμονα ενώ την ίδια ώρα η σκηνική του παρουσία υπενθυμίζει την δεινότητα του στο αφηγηματικό θέατρο.
Η πυκνότητα του λόγου και των φιλοσοφικών σκέψεων γύρω από το νόημα της ζωής και την αναγνώριση του εαυτού δημιουργούν, εκ προοιμίου, μια αρκετά σύνθετη κατασκευή. Οπότε είναι συνετή η λιτή διαχείριση των υπόλοιπων παραμέτρων της παράστασης. Στα σκηνικά και πάλι η Ελένη Μανωλοπούλου (αντί για το τετράγωνοχαλί του 2012) κατασκευάζει ένα ξύλινο πατάρι που παραπέμπει σε σκακιέρα, καθιστώντας αυτομάτως τα σώματα των ηθοποιών με σκακιστές. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου τονώνουν τις ατμόσφαιρες και υπογραμμίζουν, όπου χρειάζεται, το δράμα των ηρώων.

Ο Γιάννης Κότσιφας στο ρόλο του ψυχαναλυτή Γιόζεφ Μπρόϊερ.
Ασφαλώς και η σημερινή παράσταση απευθύνεται στο σημερινό κοινό αλλά για όλους όσοι είχαν παρακολουθήσει και το πρώτο ανέβασμα της, δεν μπορούν παρά να αναγνωρίσουν ομοιότητες οι οποίες θα μπορούσαν να αναθεωρηθούν ή να εμπλουτιστούν από τη σκηνοθεσία.
Η μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία των Ακύλλα Καραζήση και Νίκου Χατζόπουλου, πάνω στο διάσημο έργο του Ίρβιν Γιάλομ, αναβιώνει με μια νέα διανομή σε εξαιρετική επίδοση.
